Οι Καισαριανιώτες, βέροι και πολιτογραφημένοι, λατρεύουν τη γειτονιά τους. Κάθε φορά που μιλούν γι’ αυτήν, χαμογελούν με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπαίνεις σε σκέψεις. Την τελευταία Παρασκευή του καλοκαιριού, λοιπόν, επισκεφτήκαμε κατά τις μεσημεριανές ώρες το πάρκο του Σκοπευτηρίου και τη γύρω περιοχή, λίγο πριν στηθούν οι πάγκοι στη βιολογική αγορά, και μείναμε μέχρι το βράδυ, όταν και τελείωσε η προβολή στο γειτονικό θερινό σινέ Αιολία. Ο σκοπός μας ήταν να ανακαλύψουμε την πηγή πίσω από αυτά τα χαμόγελα. Είναι κάποιου είδους τοπικισμός ή περηφάνια και ιστορική μνήμη;
Το «Χάραμα» και το μουσείο
Μπαίνοντας στο πάρκο από τη νότια είσοδο, στην οδό Ηρώων Σκοπευτηρίου, η προσοχή πέφτει στα πανύψηλα πεύκα, που λειτουργούν ως ασπίδα προστασίας από τον ήλιο. Τη μεσημεριανή ραστώνη διακόπτει ο ήχος από τα τζιτζίκια αλλά και οι «ταγκιές» (υπογραφές όσων κάνουν γκράφιτι) στο τσιμέντο και στην παιδική χαρά. Είναι τόσο πολλές, ώστε επιβαρύνουν την αισθητική του χώρου, ενώ δεν λείπουν και τα υβριστικά συνθήματα. Παρ’ όλα αυτά, η ηρεμία του πάρκου σε αποζημιώνει. Ανεβαίνοντας το ασφαλτοστρωμένο μονοπάτι, οι λαμαρίνες κρύβουν το «Χάραμα», το θρυλικό λαϊκό κέντρο διασκέδασης που φιλοξένησε, μεταξύ πολλών άλλων, τον Βασίλη Τσιτσάνη και τη Σωτηρία Μπέλλου. Ο Δήμος Καισαριανής σχεδιάζει την υλοποίηση μιας νέας ανάπλασης του πάρκου, η οποία θα το μετατρέψει σε πολυχώρο πολιτισμού, με το «Χάραμα» να παίζει κομβικό ρόλο. Για την ώρα, το κτίσμα ρημάζει, καθώς υπάρχει μια επιπλοκή, με πρωτοβουλίες κατοίκων που αντιδρούν.

Από την άλλη πλευρά του μονοπατιού στεγάζεται το Μουσείο ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. Η ιστορία των μπλόκων στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας και των Δεκεμβριανών του 1944 ξετυλίγονται μέσα από αφηγήσεις, αποκόμματα από εφημερίδες και παλιά αντικείμενα, όπως τα έπιπλα της ηρωίδας της Εθνικής Αντίστασης Ηρούς Κωνσταντοπούλου, που εκτελέστηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1944 από τους ναζί, όταν ήταν μόλις 17 ετών.
Μετά την επίσκεψη, ο μουσικός και υπεύθυνος του μουσείου Θανάσης Κοσκινάς μάς πηγαίνει στο Θυσιαστήριο της Λευτεριάς, εκεί δηλαδή όπου, την Πρωτομαγιά του 1944, 200 πατριώτες κομμουνιστές εκτελέστηκαν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, ως αντίποινα για τη δολοφονία του Γερμανού υποστράτηγου Φραντς Κρεχ στους Μολάους Λακωνίας από μαχητές του ΕΛΑΣ. Η πόρτα που οδηγεί σε αυτό είναι κλειδωμένη. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται φαινόμενα βανδαλισμού στο μνημείο, τα οποία έχουν ωθήσει τον Δήμο να κλειδώνει τον χώρο. «Για τους παλιούς Καισαριανιώτες, το Θυσιαστήριο είναι κάτι ιερό. Για τα νέα παιδιά… δεν είμαι σίγουρος. Ίσως δεν ξέρουν, ίσως αμφισβητούν τις παλαιότερες γενιές, δεν ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει», λέει.
Μεσημέρι στη βιολογική αγορά
Στις δύο το μεσημέρι, οι πάγκοι της βιολογικής αγοράς έχουν στηθεί στο πάρκινγκ έξω από το θερινό σινέ Αιολία, στις οδούς Φιλαδελφείας και Σολομωνίδου. Οι φωνές είναι λίγες και χαμηλής έντασης, οι παραγωγοί γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, η προσέλευση όσων δηλώνουν «πιστοί» στα βιολογικά προϊόντα αυξάνεται λεπτό με το λεπτό. «Να το δεις, όλη η Καισαριανή θα περάσει από τον πάγκο μου, δεν χρειάζεται να πας πουθενά για το ρεπορτάζ σου», λέει χαμογελώντας ο αυγοπαραγωγός Μάριος Αγγελούδης.
