Καθώς μπαίνει ο Οκτώβρης, και τα τοπία ετοιμάζονται να υποδεχθούν τα χρώματα του φθινοπώρου, κάποιοι από εμάς αναζητούμε μία ακόμα απόδραση σε «καλοκαιρινούς» προορισμούς που προσφέρουν όμως κάτι το διαφορετικό, μακριά από τον κλασικό συνωστισμό των θερινών μηνών. Για αυτόν τον λόγο μιλήσαμε με τρία καταλύματα που δεν ακολουθούν την πεπατημένη και βλέπουν τον τουρισμό αλλιώς: αποφεύγουν τις πολυτέλειες, το μουδιασμένο συναίσθημα που προσφέρει μια «ψυχρή» τηλεόραση στον τοίχο αλλά και τον ξηρό αέρα του αιρκοντίσιον.
Η πλήρης ενεργειακή τους αυτονομία που στηρίζεται σε αυτάρκη συστήματα ανανεώσιμων πηγών παραγωγής και αποθήκευσης ενέργειας τα κάνουν να ξεχωρίζουν προσφέροντας κάτι το «διαφορετικό». Όσο για την πυξίδα τους; Είναι ο σεβασμός προς το περιβάλλον, την τοπική κοινωνία και τους φυσικούς πόρους, χωρίς να κάνουν εκπτώσεις στην αισθητική ικανοποιώντας τους ταξιδιώτες που τα επιλέγουν.

Άσπρος Ποταμός | Νομός Λασιθίου
Πριν περίπου 40 χρόνια, η Αλέκα, δημοσιογράφος μεγαλωμένη στην Αθήνα, οραματίστηκε έναν τόπο πλήρους «αποσύνδεσης» και έναν τρόπο ζωής με ρυθμούς από άλλη εποχή. Εκεί, στην ορεινή περιοχή της Πεύκης Λασιθίου, βρήκε το παλιό μετόχι του Άσπρου Ποταμού. Σπιτάκια χτισμένα πριν από τρεις αιώνες με πέτρα και ξύλα, έγιναν ο καμβάς πάνω στον οποίο θα έπαιρνε μορφή το όραμά της. Στην αρχή οι ντόπιοι τη λυπήθηκαν – «αγόρασε πέτρες», έλεγαν. Εκείνη όμως πούλησε το σπίτι της, πήρε δάνειο και, μαζί με τη Μυρτώ, την κόρη της, τόλμησε να ρισκάρει.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Άσπρος Ποταμός έγινε το πρώτο ξενοδοχείο στην Ελλάδα -και από τα πρώτα στην Ευρώπη- που καλύπτει τις ενεργειακές του ανάγκες με φωτοβολταϊκά, κερδίζοντας μάλιστα και το πρώτο ευρωπαϊκό βραβείο για τη χώρα μας. Σήμερα, τα φωτοβολταϊκά παράγουν ενέργεια για τα φώτα του κήπου, τα φώτα για διάβασμα πάνω από τα διπλά κρεβάτια, το φως στα μπάνια, τα ψυγεία στις κουζίνες των σπιτιών και το ζεστό νερό.
Τα δέκα πετρόχτιστα σπιτάκια παραμένουν λιτά: χωρίς πρίζες, ηλεκτρικές συσκευές ή κλιματιστικά. Ο φωτισμός είναι ήπιος, κυρίως με λάμπες παραφίνης και κεριά, ενώ η παραδοσιακή αρχιτεκτονική προσφέρει από μόνη της φυσική δροσιά το καλοκαίρι. Στον χώρο υποδοχής υπάρχουν μερικές πρίζες, ίντερνετ και μια μικρή βιβλιοθήκη.
Σε έναν κόσμο που παράγει συνεχώς νέες ανάγκες, ο Άσπρος Ποταμός θέλει να υπογραμμίσει πως ίσως τελικά χρειαζόμαστε πολύ λιγότερα για να ζήσουμε γεμάτα, τουλάχιστον για όσο είμαστε στις διακοπές μας. Σε κάποιους μπορεί να φαίνεται υπερβολή ή μόδα· για τη Μυρτώ είναι τρόπος ζωής.
