Τελικά η Παρασκευή και 13 αποδείχθηκε μια αρκετά καλή μέρα για να συναντήσει κανείς τον Στιβ Μπουσέμι. Εξάλλου, μιλάμε για έναν ηθοποιό που έχει ενσαρκώσει μερικούς από τους πιο άτυχους και κατατρεγμένους ανόητους που εμφανίστηκαν ποτέ στη μεγάλη οθόνη. Του είπα, ωστόσο, ότι η συγκυρία της συνάντησής μας ήταν ευτυχής, αν σκεφτεί κανείς τη σειρά για την οποία επρόκειτο να μιλήσουμε. Ήταν ένα γλυκό απόγευμα του Ιουνίου κι είχαμε μόλις συναντηθεί για μεσημεριανό σε ξενοδοχείο στο Μανχάταν, προκειμένου να μιλήσουμε για το Wednesday, την ανατριχιαστική, σαρκαστική και εξαιρετικά δημοφιλή προσθήκη του Netflix στο σύμπαν της οικογένειας Άνταμς. Στη δεύτερη σεζόν της σειράς, ο Μπουσέμι είχε επιλεγεί για τον ρόλο του Μπάρι Ντορτ, του νέου διευθυντή της ακαδημίας Nevermore, ενός οικοτροφείου για λυκανθρώπους και βρικόλακες, ανάμεσα στους οποίους φοιτά και η διαρκώς κακόκεφη Γουένσντεϊ Άνταμς (Τζένα Ορτέγκα). Ο Ντορτ εμπνέεται από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και είναι, όπως είπε ο Μπουσέμι, «μεγάλος θαυμαστής της Nevermore», αν και έχει «ανήθικους λόγους που βρίσκεται εκεί». Είναι ένας συμπαθής φιλόσοφος με μια σκοτεινή πλευρά, κάτι που στην ουσία αποτελεί και το σήμα κατατεθέν του Μπουσέμι.
Μια ζωή ταλαιπωρία
Για τον Μπουσέμι, όμως, η ημερομηνία της συνάντησής μας ήταν σημαδιακή και για έναν ακόμη λόγο. «Πάντα λάτρευα την Παρασκευή και 13», είπε, «γιατί γεννήθηκα τότε» (Δεκέμβριος του 1957, για τους αστρολόγους που κρατούν σημειώσεις). Η προσωπική του σύνδεση με την πιο «γρουσούζικη» μέρα του χρόνου έχει μια ποιητική λογική, δεδομένης της λίστας των άτυχων χαρακτήρων που έχει ενσαρκώσει κατά τη διάρκεια των δεκαετιών. Έχει επίσης μια διεστραμμένη λογική για έναν άνθρωπο που προέρχεται από ταπεινές καταβολές και έχει το δικό του μερίδιο εμπειρίας από αυτό που λέμε «κακή τύχη»: έχει μαχαιρωθεί, έχει δεχτεί γροθιές από έναν άγνωστο και έχει βιώσει τεράστια προσωπική τραγωδία. Ακόμη, έχει χτυπηθεί από αυτοκίνητο και από λεωφορείο. Συνεχίζει όμως να σηκώνεται ξανά, συνεχίζει να δουλεύει. «Ελκύει την πιο αλλόκοτη ενέργεια», είπε ο σκηνοθέτης Τζιμ Τζάρμους, στενός φίλος και μακροχρόνιος συνεργάτης του. «Ξέρεις, είναι τόσο ανάλαφρος, αλλά ως φίλος μερικές φορές νιώθω την ανάγκη να τον προστατεύσω λίγο, όταν σκέφτομαι ότι χρειάζεται ένα διάλειμμα από όλα αυτά».
Για όσους έχουν περάσει μια ορισμένη ηλικία, είναι δύσκολο να φανταστούν την ποπ κουλτούρα χωρίς τον Μπουσέμι. Ανεξάρτητα από το έργο του ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος, η φιλμογραφία του περιλαμβάνει σχεδόν 200 συμμετοχές σε ταινίες. Δίνει περιεχόμενο σε μιμίδια αλλά και σε εγκωμιαστικά άρθρα κάθε φορά που αποφασίζει να ντυθεί ο ίδιος σαν αυτά τα μιμίδα του Χάλοουιν. Έχει γίνει επίσης τατουάζ. Και όμως, παρότι είναι πανταχού παρών, υπερασπίζεται με πάθος την ιδιωτική του ζωή. Είναι μια μοναδική φιγούρα της αμερικανικής ζωής που, με πολλούς τρόπους, παραμένει εξίσου αινιγματική όσο όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή του ανεξάρτητου κινηματογράφου της Νέας Υόρκης, στα μέσα της δεκαετίας του ’80.

