Η Τζέιν Γκούντολ, πρωτευοντολόγος και ακτιβίστρια (με την έννοια του όρου που κανείς δεν μπορεί να χλευάσει ή να εργαλειοποιήσει πολιτικά), δεν ανακάλυψε απλώς ότι οι χιμπατζήδες χρησιμοποιούν εργαλεία· αποκάλυψε ότι οι άνθρωποι δεν είμαστε τόσο μοναδικοί όσο βαυκαλιζόμαστε. Η ίδια δεν πήγε στη ζούγκλα για να «κατακτήσει» κάτι. Πήγεκαι παρέμεινε χρόνια για να κάνει αυτό που σπανίως κάνουμε ως κυρίαρχο είδος: να παρατηρήσει.
Φέρτε στο μυαλό σας την ακόλουθη εικόνα: Το ημερολόγιο γράφει 1960, και μια 26χρονη, καλομαθημένη Αγγλίδα, με ένα σημειωματάριο, πέντε φακελάκια Earl Grey στο σακίδιο και την αφελή πεποίθηση ότι η επιστήμη είναι και θέμα ευγένειας, πατάει για πρώτη φορά το πόδι της στην Αφρική και στο εθνικό πάρκο Γκόμπε της Τανζανίας. Οι συνάδελφοί της τότε τη θεωρούσαν σχεδόν ανόητη, επειδή έδινε ονόματα σε ζώα. Εκείνη όμως, με την ίδια ευγένεια που θα σέρβιρε τσάι σε κάποιον απρόσμενο επισκέπτη, έδωσε ονόματα στους δύο αγαπημένους της χιμπατζήδες: Ντέιβιντ Γκρέιμπιρντ και Φλο. Και, ξαφνικά, ο κόσμος είδε πλάσματα με προσωπικότητα, όχι «άτομα μιας αγέλης» ή πειραματόζωα.
Αυτό ήταν το ταλέντο της Γκούντολ: έκανε την επιστήμη ανθρώπινη, χωρίς να την επιμολύνει. Είχε την υπομονή ενός στωικού φιλοσόφου και το πείσμα μιας Αγγλίδας που ξέρει πως τα πάντα λύνονται με λίγο τσάι και ακόμα περισσότερο πείσμα. Από τη ζούγκλα του Γκόμπε βρέθηκε να οργώνει αεροδρόμια και αίθουσες επιστημονικών συνεδρίων, με μια βαλίτσα γεμάτη ιδέες, ελπίδα και slides από πιθήκους. Οι αίθουσες γέμιζαν, οι νέοι φοιτητές τη λάτρευαν και εκείνη έκλεινε τις ομιλίες της σχεδόν κάθε φορά με την ίδια φράση: «Every individual matters». Απλό. Προκλητικά απλό, στη σημερινή εποχή των hashtags.
Η Γκούντολ ήταν το αντίθετο της «influencer»· και όμως, επηρέασε εκατομμύρια ανθρώπους. Δεν φώναζε, δεν κατακεραύνωνε, δεν έδειχνε με το δάχτυλο. Απλώς παρατηρούσε. Και, με έναν περίεργο τρόπο, το βλέμμα της έκανε έναν ολόκληρο πλανήτη να ντραπεί λιγάκι. Για το πώς φερόμαστε στους άλλους, και στους «άλλους-άλλους», αυτούς με το τρίχωμα, τα μεγάλα μάτια και την ηράκλεια σωματική ρώμη, που ποτέ δεν καταχράστηκαν μπροστά της.
Πριν από μία εβδομάδα μάθαμε ότι, στα 91 της, η Τζέιν Γκούντολ έφυγε. Ίσως. Ίσως πάλι απλώς πήγε να δει τι κάνουν οι παλιοί της φίλοι στο δάσος. Ίσως να της φύσηξε ο αέρας το καπέλο κι εκείνη να το κυνηγά ακόμη ανάμεσα στα δέντρα, γελώντας σαν κοριτσάκι.
Γιατί αυτό ήταν. Ένα κοριτσάκι που είχε ερωτευτεί τρελά τον Ταρζάν, και κάθε φορά έλεγε: «Ο μπαγάσας! Πήγε και παντρεύτηκε τη λάθος Τζέιν…».
Το 1965, μόλις πέντε χρόνια αφότου είχε ξεκινήσει τη σπουδαία έρευνά της για τις κοινωνίες των χιμπατζήδων, των πιο στενών συγγενών του ανθρώπου, της απονεμήθηκε τιμητικά από το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ ένας διδακτορικός τίτλος στην επιστήμη που παρατηρεί και περιγράφει τη συμπεριφορά των ζώων. Για τα επόμενα εξήντα χρόνια, τον τίμησε με το παραπάνω.
Δεν έπαψε ποτέ να είναι η γυναίκα που χάρισε το ήθος στην ηθολογία.

