Τίτλος ταινίας: «Μια μάχη μετά την άλλη». Είδος: Ταινία Δράσης (;). Υπόθεση: Όταν ένας παλιός εχθρός εμφανίζεται μετά από χρόνια, μια ομάδα πρώην χίπηδων και επαναστατών ενώνεται ξανά, με σκοπό να σώσει την κόρη ενός συντρόφου τους. Σημείωση: Το σενάριο να αποτελεί πολύ «ελεύθερη» μεταφορά του μυθιστορήματος «Βάινλαντ» (εκδ. Χατζηνικολή). Καστ: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Σον Πεν, Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Ρετζίνα Χολ, Τεγιάνα Τέιλορ. Σκηνοθέτης: Πολ Τόμας Άντερσον.
Σε πιο απλά λόγια; Μία από τις πλέον αναμενόμενες ταινίες της χρονιάς, μιας και η επιστροφή του Άντερσον στις αίθουσες αποτελεί πάντα από μόνη της ένα γεγονός. Όταν, μάλιστα, αυτή η επιστροφή βρίσκει τον Ντι Κάπριο σε πρωταγωνιστικό ρόλο, τότε το hype μεγαλώνει -όχι άδικα- ακόμα περισσότερο. Άλλωστε, δε γυρίζει κάθε μέρα μια action movie ο ίσως σημαντικότερος σκηνοθέτης της γενιάς του.

Τι έχει όμως να πει για όλα αυτά ο καινούργιος πρωταγωνιστής του; Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο σε μια αποκλειστική για την Ελλάδα συνέντευξη αποκαλύπτει τους λόγους που τον έκαναν να επιδιώξει μια συνεργασία με τον Πολ Τόμας Άντερσον, δίνει τη δικιά του ερμηνεία γύρω από τις μάχες που έχει να δώσει η νέα γενιά, ξεκαθαρίζει ότι καμιά φορά όσα μάς φαίνονται κωμικά δεν είναι παρά τυχαίες συγκυρίες, και εξηγεί γιατί το «Μια μάχη μετά την άλλη» δεν είναι η ταινία δράσης που έχουμε συνηθίσει.
Γιατί επιλέξατε να συνεργαστείτε με τον Πολ Τόμας Άντερσον;
Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αυτό που με τράβηξε σε αυτό το πρότζεκτ ήταν ο Πολ. Το να κάνω αυτή την ταινία μαζί του είναι κάτι πολύ ξεχωριστό. Εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια ήθελα να συνεργαστούμε, και το να βρεθεί τώρα η ευκαιρία, σε μια ιστορία σαν και αυτή, είναι για μένα ιδιαίτερα σημαντικό. Είναι ένας δημιουργός που, ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης, έχει δώσει φωνή στη γενιά του με έναν μοναδικό και πολύ ουσιαστικό τρόπο, με αποτέλεσμα να συγκαταλέγεται όχι άδικα στους κορυφαίους κινηματογραφιστές της εποχής μας. Τον γνώρισα από το «Hard Eight» πριν από πολλά χρόνια, και μάλιστα είχαμε συζητήσει την πιθανότητα μιας συνεργασίας στην ταινία «Ξέφρενες Νύχτες» (Boogie Nights). Από τότε παρακολουθώ την απίστευτη καριέρα του να γιγαντώνεται. Ελάχιστοι σκηνοθέτες έχουν την ικανότητα να προσεγγίζουν τόσο διαφορετικά θέματα, και στις ταινίες του κυριαρχεί πάντα μια αίσθηση μυστηρίου και αγωνίας, το στοιχείο του αγνώστου στους χαρακτήρες και τις ιστορίες του δηλαδή, το οποίο σε κάνει να θέλεις βλέπεις ξανά και ξανά τις δουλειές του. Μου έφερε λοιπόν αυτή την ταινία -ήταν κάτι πάνω στο οποίο δούλευε για πολλά χρόνια- και εγώ άρπαξα αμέσως την ευκαιρία να συνεργαστώ μαζί του.