«Είναι απλώς κάποιος που δεν μπορείς πραγματικά να τον ορίσεις. Κι αυτό είναι που τον κάνει υπέροχο», είπε ο Τιμ Μπάρτον, εκτελεστικός παραγωγός του Wednesday και σκηνοθέτης των μισών επεισοδίων της σειράς. «Αυτό που λείπει από τη βιομηχανία του κινηματογράφου σήμερα είναι ένα ορισμένο επίπεδο μυστηρίου στους ανθρώπους. Κι εκείνος εξακολουθεί να το έχει».
Με τη δεύτερη σεζόν του Wednesday (τα πρώτα τέσσερα επεισόδια ήδη παίζονται, τα επόμενα έρχονται στις 3/9), εκατομμύρια νεότεροι θεατές ίσως να τον γνωρίζουν για πρώτη φορά. Παρά το γεγονός ότι έχει πρωταγωνιστήσει σε μερικές από τις πιο πολυβραβευμένες ταινίες και σειρές των τελευταίων 40 χρόνων, όπως το Reservoir Dogs, το Fargo και το The Sopranos, αυτό το καλοκαίρι μπορεί να αποκτήσει το μεγαλύτερο κοινό της καριέρας του. (Σύμφωνα με το Netflix, το Wednesday είναι η πιο δημοφιλής αγγλόφωνη σειρά στην ιστορία της πλατφόρμας.)
«Είναι ωραίο και συναρπαστικό να συμμετέχεις σε μια σειρά που ο κόσμος όντως τη γνωρίζει», είπε ο Μπουσέμι με ένα ειρωνικό γελάκι. Οι όποιες αναφορές στον πιο πρόσφατο τηλεοπτικό του ρόλο, στην παραγνωρισμένη κωμωδία του TBS Miracle Workers, συνήθως προκαλούσαν κενά βλέμματα, όπως είπε. «Μόλις, όμως, αναφέρω το Wednesday, λένε: “Α, ναι, τα παιδιά μου το λατρεύουν!”».
Η εμφάνιση δίνει ρόλους
Πείτε το όνομα από μέσα σας: Στιβ Μπουσέμι. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να το λέτε λάθος: «Στην αρχή, τον φώναζαν “Μπου-ΣΣΕΕ-μιι” κι εκείνος δεν τους διόρθωνε», είπε ο σεναριογράφος Τέρενς Γουίντερ, του οποίου το αστυνομικό δράμα εποχής Boardwalk Empire του ΗΒΟ είχε για πέντε σεζόν πρωταγωνιστή τον Μπουσέμι. Ο Γουίντερ τον είχε γνωρίσει πρώτη φορά ως σεναριογράφος στους Sopranos, όπου ο ηθοποιός πρωταγωνίστησε για μία σεζόν, έχοντας παράλληλα σκηνοθετήσει αρκετά επεισόδια, μεταξύ των οποίων το αριστουργηματικό Pine Barrens.
Ο Γουίντερ είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι προφέρει λάθος το όνομά του. Τελικά, απλώς τον ρώτησε. «Του είπα: “Μα οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να σε φωνάζουν λάθος!”» θυμάται ο Γουίντερ. «Κι εκείνος απάντησε: “Δεν με νοιάζει καθόλου”». Για την ιστορία, η σωστή προφορά είναι «Μπου-ΣΕ-μι».
Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς άλλον ηθοποιό που να χαίρει τόσο ευρείας εκτίμησης και όμως το όνομά του να προφέρεται τόσο λανθασμένα. Η ζωή και η καριέρα του είναι γεμάτες αντιφάσεις.

