Ένα greatest hits άλμπουμ στάθηκε η αφορμή για την πρώτη μου επαφή με το σύμπαν τής ακαταμάχητης ντίβας τής εξότικα που άκουγε στο όνομα Ίμα Σουμάκ (1922-2008), πριν από είκοσι χρόνια. Ήταν έρωτας με την πρώτη νότα, κεραυνοβόλος, σαν αυτόν που επιφύλαξε το αμερικανικό κοινό στο ντεμπούτο της σόλο άλμπουμ, το «Voice of the Xtabay», που κυκλοφόρησε στις 14 Οκτωβρίου του 1950 και έφτασε στο #1 του Billboard. Έξι χρόνια αργότερα, η ίδια θα έμπαινε στο βιβλίο με τα ρεκόρ Γκίνες για την έκταση της φωνής της ενώ, συνολικά στην καριέρα της, θα πουλούσε 40 εκατομμύρια δίσκους.
Κατασκευάζοντας μία σταρ
Ποια ήταν, όμως, στ’ αλήθεια, αυτή η εκκεντρική κολορατούρα σοπράνο από το Περού, που έφτιαξε έναν επικό κόσμο με τη φωνή, τα τραγούδια και την εμφάνισή της, ενώ έκανε δημοφιλή με τους δίσκους της τη world μουσική; Την καριέρα της την έχτισε σε μια εποχή που οι πληροφορίες δεν επιβεβαιώνονταν εύκολα, όταν οι καλλιτέχνες έχτιζαν τον θρύλο τους μέσα από μύθους. Τον δικό της, τον έπλεξαν πολλά ψέματα, κάποια εκ των οποίων τα διέδιδε εκείνη, όπως αναφέρεται στο σάιτ του Επίσημου Αρχείου Ίμα Σουμάκ, έναν οργανισμό που δημιουργήθηκε το 2004, με τη συμμετοχή της ίδιας.

Η ζωή της όλη, μέχρι τον θάνατό της, πριν από δεκαεπτά χρόνια, θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν ένα ψέμα – κυριολεκτικά, αλλά και ως κομπλιμέντο. Κατά τη μετεωρική της άνοδο στη διασημότητα, κυκλοφορούσαν φήμες πως ήταν απόγονος Ίνκας ευγενών. Η ίδια ντυνόταν και συμπεριφερόταν σαν πριγκίπισσά τους, παρά τα πράσινα μάτια και την αρκετά λευκή επιδερμίδα της (ο πατέρας της ήταν μισός Ισπανός). Άλλοι πίστευαν ότι ήταν απατεώνισσα, 100% Αμερικανίδα, που είχε αλλάξει ταυτότητα.
Στην πραγματικότητα, είχε γεννηθεί στην πόλη Καλάο του Περού με το όνομα Ζόιλα Εμπερατρίς Τσάβαρι και το stage name της, στα κέτσουα, τη γλώσσα που μιλούσαν στην αυτοκρατορία των Ίνκας αλλά εκείνη δεν την καταλάβαινε, σημαίνει «πόσο όμορφη». Τα λόγια όσων τραγουδιών της ήταν στα κέτσουα, αλλά και σε επινοημένες γλώσσες που «ακούγονταν σαν τα κέτσουα», τα μάθαινε φωνητικά.
Η πορεία προς την κορυφή
Ο πατέρας της ήταν πολιτικός, η μητέρα της δασκάλα. Για τα δεδομένα της εποχής και της περιοχής της, η Ίμα Σουμάκ υπήρξε προνομιούχο παιδί. Ήταν η μικρότερη από τα έξι τέκνα των γονιών της και τη φωνή της, ως μικρό κορίτσι, δεν τη δούλεψε σε ωδεία αλλά προσπαθώντας να μιμηθεί τους ήχους της φύσης, των πουλιών και των άλλων ζώων που άκουγε στα βουνά των Άνδεων. Όταν έγινε 12 χρονών μετεγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Λίμα και την επόμενη χρονιά γράφτηκε σε καθολικό σχολείο.

Πριν κυκλοφορήσει το «Voice of the Xtabay», υπήρξε η φωνή διάφορων σχημάτων, με τα οποία έδινε συναυλίες και ηχογραφούσε φολκλόρ τραγούδια, γυρίζοντας τη Λατινική Αμερική. Ο Τύπος, τότε, έκανε λόγο για μια ντίβα αλλά εκείνη πίστευε ότι «δεν συνέβαινε τίποτα» μέχρι να υπογράψει συμβόλαιο με την Capitol, αφού την άκουσε ο Αμερικανός συνθέτης, ενορχηστρωτής και μαέστρος Λες Μπάξτερ να τραγουδάει σε ένα αμερικανικό κανάλι τοπικής εμβέλειας.
Είχε εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη το 1946, τέσσερα χρόνια μετά τον γάμο της με τον Μόισες Βιβάνκο – τον πρώτο και μοναδικό της σύζυγο, καθώς μετά το διαζύγιό τους το 1957, που συνοδεύτηκε από «σκάνδαλα» και απασχόλησε εκτενώς τον κίτρινο Τύπο, δεν ξαναπαντρεύτηκε. Η είδηση του δεύτερου γάμου τους το 1959 και του δεύτερου διαζυγίου τους το 1965 ήταν διαφημιστικά κόλπα.
Το αηδόνι του Περού
Το «Voice of the Xtabay» –που κυκλοφόρησε έναν χρόνο αφού η Ίμα Σουμάκ γέννησε τον μοναχογιό της Τσαρλς, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα, όταν η ίδια ήταν 28 ετών αλλά η δισκογραφική της υποστήριζε πως ήταν 23– προκάλεσε φρενίτιδα. Η Αμερική και ο κόσμος όλος διψούσαν για τα ασυνήθιστα τραγούδια του άλμπουμ της, τα οποία, κόντρα σε ό,τι πιστευόταν, δεν ήταν παραδοσιακά.
Το κινηματογραφικά σαγηνευτικό «πακέτο» που πουλούσε η Σουμάκ ήταν κομμένο και ραμμένο στις απαιτήσεις του Χόλιγουντ. Τα επικά της τραγούδια ήταν γεμάτα ήχους δήθεν βγαλμένους από τις Άνδεις ενώ οι, τάχα μου περουβιανοί, μύθοι που εξιστορούσαν, υπήρξαν επινοημένοι. Το μόνο πραγματικά «αυθεντικό» σε αυτά ήταν οι συναρπαστικοί λαρυγγισμοί, τα δραματικά και εκφραστικά σκαμπανεβάσματα της φωνής τής Σουμάκ, που έδειξαν τον δρόμο από την Ντιαμάντα Γκαλάς έως τη Μαράια Κάρεϊ.