Ήταν 8 χρονών όταν μετακόμισε στον παλιό Κρητικό μετόχι η Μυρτώ με τη μητέρα της. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι χωρίς ρεύμα, χωρίς τηλεόραση, «διαβάζοντας για τις πανελλήνιες με λάμπα παραφίνης», όπως είπε χαρακτηριστικά. Πριν φτάσει το διαδίκτυο και το ρεύμα, η μητέρα της επικοινωνούσε με τους πελάτες μέσω αλληλογραφίας. «Οι πελάτες που έρχονταν στον Άσπρο Ποταμό ήταν πάντα πολύ ιδιαίτεροι άνθρωποι και μορφωμένοι», προσφέροντας σε εκείνη που ήταν ακόμα μικρό παιδί ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον ανατροφής, με ερεθίσματα από «απίστευτους ανθρώπους».
Οι επισκέπτες του Άσπρου Ποταμού συνήθως αναζητούν κάτι διαφορετικό από τις διακοπές τους. «Η ιδέα είναι να βιώσει κάποιος ένα κρητικό μετόχι όπως ήταν 100 χρόνια πριν», μας λέει η Μυρτώ. Υπάρχουν πλέον και άλλες εναλλακτικές τουριστικές μονάδες, και μάλιστα επιτυχημένες, οι οποίες προσελκύουν «αυτόνομους» και «ανεξάρτητους» ταξιδιώτες. Ο Άσπρος Ποταμός, όμως, εξακολουθεί να ξεχωρίζει.
Tinos Ecolodge | Τήνος
Ταξιδεύοντας πιο βόρεια, ένα ζευγάρι, η Μαρίλια Καλούλη και ο Νικόλαος Μπεντάου, δημιούργησαν μία όαση στη βορεινή πλευρά της Τήνου, όπου οι ρυθμοί χαλαρώνουν τελείως. Πριν 11 χρόνια, η περιβαλλοντολόγος και ο αρχιτέκτονας τοπίου βρήκαν έξι στρέμματα, τα οποία τους παρείχαν όλα όσα χρειαζόταν για να υλοποιήσουν το όνειρό τους για έναν διαφορετικό τρόπο ζωής. Οι δύο πιο βασικοί παράγοντες ήταν το νερό και τα παραδοσιακά κελιά της Τήνου, μικρά πέτρινα σπιτάκια, συνήθως βοσκών, χτισμένα με μοναδική παραδοσιακή τεχνική και ντόπια πέτρα πριν από τουλάχιστον δύο αιώνες.
Σήμερα, το «πέτρινο κελάκι», όπως το ονόμασαν η Μαρίλια και ο Νίκος, αποτελεί το πιο παλιό από τα τρία σπίτια που μπορεί κανείς να διαμείνει κατά την επίσκεψή του. Τα άλλα δύο είναι χτισμένα πιο πρόσφατα από πετράδες της τοπικής κοινότητας και υλικά που έχουν εξαχθεί κυρίως από το ίδιο το οικόπεδο. Η ιστορικότητα του τοπίου και η εντοπιότητα της αρχιτεκτονικής, όμως, δεν είναι το μόνο που κάνει τον ξενώνα να ξεχωρίζει.

Το Tinos Ecolodge αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση της αυτονομίας και αρμονίας με τον τόπο όσον αφορά την ενέργεια, τα απόβλητα, το νερό και την καλλιέργεια τροφής, η οποία αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του ξενώνα. Ο λαχανόκηπος του ecolodge παράγει βιολογικά προϊόντα, τα οποία όχι μόνο είναι διαθέσιμα για αγορά από τους επισκέπτες με απευθείας συλλογή από το μποστάνι, αλλά πλέον «εξάγονται» και σε εστιατόρια του νησιού. Για τη συντήρηση του κήπου, το ecolodge συνεργάζεται με εθελοντές από όλο τον κόσμο, οι οποίοι ενδιαφέρονται να μάθουν και να εφαρμόσουν τις αρχές της περμακουλτούρας (η επιστήμη της αεικαλλιέργειας για τη δημιουργία σχεδιασμένων οικοσυστημάτων). Μία φορά τον χρόνο παραδίδεται ακόμη και σεμινάριο 14 ημερών που αφορά στις αρχές και τις εφαρμογές περμακουλτούρας.
