Στο τεύχος του Paris Review του φθινοπώρου του ’68 δημοσιεύτηκε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που έκαναν κάπου στο Μανχάταν ο σεναριογράφος Χάρολντ Φλέντερ (για την ιστορία, είναι ο παππούς του ηθοποιού Τιμοτέ Σαλαμέ) και ο ήδη τότε αρκετά διάσημος συγγραφέας Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ – αμφότεροι Πολωνοεβραίοι.
Κάποια στιγμή ο Φλέντερ ρώτησε ποια είναι η διαφορά ενός Εβραίου συγγραφέα με έναν συγγραφέα που τυχαίνει να είναι Εβραίος. Ο Σίνγκερ απάντησε ότι «[…] αν με ανάγκαζες να παραδεχτώ ότι υπάρχει κάτι τέτοιο όπως ο Εβραίος συγγραφέας, θα έλεγα ότι πρέπει να είναι ένας άνθρωπος βαθιά βυθισμένος στον εβραϊσμό, που να γνωρίζει εβραϊκά, γίντις, το Ταλμούδ, το Μιντράς, τη χασιδική λογοτεχνία, την Καμπάλα και ούτω καθεξής. Κι έπειτα, αν επιπλέον γράφει για τους Εβραίους και τη ζωή των Εβραίων, ίσως τότε μπορούμε να τον αποκαλέσουμε Εβραίο συγγραφέα, όποια γλώσσα κι αν χρησιμοποιεί. Φυσικά, μπορούμε επίσης να τον αποκαλέσουμε απλώς συγγραφέα».
Ο Σίνγκερ υπήρξε ένας «Εβραίος συγγραφέας», σύμφωνα με τον δικό του ορισμό, αλλά και «απλώς συγγραφέας», από τους σημαντικότερους του μεταπολεμικού 20ού αιώνα – το 1978 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ. Το 1935 έφυγε από την Πολωνία και επί της ουσίας έγραψε όλο του το έργο στις Ηνωμένες Πολιτείες, με το βλέμμα πάντα στην παλιά του πατρίδα, στις παραδόσεις και στην ιστορία του τόπου του. Έγραψε, επίσης, αποκλειστικά στα γίντις, γι’ αυτό και άργησε πολύ να καθιερωθεί – θα πρέπει να ευχαριστεί τον Σολ Μπέλοου που τον μετέφρασε και τον σύστησε στο αγγλόφωνο κοινό.
Πολύ μεγάλη εισαγωγή για να πω ότι μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το μυθιστόρημά του Μεσούγκα (εκδ. Δώμα), που κυκλοφόρησε σε συνέχειες στις αρχές της δεκαετίας του ’80 σε μια γίντις εφημερίδα. Είναι μια αστική ιστορία στους νεοϋορκέζικους δρόμους των ’50s, μια νευρωτική υπαρξιακή περιπέτεια, πιο κοντά στον Ροθ ή στον Γούντι Άλεν, παρά στα διάσημα μυθιστορήματα του ίδιου του Σίνγκερ, όπως είναι ο Σατανάς του Γκόραϊ και ο Σκλάβος, ή στα διηγήματα της συλλογής Γκίμπελ ο σαλός. Πρωταγωνιστής είναι ο Άαρον, μια εκδοχή του νεότερου εαυτού του συγγραφέα, που περιφέρεται ανάμεσα σε άλλους Εβραίους, παγιδευμένους στις μνήμες του Ολοκαυτώματος, αλλά με ζωντανή την ανάγκη για ζωή, έρωτα, μέλλον. Το μείγμα δημιουργεί μια τρέλα. Δηλαδή μεσούγκα, στα γίντις.
«Ο κόσμος όλος είναι ένα φρενοκομείο», λέει κάποια στιγμή ο Άαρον. Εξακολουθεί να είναι και σήμερα, και ποιος ξέρει τι θα ’λεγε ο Σίνγκερ για όσα γίνονται στη Γάζα.
*To μυθιστόρημα Μεσούγκα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα, σε μετάφραση Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.