Με το «καλημέρα σας», βέβαια, άρχισε να κοσμεί τα εξώφυλλα των περιοδικών, να δίνει κονσέρτα σε εμβληματικούς χώρους όπως το Κάρνεγκι Χολ στη Νέα Υόρκη, το Ρόγιαλ Άλμπερτ Χολ στο Λονδίνο και το Μπολσόι στη Μόσχα, να συμμετέχει σε ταινίες. Έκανε περιοδείες ανά τον κόσμο, από το Παρίσι έως τη Σουμάτρα, ενώ ακολούθησαν και άλλοι επιτυχημένοι δίσκοι τη δεκαετία του 1950, που υπήρξε η περίοδος της πρωτοφανούς ακμής της.
Το 1957, μάλιστα, επισκέφτηκε την Ελλάδα για συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, φωτογραφήθηκε στην Ακρόπολη και έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό «Εικόνες». Τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχε γνωρίσει, στην Ιταλία, τη Μαρία Κάλλας, που ήταν μία από τις αγαπημένες της τραγουδίστριες. Στη Σοβιετική Ένωση, στην οποία έκανε τουρνέ επί μήνες, λέγεται, δε, πως για τα κονσέρτα της πουλήθηκαν περισσότερα από 20 εκατομμύρια εισιτήρια.
Ο θρύλος της και το iPhone12
Τη στιγμή που η παγκόσμια μουσική βιομηχανία ανακάλυπτε στο πρόσωπό της ένα χρυσορυχείο, πάντως, οι Περουβιανοί τη μίσησαν, κατηγορώντας τη για ξεπούλημα. Το 1974, ενώ είχε ήδη αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού της στο Περού, της πέταξαν σάπια λαχανικά. Έκανε να επιστρέψει στη χώρα που τη γέννησε 32 χρόνια, μέχρι που πήγε για να τιμηθεί ως εθνικός θησαυρός.
Η καριέρα της πήγε και ήρθε πολλές φορές. Τα φοβερά ξεσπάσματά της έμειναν θρυλικά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 έκανε comeback στη δισκογραφία για τον τελευταίο της προσωπικό δίσκο, ένα άλμπουμ που περιεγράφηκε ως ροκ, το «Miracles». Σε αυτό, τραγουδούσε στο γνώριμο στιλ της, παρά τις ηλεκτρικές κιθάρες και τα μπάσα στην ενορχήστρωση.
Άλλοτε ζούσε την κοσμική ζωή, άλλοτε απείχε τελείως από τις δημόσιες εμφανίσεις. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι είχε αποσυρθεί στη Λατινική Αμερική ή πως ήταν από χρόνια νεκρή, παρότι εκείνη έμενε στο σπίτι της, στο Λος Άντζελες. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, με όλο αυτό το μυστήριο γύρω από το πρόσωπό της και το αυξημένο ενδιαφέρον για την camp αισθητική, λατρευόταν ήδη ως καλτ ίνδαλμα, με φανατικό κοινό ανάμεσα σε κάθε λογής «αποσυνάγωγους».
Το 1991 μπήκε ξανά στο στούντιο και κυκλοφόρησε το τελευταίο της μάξι σινγκλ, το «Mambo ConFusion», σε ντανς στιλ. Έκτοτε, οι συλλογές με τις επιτυχίες της, που συνεχίζουν να κυκλοφορούν ανά καιρούς μέχρι σήμερα, διατηρούν τον θρύλο και το cult status της ζωντανά. Πιο πολύ από τα compilations, όμως, είναι οι διαφημίσεις, οι σειρές και οι ταινίες που κρατούν επίκαιρο το ξεχωριστό μουσικό της αποτύπωμα.
Το «Ataypura», για παράδειγμα, ακούστηκε στον «Μεγάλο Λεμπόφσκι» των αδερφών Κοέν, το «Bo Mambo» στο «Tales of the City» (ενδεχομένως, την καλύτερη queer σειρά που γυρίστηκε ποτέ) με την Ολυμπία Δουκάκη, το «Gopher Mambo» στην πρώτη σεζόν του «Mad Men» και στη διαφήμιση του iPhone 12. Όπως και να ’χει, βέβαια, την Ίμα Σουμάκ, που κάποτε περιεγράφηκε ως το όγδοο θαύμα του κόσμου, δεν χρειαζόμαστε αφορμή για να τη θυμόμαστε.

