ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ΤΗΝ Κλαούντια Καρντινάλε αρκετές φορές, σε πολύτιμες συζητήσεις όπου η ηθοποιός άνοιξε, χωρίς έπαρση, τις σελίδες μιας ζωής μεγαλύτερης κι από τον ίδιο της τον μύθο. Στον κινηματογράφο υπήρξε θρύλος, πάνω από 150 ταινίες, γυναικεία πρόσωπα χαραγμένα στη μνήμη του 20ού αιώνα, από τον Βισκόντι μέχρι τον Φελίνι, από τον Μπλέικ Εντουαρντς μέχρι τον Σέρτζιο Λεόνε. Υπήρξε μια από τις πιο όμορφες γυναίκες του κινηματογράφου με την Μπριζίτ Μπαρντό στη δεκαετία του ‘60 αλλά δεν αρκέστηκε ποτέ να εγκλωβιστεί στο αρχέτυπο της όμορφης.
Οταν βρισκόμασταν δεν είχα απέναντί μου ούτε είδωλο ούτε ντίβα· αλλά μια γυναίκα σταράτη η οποία δεν μιλούσε με τεχνάσματα, μια λαμπερή παρουσία όσο και διακριτική. Μια ύπαρξη που είχε φιλοσοφήσει τη ζωή, απελευθερωμένη από τη μανιέρα και το επιτηδευμένο. Η Κλαούντια διέσχισε την επιτυχία με την αξιοπρέπεια και την αυτοσυγκράτηση των μεγάλων, χωρίς να υποκύψει ποτέ στην υπερβολή.
Το όπλο της; Η διαύγεια, το χιούμορ, και αυτή η απόσταση που έχουν όσοι συντρόφεψαν τα άστρα χωρίς να καούν. Από την παρουσία της εξέπεμπε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε το ανάστημα των εκλεκτών. Πρότυπο ελεύθερης γυναίκας «Δεν μου άρεσα όταν ήμουν μικρή, αισθανόμουν άσχημη. Είχα μια αδελφή πανέμορφη που ήθελε να γίνει ηθοποιός, όχι εγώ», έλεγε χαμογελώντας.


Στα 17 μου βρέθηκα τυχαία Μις Ιταλία της Τύνιδας. Είχα μόλις τελειώσει το σχολείο, με είδαν στον δρόμο. Στον πρώτο μου ρόλο μιλούσα ακόμα αραβικά. Φαίνεται πως το ήθελε η μοίρα μου…
Ιταλίδα της Τυνησίας, ιταλόφωνη και γαλλόφωνη, γεννημένη και μεγαλωμένη σε εύπορη οικογένεια σικελικής καταγωγής, κουβαλούσε ήδη έναν πλούτο πολιτισμών που θα τροφοδοτούσε το πεπρωμένο της ως ηθοποιός καθώς ενσάρκωσε τη χρυσή εποχή του ιταλικού και του γαλλικού κινηματογράφου χωρίς ποτέ να χάσει τις ρίζες της. Με τον Λουκίνο Βισκόντι γύρισε τέσσερις ταινίες. «Ρόκο και τα αδέλφια του… Ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικός. Ηταν σκληρός με τις ηθοποιούς αλλά όχι με μένα. Ελεγε ότι ήμουν αγοροκόριτσο. Δεν ήμουν εκεί για να κάνω νάζια».
Η φωνή της μετέφερε την απλότητα μιας αλήθειας: δεν ήταν η ομορφιά που την έσωσε από την παγίδα του μύθου, αλλά η δύναμη, η θέληση να παραμείνει ο εαυτός της. Το αποκαλούσε τρέλα. «Στο “Το μεγαλύτερο τσίρκο του κόσμου” με τον Τζον Γουέιν και τη Ρίτα Χέιγουορθ, μπήκα στο κλουβί με τα λιοντάρια για να τα φιλήσω. Σε άλλη ταινία με τον Ροκ Χάντσον φίλησα έναν κροκόδειλο. Με περνούσαν για τρελή. Μα χρειάζεται τρέλα για να κάνεις αυτή τη δουλειά».