Τι ακριβώς διαπραγματεύεται η ταινία «Μια μάχη μετά την άλλη»;
Δεν πρόκειται για την κλασική ιστορία ενός ήρωα. Ο χαρακτήρας μου, ο Μπομπ, είχε κάποτε την ικανότητα να προστατεύει και να μάχεται γι’ αυτά που αγαπά – αλλά τώρα την έχει χάσει. Ολόκληρη η ταινία είναι η προσπάθειά του να ξαναβρεί αυτήν την ικανότητα. Είναι μια ιστορία για το πώς προσπαθούμε να φανούμε θαρραλέοι σε μια εποχή που ο φόβος μάς διαπερνά και βρισκόμαστε συνεχώς φιμωμένοι, ώσπου τελικά καταφέρνουμε να βγούμε από το καβούκι μας. Ο Μπομπ εκπροσωπεί ακριβώς αυτό. Ένας άνθρωπος απομονωμένος, καχύποπτος, παρανοϊκός, που αναγκάζεται από τις περιστάσεις να σταματήσει να νιώθει φόβο.
Έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε για τον Μπομπ;
Ο χαρακτήρας που υποδύομαι, ο Μπομπ Φέργκιουσον αποτελεί μια σύνθεση από διάφορες ηγετικές μορφές των επαναστατικών ομάδων στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, τις οποίες ο Πολ ήθελε να τοποθετήσει σε ένα σύγχρονο πλαίσιο. Τι θα γινόταν αν μια ομάδα νέων, με αντικυβερνητικές, αντικαθεστωτικές και αντικαπιταλιστικές αντιλήψεις ξεκινούσε τη δράση της για όλους σωστούς λόγους, αλλά κατέληγε να αλληλοσπαράσσεται και να μετανιώνει για τις πράξεις της; Και τι σημαίνει αυτό για την επόμενη γενιά, τα παιδιά τους;
O Μπομπ είναι αυτό που μου αρέσει να αποκαλώ «ένας μην-τολμήσεις-να-με-καταπιέσεις τύπος», ένας αντισυστημικός χίπης επαναστάτης, καχύποπτος σε βαθμό παράνοιας με τους πάντες και τα πάντα. Δεν θέλει να φορολογείται, δεν θέλει να τον παρακολουθούν. Είναι απίστευτα δύσπιστος απέναντι σε όλους και όλα. Γι’ αυτό και ζει απομονωμένος μέσα σε ένα δάσος, κλεισμένος στο σπίτι του, βλέποντας ταινίες όπως «Η μάχη της Αλγερίας» (1966), καπνίζοντας «χόρτο» και πίνοντας αλκοόλ, έχοντας όμως την ίδια στιγμή έναν στόχο: να προστατεύσει την κόρη του. Και όμως, αποτυγχάνει, ώσπου αναγκάζεται να τα δώσει όλα όταν σκοτεινές δυνάμεις από το παρελθόν του επιστρέφουν για να κυνηγήσουν εκείνον και ό,τι πολυτιμότερο έχει, την κόρη του.

Από πού προέρχεται το κωμικό στοιχείο της ταινίας;
Ως ηθοποιός, ποτέ δεν το σκέφτηκα ως κωμωδία. Είναι μάλλον οι αναπάντεχες καταστάσεις – όπως συμβαίνει και στη ζωή. Τι γίνεται, ας πούμε, αν αυτός ο τύπος έχει «μαστουρώσει» πολλές φορές στον καναπέ του βλέποντας τηλεόραση και ξαφνικά δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος του επειδή δεν θυμάται έναν κωδικό; Τώρα βρίσκεται αντιμέτωπος με μια κατάσταση που θυμίζει ταινία του Τζέιμς Μποντ, αλλά ο ίδιος είναι εντελώς ανίκανος να διαχειριστεί τους αντιπάλους του. Αυτές οι συγκυρίες γεννούν πολύ έντονο κωμικό στοιχείο, το οποίο μάλιστα μοιάζει να έρχεται τελείως αβίαστα. Δεν πιστεύω ότι ήταν κάτι που προσπαθήσαμε να επιβάλουμε.