Όσον αφορά τα συστήματα αυτονομίας ενέργειας, νερού και αποβλήτων, ο ξενώνας αποτελεί πεδίο εφαρμογής πράσινων τεχνολογιών με επιμελή προσμέτρηση των πόρων και των συστημάτων, συμμετέχοντας έτσι σε ερευνητικά προγράμματα σε συνεργασία με το Πολυτεχνείο και άλλους φορείς. «Θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα σύστημα όσο το δυνατόν πιο αυτόνομο. Να παράγουμε τη δική μας ενέργεια, να συλλέγουμε το νερό της βροχής και να το αξιοποιούμε για ποτίσματα και οικιακή χρήση, αποφεύγοντας λύσεις όπως οι βόθροι που μολύνουν τα υπόγεια νερά του νησιού. Γι’ αυτό αναζητήσαμε φυσικές λύσεις. Τα “γκρίζα νερά” των σπιτιών περνούν μέσα από έναν τεχνητό καλαμιώνα που τα φιλτράρει και στη συνέχεια επαναχρησιμοποιούνται για άρδευση. Έτσι, το νερό δεν χάνεται αλλά επιστρέφει στη γη, κάνοντάς μας σε μεγάλο βαθμό αυτάρκεις. Σύνδεση με το δίκτυο υπάρχει μόνο για πόσιμο νερό. Παράλληλα, στις τουαλέτες τα στερεά διαχωρίζονται από τα υγρά και οδηγούνται σε δεξαμενή κομποστοποίησης, μετά αναμειγνύονται με το χώμα και γίνονται λίπασμα. Με αυτό τον τρόπο, ολόκληρο το αποχετευτικό σύστημα ανακυκλώνεται, δεν μολύνει και αντίθετα δίνει ξανά ζωή στο έδαφος», αναφέρουν οι ιδιοκτήτες του Ecolodge.
Τα πέτρινα σπιτάκια προσφέρουν όλα όσα θα χρειαστεί ένας επισκέπτης που αναζητά γαλήνη και ομορφιά σε ένα από τα πιο πολυσύχναστα νησιά της χώρας – καλύπτονται όλες οι βασικές ανάγκες, συν την παροχή πλήρως εξοπλισμένης κουζίνας γκαζιού, ψυγείου και πλυντηρίου. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Νίκος, οι επισκέπτες δεν νιώθουν πως τους λείπει κάτι, παρόλο που δεν έχουν «όλα αυτά τα περίεργα πράγματα, ας πούμε, που θεωρεί ο σύγχρονος άνθρωπος ότι δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς», όπως κλιματιστικά, τηλεόραση και μηχανή για εσπρέσο. Το Ecolodge αποδεικνύει πώς δεν χρειάζεται να θυσιάσει κανείς τις ανέσεις του για να μειώσει το αποτύπωμά του.
Μία άνετη ζωή συχνά, όμως, στο σύγχρονο κόσμο μας συνεπάγεται με αίσθηση αφθονίας των φυσικών μας πόρων – συχνά ως τουρίστες αφήνουμε το φως ανοιχτό, το κλιματιστικό να καίει και τη βρύση να τρέχει. Η επίσκεψη όμως στον παράδεισο της Μαρίλιας και του Νίκου μπορεί να αποτελέσει σχολείο, όχι γιατί θα νιώσει κανείς περιορισμένος, αλλά γιατί θα συναναστραφεί με ανθρώπους ευαισθητοποιημένους και θα κινηθεί σε έναν χώρο προσεκτικά σχεδιασμένο.
Μηλιά Mountain Retreat | Νομός Χανίων
Για όσους θέλουν να συνδυάσουν τις διακοπές τους με την πιο άγρια και παρθένα φύση των βουνών, ο απομονωμένος ξενώνας και εστιατόριο της Μηλιάς, στην ορεινή Δυτική Κρήτη, στον νομό Χανίων, προσφέρει έναν τόπο για «αποσύνδεση» όλο το έτος. Στη μέση μιας κοιλάδας, πέντε χιλιόμετρα από τον πιο κοντινό οικισμό και μακριά από θόρυβο, άσφαλτο και γείτονες, κρύβεται το ομώνυμο χωριό που ξαναγεννήθηκε τη δεκαετία του ’90, όταν ο Ιάκωβος Τσουρουνάκης αποφάσισε να επενδύσει στην προγονική του γη και να της ξαναδώσει ζωή.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο, η Μηλιά ήταν πέτρες σωριασμένες που περίμεναν να ξαναστηθούν. «Τα σπίτια αναστηλώθηκαν με τα ίδια υλικά που υπήρχαν εκεί. Το ανθρακικό μας αποτύπωμα, κατά τη διάρκεια της κατασκευής του οικισμού, ήταν κυριολεκτικά μηδενικό», μας λέει ο Τάσος Γουργούρας, γαμπρός του Ιάκωβου και σημερινός συνιδιοκτήτης, μαζί με τον Γιώργο Μακράκη.