Στην ανδροκρατούμενη βιομηχανία του σινεμά των δεκαετιών ’60 και ’70, η Κλαούντια Καρντινάλε υπήρξε πρότυπο ελεύθερης γυναίκας γιατί δεν ενέδωσε ποτέ στους μηχανισμούς εξουσίας που καθόριζαν τις καριέρες των γυναικών. Δεν «χτύπησε πόρτες», δεν παρακάλεσε κανέναν, όπως η ίδια έλεγε, «ποτέ δεν πήρα τηλέφωνο για να ζητήσω ρόλο».

Επέλεξε με συνέπεια τις συνεργασίες της και αρνήθηκε να υποδυθεί την κλασική femme fatale ή τη γυναίκα-διακοσμητικό που συχνά ζητούσε το Χόλιγουντ. «Αρνήθηκα κάθε ρόλο που απαιτούσε να παίξω σκηνές γυμνού, αυτό θα με προσδιόριζε σαν καλλιτέχνη; Σίγουρα όχι. Επίσης, έκανα μόνη μου τα επικίνδυνα γυρίσματα. Δεν ήθελα κασκαντέρ…». Το θάρρος της δεν περιοριζόταν στις επαγγελματικές επιλογές· ήταν ορατό και στον τρόπο που αντιμετώπιζε τον εαυτό της. Δεν προσπάθησε ποτέ να κρύψει την ηλικία της ούτε να υποταχθεί στα στερεότυπα της αιώνιας νεότητας.
Οι ρυτίδες της, όπως έλεγε η ίδια, «είναι τα ίχνη της ζωής». Αυτό την καθιστούσε διαφορετική σε μια εποχή που συχνά συνέθλιβε τις γυναίκες μόλις περνούσαν τα 30 στον χώρο του κινηματογράφου. «Πρέπει να ξέρεις να λες όχι. Χρειάζεται γερό στομάχι». Στα μάτια της, έβλεπα η σεμνότητα μιας ζωής ολόκληρης που κράτησε τις ψευδαισθήσεις σε απόσταση.
«Δεν έχω νοσταλγία, ζω την παρούσα στιγμή» Και όμως, καμιά φορά, η μνήμη γλιστρούσε μέσα της. «Όταν ξαναείδαμε τον “Γατόπαρδο” με τον Αλέν Ντελόν στις Κάννες, ξαναβλέπαμε τον εαυτό μας νέους στη μεγάλη οθόνη. Ήταν παράξενο. Ο Αλέν είχε δάκρυα στα μάτια. Εγώ δεν ήμουν νοσταλγική. Όταν με βλέπω νεαρή ηθοποιό, είναι σίγουρα ένα κομμάτι μου αλλά δεν είμαι πια εγώ σήμερα». Και αυτή η εξομολόγηση, όπου ακουγόταν ταυτόχρονα η αδελφική σχέση και η ειρωνεία του Βισκόντι:
Ελεγε στον Αλέν: «Οταν τη φιλάς, θέλω να βλέπω τη γλώσσα!». Μα στην πραγματικότητα δεν φιληθήκαμε ποτέ έτσι. Ο Αλέν ήταν σαν αδελφός μου.
Μια φιλία μακρά, βαθιά, ακατάλυτη. Και ύστερα ήταν ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό. Μαζί του η Καρντινάλε ξαναβρήκε μιαν άλλη ενέργεια, εκείνη του παιχνιδιού και του αυτοσχεδιασμού. «Γύρισα σκηνές έρωτα με τον Ζαν-Πολ, αλλά στην πραγματικότητα γελούσαμε σαν παιδιά κάτω από τα σεντόνια. Τον τσιμπούσα και τον πείραζα για να τον αποσυντονίσω. Ήμασταν σκανταλιάρηδες, δεν παίρναμε ποτέ τίποτα στα σοβαρά.» Θυμόταν ακόμη μια από τις τρέλες του, γελώντας δυνατά καθώς την αφηγούνταν: «Είχε βγάλει όλα τα έπιπλα από το διαμέρισμα που γυρίζαμε και τα είχε βάλει στον δρόμο, μόνο και μόνο για να σπάσει τα νεύρα του σκηνοθέτη».