Θέλετε να μας πείτε μερικά λόγια για τους συμπρωταγωνιστές σας;
Το ποια θα υποδυθεί την Περφίντια ήταν ερώτημα που εμφανίστηκε ήδη από πολύ νωρίς στις συζητήσεις για την ταινία, και το όνομα της Τεγιάνα [Τέιλορ] επανερχόταν διαρκώς. Ο Πολ έλεγε συνεχώς ότι έπρεπε να είναι αφοπλιστικά ειλικρινής και χωρίς φόβο – και η Τεγιάνα έκανε ακριβώς αυτό στον τρόπο που ερμήνευσε τον χαρακτήρα. Ο Πολ σου δίνει τα εργαλεία και την ψυχή των ηρώων, αλλά σε αφήνει να τους κάνεις δικούς σου. Η παρουσία της είχε καταλυτική επίδραση στην ιστορία και τους χαρακτήρες από την πρώτη στιγμή.
Ο Σον [Πεν] υποδύεται τον Λόκτζοου, έναν «αρχικακό» που δεν τηρεί τον λόγο του και δεν διστάζει να διαπράξει φρικαλεότητες. Και όμως, έδωσε στον χαρακτήρα ανθρωπιά, τον έκανε να δείχνει απίστευτα και απρόσμενα ευάλωτος. Ο Σον κατάφερε να εκφράσει αυτήν τη βαθιά αίσθηση απομόνωσης και την απειλή που βιώνει ως προς την ανδρική του ταυτότητα. Από αυτήν την άποψη, ο εν λόγω χαρακτήρας λοιπόν είναι πολύ πιο σύνθετος από έναν τυπικό αρχικακό – υπάρχουν τόσες πολλές εκπληκτικές λεπτομέρειες στην ερμηνεία του Σον. Σε πολλά σημεία σχεδόν λυπήθηκα τον Λοκτζόου.
Πάντα ήθελα να δουλέψω με τον Μπενίσιο [ντελ Τόρο]. Είχε ένα μοναδικό και ξεκάθαρο όραμα για το πώς ακριβώς έπρεπε να είναι ο χαρακτήρας στην ταινία, ο οποίος έχει τον ρόλο του μέντορα. Προσέδωσε μεγάλες δόσεις αλήθειας στο ποιος πραγματικά είναι αυτός ο άνδρας, στο τι είναι διατεθειμένος να κάνει και τι όχι, ένα στοιχείο που δημιούργησε αυτή τη μοναδική συντροφικότητα ανάμεσα σε εκείνον και τον Μπομπ. Συναντιούνται μέσω της κόρης του τελευταίου, και βρίσκονται μαζί σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση. Μοιράζονται κοινές αξίες γύρω από την ελευθερία, για το τι είναι σωστό και τι λάθος. Λέει μάλιστα την εξής ατάκα: «Ελευθερία σημαίνει απουσία φόβου», κάτι που ο χαρακτήρας μου έχει ξεχάσει. Για τον Μπομπ, είναι κάτι σαν τον δικό του Όμπι-Ουάν Κενόμπι, τον μέντορα που τον κάνει να πιστέψει ξανά στον εαυτό του.

Στα αρχικά στάδια της ιστορίας, ο χαρακτήρας μου μπλέκει με τον κόσμο των επαναστατών και μάλλον επιλέγει λάθος άνθρωπο για να κάνει παιδί μαζί του. Η Ρετζίνα [Χολ] υποδύεται μια προστατευτική μητρική φιγούρα, που προσπαθεί να περιφρουρήσει τους δικούς της και καταλήγει να είναι μάνα-προστάτης και για την κόρη του Μπομπ, τη Γουίλα. Η ερμηνεία της δίνει έναν άξονα ηθικών αξιών σε αυτόν τον χαοτικό κόσμο των επαναστατών, τον οποίο ο Πολ παρουσιάζει στο κοινό. Επίσης, κάτι άκομα: είναι τρομερό να δουλεύεις μαζί της.