Τη δεκαετία του ’90, ο Ιάκωβος εγκατέστησε το πρώτο φωτοβολταϊκό σύστημα του ξενώνα, το οποίο κάλυπτε μόλις ένα ψυγείο και μερικά φώτα. Σήμερα, το αυτόνομο σύστημα παράγει γύρω στα 60 κιλοβατώρες ημερησίως, αποθηκευμένες σε μπαταρίες, και καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών του ξενώνα. Το νερό προέρχεται από ιδιόκτητες πηγές, ενώ τα υγρά απόβλητα φιλτράρονται μέσα από καλαμιές, πριν καταλήξουν να ποτίσουν τις καστανιές. Ακόμη και τα απορρίμματα συγκεντρώνονται και μεταφέρονται με δική τους μέριμνα στα Χανιά για ανακύκλωση.
Τα 15 πέτρινα σπιτάκια διατηρούν την τοπική αρχιτεκτονική: χαμηλά, παραλληλόγραμμα, με τον λιτό όγκο τους να χάνεται στο καστανόδασος. Μέσα, οι ηλεκτρικές ανέσεις περιορίζονται σε φωτισμό και μία πρίζα – αρκετά για να φορτίσει κανείς μια συσκευή. Τίποτε περισσότερο. «Δεν θέλουμε να γεμίσουμε ηλεκτρικές συσκευές. Η Μηλιά δεν χτίστηκε γι’ αυτό», λέει ο Τάσος. Στο εστιατόριο, οι επισκέπτες γεύονται κρασί και λάδι από τις δικές τους καλλιέργειες, προϊόντα από λαχανόκηπους που διατηρούν στο διπλανό χωριό Βλάτος, μαζί με κρέας από κτηνοτρόφους της ίδιας της κοιλάδας. Και αν χρειαστεί να προμηθευτούν άλλα υλικά από την αγορά, πάντοτε υποστηρίζουν τοπικούς παραγωγούς.

«Η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά σε όλη την Ελλάδα, είναι ένα τεράστιο πρόβλημα. Οι τόποι που υπερφορτώνονται χάνουν το χρώμα τους. Ακόμη και στα Χανιά, οι άνθρωποι μάς λένε ότι δεν θέλουν να ξαναπάνε – η πόλη έχει γίνει θεματικό πάρκο». Στον αντίποδα, το εν λόγω κατάλυμα προσπαθεί να κρατήσει χαρακτήρα και να παραμείνει χώρος ποιότητας, ησυχίας και ουσίας, χωρίς να θυσιαστεί στην άνεση χωρίς όρια. Για τον Τάσο, όπως λέει, η Μηλιά είναι μια στάση ζωής, μία «πολιτική πράξη».
Όσο για τους ταξιδιώτες που φτάνουν στη Μηλιά; Είναι συνειδητοποιημένοι άνθρωποι που ξέρουν τι ψάχνουν στις διακοπές τους. Το φθινόπωρο και την άνοιξη, όπου τα σπίτια ζεσταίνονται από τζάκια και ξυλόσομπες, έρχονται έμπειροι ορειβάτες βορειοευρωπαίοι, Αμερικανοί, Καναδοί, να περπατήσουν στα μονοπάτια που έχουν χαραχτεί γύρω από τον ξενώνα. Το καλοκαίρι πληθαίνουν οι Έλληνες και οι οικογένειες που ψάχνουν να φύγουν από τα μεγάλα αστικά και τουριστικά κέντρα της χώρας, εξηγεί ο Τάσος. Τριάντα χρόνια μετά την αναγέννησή της, η Μηλιά στέκει ως ένα από τα πιο συνεπή παραδείγματα οικολογικού τουρισμού στην Ελλάδα, αποδεικνύοντας ότι τελικά η αειφορία και η φιλοξενία μπορούν να συνυπάρξουν.