Με τον Μπελμοντό, ο κινηματογράφος γινόταν παιδική χαρά, όπου η φιλία και η ελαφρότητα κυριαρχούσαν πάνω απ’ όλα. Κρατώ ακόμη τη μνήμη εκείνης της ασπρόμαυρης φωτογραφίας όπου ποζάρει δίπλα μου κοιτάζοντας τον καθρέφτη. Ακουμπάει τον ώμο μου με τρυφερότητα, με βλέμμα ζωντανό και χαμόγελο σκανταλιάρικο. Καμία σταρ παγιδευμένη στον μύθο, μα μια γυναίκα ελεύθερη, συντροφική και προσιτή που διασκέδαζε με τα πάντα με κομψότητα και καλοσύνη της.
Η εικόνα λέει τα πάντα: η εγγύτητα, το αδελφικό φως, η αλήθεια μιας σχέσης που γεννήθηκε στο παρόν. Το 2017 τη φωτογράφησα στο σπίτι της. Στα χέρια της υπήρχε ολόκληρη γεωγραφία του χρόνου. Ρυτίδες βαθιές σαν μονοπάτια βιωμένα, δαχτυλίδια με παράξενες φόρμες σαν ορόσημα στις μυστικές της διαδρομές. Η Κλαούντια Καρντινάλε δεν προσπάθησε ποτέ να κρύψει τα χρόνια της· τα πρόσφερε στον φακό ως αλήθεια.
Όταν τη φωτογράφιζα περιτριγυρισμένη από τα βραβεία της, έπαιζε με τα χέρια της και μου εξομολογήθηκε: «Οι ρυτίδες είναι τα ίχνη της ζωής. Δεν δέχτηκα ποτέ να κρύψω αυτό που είμαι. Να προσπαθείς να κρύψεις τον χρόνο είναι χαμένη υπόθεση, μα πάνω απ’ όλα μια δήλωση φόβου. Δεν φοβήθηκα ποτέ να ζήσω». Είχε αποδεχτεί τους μαιάνδρους και τα στίγματα του χρόνους, τις χαρές, τις λύπες και της σιωπές του. Ξεκίνησε τη ζωή με ένα τραγικό τραύμα που σημάδεψε τη νιότη της ωστόσο ουδέποτε δέχτηκε να υποδυθεί τον ρόλο του θύματος. Προχώρησε με θάρρος και αυταπάρνηση παίρνοντας εκδίκηση με τη ζωή που έχτισε μόνη της.


Τα βραβεία της τα φύλαγε σε μια γωνιά του διαμερίσματός της στο Ιλ Σεν-Λουί, χωρίς ιδιαίτερη έπαρση. «Τα τρόπαια είναι σαν τα ενθύμια, σου θυμίζουν στιγμές, τίποτα περισσότερο…», έλεγε με τη βραχνή χαρακτηριστική φωνή της κοιτώντας τη βροχή πίσω από το παράθυρο. Αποσπάσματα μιας τρανταχτής ζωής στο άλμπουμ που ξεφυλλίζουμε τυχαία ένα απόγευμα φθινοπώρου. Η Καρντινάλε έζησε χωρίς μεταμέλεια, χωρίς νοσταλγία, χωρίς πίκρα… Έξησε, δεν κιότεψε.
Ο Σηκουάνας γινόταν γκρίζος, αδιαφανής, σχεδόν ακίνητος, δεν μιλούσαμε πια, τα χέρια της σχεδόν χόρευαν μπροστά στον φακό μου. Εκείνη χαμογελούσε, ανάλαφρη «Θα ήμασταν καλύτερα στην Ελλάδα, έτσι δεν είναι;» μου πέταξε με μια σπίθα σκανταλιάς στο βλέμμα. Ήξερε ότι ο χρόνος δεν έχει ποτέ την τελευταία λέξη· απλώς ακουμπάει την ύπαρξή μας κι όσο κρατήσει. Bon voyage Madame.