Για τον ρόλο της Γουίλα βρήκαμε μια πραγματικά ξεχωριστή ηθοποιό, την Τσέις [Ινφίνιτι]. Η ερμηνεία της είναι από εκείνες που σε καθηλώνουν. Περάσαμε αρκετό χρόνο μαζί στα γυρίσματα, σε υπέροχες τοποθεσίες, πίνοντας καφέ και κάνοντας παρέα. Χτίσαμε μία σχέση γεμάτη πειράγματα και κοινό χιούμορ -απλά, δεν θα την έλεγα σχέση «πατέρα-κόρης», γιατί δεν ήταν αυτός ο στόχος εκτός πλατό. Αυτή η χημεία μας πέρασε στην ταινία, προσδίδοντας μεγάλη αληθοφάνεια στο πώς μοιάζει ένας single πατέρας που καλείται να παίξει και τον ρόλο της μητέρας. Η Τσέις απέκτησε απόλυτο έλεγχο πάνω στον χαρακτήρα της. Χρειαζόμασταν κάποιον που να αποτυπώνει την αθωότητα της δικής της γενιάς, την κυνική ματιά που ρίχνουν στους γονείς και στον κόσμο γύρω τους, αλλά ταυτόχρονα να αποπνέει δύναμη. Εκείνη κατάφερε να κάνει αυτή την εντυπωσιακή μετάβαση που απαιτεί η ιστορία: από την αθωότητα στη χαμένη αθωότητα και, τελικά, την ενηλικίωση.
Πόσο κεντρική για την ταινία είναι η σχέση ανάμεσα σε πατέρα και κόρη;
Στην ουσία, όλη η διαδρομή του ήρωά μου περιστρέφεται γύρω από ένα πράγμα: να προστατεύσει αυτό το κορίτσι από το ίδιο του το παρελθόν – κάτι που ελπίζω καταφέραμε να αναδείξουμε. Η Γουίλα συμβολίζει την επόμενη γενιά και τι πρόκειται να κάνει, πώς θα παλέψει ενάντια σε όσα την καταπιέζουν με τρόπους που είναι διαφορετικοί από τους τρόπους που μεταχειρίστηκαν οι γενιές πριν από αυτήν.

Πόσο φιλόδοξη είναι, τελικά, η νέα ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον;
Η ταινία είναι πραγματικά μεγαλεπήβολη, με μια αίσθηση έντασης που ξεκινά από το πρώτο καρέ και δεν σε αφήνει μέχρι το φινάλε – και όσον αφορά το θέαμα, ίσως η πιο «γεμάτη» προσπάθεια του Πολ μέχρι σήμερα. Γυρισμένη σε φιλμ, σε VistaVision, με τοποθεσίες που κόβουν την ανάσα. Όσο για τις σκηνές δράσης; Τολμηρές, αλλά δουλεμένες αποκλειστικά με τον δικό του, απρόσμενο τρόπο.
Δεν είναι το κλασικό action movie που έχετε συνηθίσει. Καμία ψηφιακή επεξεργασία, κανένα CGI να αλλοιώνει την αίσθηση. Μόνο αληθινά αυτοκίνητα, πραγματικά τοπία, καταστάσεις που σχεδόν τις αγγίζεις. Είναι μια ταινία δράσης όπως την φαντάστηκε ο Πολ Τόμας Άντερσον – κάτι εντελώς δικό του, μακριά από ό,τι έχουμε δει.
Ένα από τα πράγματα που πάντα αγαπώ στο σινεμά, είτε πρόκειται για περιπέτεια, είτε για μυστήριο, είναι όταν μια ιστορία σε κρατά από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς να σου αφήνει ούτε δευτερόλεπτο να πάρεις ανάσα. Αυτές είναι οι ταινίες που αντέχουν στον χρόνο. Και εδώ, ο Πολ το πέτυχε απόλυτα: μένεις κυριολεκτικά καθηλωμένος στη θέση σου αλλά είσαι έτοιμος να πεταχτείς ψηλά από το πρώτο λεπτό ως την τελευταία σκηνή.
Η ταινία «Μια Μάχη Μετά την Άλλη» του Πολ Τόμας Άντερσον κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου από την Tanweer.