«Για τους παλιούς Καισαριανιώτες, το Θυσιαστήριο είναι κάτι ιερό. Για τα νέα παιδιά… δεν είμαι σίγουρος», λέει ο Θανάσης Κοσκινάς, υπεύθυνος του μουσείου.
Πράγματι, οι σταθερές πελάτισσες θυμούνται μέχρι και το πώς τοποθετεί τα αυγά στον πάγκο· λίγο άλλαξε τη σειρά και κάποιες αποσυντονίστηκαν. «Πιστεύω στα βιολογικά προϊόντα και εκτιμώ την εντιμότητα των παραγωγών», λέει η Ελένη Ταράζη, παλιά Καισαριανιώτισσα. «Η Καισαριανή έχει συνειδητοποιημένους πελάτες», επιβεβαιώνει ο κ. Αγγελούδης. «Συναντούμε κυρίως παππούδες και γιαγιάδες, αλλά και νέα γενιά, δηλαδή τα εγγόνια τους. Έχουν βάλει στην κουλτούρα τους την επίσκεψη στην αγορά», αναφέρει.

Η κ. Ταράση κουβαλάει τα λαχανικά που θα συνοδέψουν τα πιάτα της για το Σαββατοκύριακο και αυγά για την εγγονή της, αλλά βιάζεται να πάει σπίτι. «Είμαι από τις εξίμισι το πρωί ξύπνια, έχω πάει και στο Σκοπευτήριο για περπάτημα. Είναι ωραίος χώρος που μας δίνει ανάσες, είμαστε τυχεροί που τον έχουμε». Παρόμοια άποψη έχει και η αρχιτέκτονας Ιουλία Λάζου. Στη βιολογική αγορά βρίσκει την αίσθηση του ανήκειν με τους συντοπίτες της, ένα βασικό χαρακτηριστικό της Καισαριανής, που δυστυχώς φθίνει καθώς περνούν τα χρόνια. «Από το ’21 που έγινα μητέρα, πηγαίνω εκεί. Είναι πολύ όμορφα, πολύ ήσυχα, δίνει ανάσες, αλλά οι εγκαταστάσεις χρειάζονται λίγη περιποίηση παραπάνω».
Ραντεβού στο πάρκο
Αφού ολοκληρωθεί η βιολογική αγορά, γύρω στις πέντε και μισή το απόγευμα, οι παλιοί Καισαριανιώτες ξεκινούν την καθιερωμένη τους βόλτα στο πάρκο του Σκοπευτηρίου ώσπου καμιά ώρα μετά να βρουν λίγη ανάπαυση στη σκιά των πεύκων ή των κυπαρισσιών στη μάντρα του Θυσιαστηρίου. Εκείνη την ώρα περίπου, κάνουν την εμφάνισή τους και οι υπόλοιπες φυλές του πάρκου: οι μαμάδες με τα μικρά παιδιά, τα αγόρια με τα ποδήλατα, οι παρέες κοριτσιών στην εφηβεία, οι ντόπιοι με τα σκυλιά τους και όσοι θέλουν να πάρουν μια ανάσα από τους ρυθμούς της πόλης.

Ο Δημήτρης Ψυχογιός έρχεται με την Κάρμα μετά τη δουλειά, κάνοντας μια στάση στη διαδρομή Συγγρού-Αμπελοκήπων. «Ταιριάζει στην Κάρμα το περιβάλλον. Έχει γρασίδι, έχει κι άλλα σκυλιά να κοινωνικοποιηθεί. Σε άλλα πάρκα έχω δει χειρότερες εικόνες, αλλά αυτό της Καισαριανής μού βγάζει μια εικόνα φροντίδας. Οι ντόπιοι βάζουν το χεράκι τους σε αυτό και φροντίζουν να μένει καθαρό».
Οικογένειες απλώνουν μια ψάθα στο γρασίδι και αφήνουν τα παιδιά τους να ξεδώσουν στο παιχνίδι· αρκετοί Καισαριανιώτες διατηρούν ακόμη την παράδοση του πικνίκ. Πετυχαίνουμε την Άρια με τις δύο κόρες της, τη Μελίνα και τη Μαρίνα, και τον Εμίλ, με τον γιο του, τον Αλέξη. Έχουν απλώσει ένα σεντόνι στο γρασίδι και τάπερ με φαγητό. «Έχουμε τον πνεύμονα δίπλα στο σπίτι μας και βρίσκουμε ευκαιρίες να ερχόμαστε όταν έχει ζέστη», λέει ο Εμίλ. «Εμείς ερχόμαστε σχεδόν κάθε μέρα, για να παίξουμε και να κάνουμε ποδήλατο», πετάγεται η μικρή Μελίνα και παίρνει για μια βόλτα το ροζ ποδήλατό της.
Το απόγευμα εμφανίζονται στο πάρκο μαμάδες με μικρά παιδιά, αγόρια με ποδήλατα, παρέες κοριτσιών στην εφηβεία, ντόπιοι με τα σκυλιά τους.
Η Άρια, όμως, παρατηρεί πως κομμάτια του πάρκου είναι μερικώς αφημένα στην τύχη τους. «Υπάρχει μεγαλύτερη πρόνοια για τα τετράποδα, τα οποία έχουν τον δικό τους χώρο, ενώ η παιδική χαρά χρειάζεται επισκευές. Θα θέλαμε περισσότερα δέντρα στον χώρο, αλλά και να δοθεί περισσότερη προσοχή στο μνημείο, να φαίνεται ότι έχει μια ιστορία, για να μη βανδαλίζεται. Εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε για το πάρκο, την αγαπάμε την πόλη μας».
Για ταινίες και παϊδάκια
Το καλοκαίρι και μέχρι τα μέσα Σεπτέμβρη, οι προβολές στον δημοτικό θερινό κινηματογράφο Αιολία ξεκινούν κάθε βράδυ στις εννιά. Πρόκειται για πραγματικό τοπόσημο, αφού λειτουργεί με μερικά διαλείμματα και διαφορετικές ονομασίες από το 1960. Οι περισσότεροι θεατές καταφτάνουν δέκα λεπτά πριν από την έναρξη της προβολής. Ο Νίκος Σιδέρης κόβει εισιτήρια, αλλά πρέπει να φροντίσει και για την ταινία, καθώς είναι ο μηχανικός. Από Δευτέρα έως Πέμπτη, οι ταινίες ρεπερτορίου προβάλλονται δωρεάν, ενώ Παρασκευή με Σάββατο προβάλλονται ταινίες τωρινής κυκλοφορίας, με το εισιτήριο να κοστίζει μόλις πέντε ευρώ για όλους. «Κάθε χρόνο επιλέγουμε από τα δεκάδες φιλμ που μας προτείνουν οι εταιρείες διανομής. Η τελική επιλογή γίνεται με βάση το εξής κριτήριο: να κάνουν το κοινό να σκεφτεί λίγο παραπάνω», εξηγεί.

«Μισό λεπτό θα κάνω», λέει μια θαμώνας καθώς απομακρύνεται από τον χώρο του κινηματογράφου, και ο κ. Σιδέρης την καθησυχάζει. «Μην ανησυχείτε, σας θυμάμαι κι από τις άλλες φορές που έχετε έρθει». Την ίδια ώρα μπροστά στο ταμείο, μια παρέα από φοιτήτριες θέλει να κόψει φοιτητικό εισιτήριο. Ανακουφίζεται μόλις ακούει την ενιαία τιμή. Ακολουθεί ένα ζευγάρι πολυτέκνων που δικαιούνται μηδενικό εισιτήριο, αλλά δυσκολεύονται να βρουν τα πιστοποιητικά μέσα στα χαρτιά τους. Για να μην ταλαιπωρούνται, ο κ. Σιδέρης τούς επιτρέπει να περάσουν. Είναι ένα δείγμα της θετικής προαίρεσης που μου ανέφερε η Μαρία Αλεμπάκη, η οποία ζει στην Καισαριανή και παρακολουθεί τακτικά ταινίες στο θερινό σινεμά. «Δεν είναι μόνο η δροσιά και οι καλές επιλογές σε ταινίες, μου αρέσει και η καλή διάθεση που έχουν οι Καισαριανιώτες. Είναι χαμογελαστοί, χαιρετούν ο ένας τον άλλον, περιμένουν υπομονετικά στην ουρά για το εισιτήριο και το κυλικείο, δείχνουν κατανόηση αν δεν λειτουργεί το POS. Υπάρχει μια αίσθηση του ανήκειν», αναφέρει.
Η μελωδία του Νίνο Ρότα για τον Νονό σβήνει κάθε ιαχή μικρού παιδιού που παίζει στο πάρκο του Σκοπευτηρίου. Απομακρυνόμαστε σαν να πατάμε στις μύτες των ποδιών μας από τον χώρο του σινεμά. Το παιχνίδι ακόμη συνεχίζεται στο Πάρκο, μερικοί ράπερ δοκιμάζουν τις ικανότητές τους σε ένα αυτοσχέδιο live, ενώ η βόλτα μας ολοκληρώνεται λίγο βορειότερα, στην ταβέρνα του «Τσομπανάκου». Μια επίσκεψη σε αυτήν είναι τελετουργία. Ο Θεόφιλος Κανονιέρης καθαρίζει τις πατάτες με το χέρι και οι ψήστες βάζουν τα λεπτοκομμένα παϊδάκια πάνω στη σχάρα, για τα οποία πολλοί πελάτες έρχονται μέχρι εδώ από την άλλη πλευρά της Αθήνας. Τελικά, η Καισαριανή δεν αφήνει κανέναν παραπονεμένο. Μάλλον το αντίθετο, αφού παραμένει μια γειτονιά που σε κάνει να χαμογελάς.