Το πρόσωπο και η φωνή του είναι αδιαμφισβήτητα αναγνωρίσιμα, αλλά η ικανότητά του να μεταμορφώνεται τον έχει καταστήσει έναν από τους πιο γνωστούς ηθοποιούς χαρακτήρων. Η νεαρή του συμπρωταγωνίστρια στο Wednesday, Έμα Μάγιερς, είχε μια θεωρία: «Νομίζω πως όσο πιο ξεχωριστή είναι η εμφάνισή σου, τόσο καλύτερους ρόλους παίρνεις».
Πυροσβέστης, υπάλληλος και σκηνοθέτης
Με ύψος μόλις 1,75 μ., η εξωτερική του εμφάνιση δεν δίνει την εικόνα του «σκληρού». Και όμως, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Μπουσέμι, τότε πυροσβέστης, μπορεί να έμπαινε τρέχοντας σε ένα φλεγόμενο κτίριο για να σώσει τη ζωή σου.
«Τον ήξερα όταν ήταν ακόμα πυροσβέστης», είπε ο Τζιμ Τζάρμους, που γνώρισε τον Μπουσέμι στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80, όταν εκείνος έκανε stand-up και πειραματική κωμωδία με σκετς στην ανθούσα αντεργκράουντ σκηνή παραστατικών τεχνών του Κάτω Μανχάταν. «Ένιωθα τόσο κουλ όταν περνούσε το πυροσβεστικό, τον χαιρετούσα κι εκείνος ανταπέδιδε».
Ο Μπουσέμι έζησε τα πρώτα οκτώ χρόνια της ζωής του στο Ιστ Νιου Γιορκ, μια εργατική συνοικία του Μπρούκλιν, προτού οι γονείς του μετακομίσουν μαζί με τα τέσσερα αγόρια της οικογένειας στο Βάλεϊ Στριμ, ένα εργατικό προάστιο στο Λονγκ Άιλαντ. «Ας πούμε πως ήταν, με διάφορους τρόπους, μια κανονική παιδική ηλικία». Οι μεγάλες φιλοδοξίες, όμως, δεν ενθαρρύνονταν ιδιαίτερα.
«Ο πατέρας μου, ξέρεις, συνήθιζε να λέει συχνά ότι ήθελε απλώς να τα βγάζει πέρα», θυμήθηκε αργότερα σε τηλεφωνική συνέντευξη. Μια ανάμνηση που έχει απ’ αυτόν ήταν όταν τον άκουσε να λέει για τα παιδιά του πως «ίσως να μην είμαστε για το πανεπιστήμιο». Αυτό τον ανησύχησε, τον έκανε να σκεφτεί ότι ίσως δεν ήταν αρκετά έξυπνος. «Με επηρέασε σίγουρα», είπε.
Πήγε σε κοινοτικό κολέγιο, αλλά τα παράτησε έπειτα από ένα εξάμηνο. Δούλεψε σε βενζινάδικο. Οδήγησε φορτηγάκι με παγωτά. Ήταν αυτά τα δύσκολα και αγχωτικά χρόνια, από τα οποία άντλησε υλικό αργότερα για το Trees Lounge (1996), την υποβλητικά τραγική ταινία που έγραψε και σκηνοθέτησε, ενώ είχε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Εκεί υποδύεται έναν νεαρό αλκοολικό από το Λονγκ Άιλαντ που παλεύει σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή, όπου υπάρχει ακόμη χρόνος να ξεφύγει από μια πολύ πιο θλιβερή μοίρα.

«Ονειρευόμουν να γίνω ηθοποιός, αλλά δεν ένιωθα αρκετά άνετα να πω στους άλλους ότι αυτό ήταν που ήθελα», είπε, προσθέτοντας: «Υπήρχε ένας τεράστιος φόβος να κάνω αυτό το άλμα».
Κοέν και Ταραντίνο
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μετακόμισε στο Ιστ Βίλατζ και τα επόμενα χρόνια αναγκάστηκε να παλέψει διαρκώς ενάντια σε αυτόν τον φόβο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 άρχισε να παίρνει ρόλους, αρχικά με πρωτοπόρους αντεργκράουντ δημιουργούς, όπως ο Έρικ Μίτσελ (The Way It Is) και ο Μπιλ Σέργουντ (Parting Glances), κι έπειτα με ανερχόμενους αγαπημένους του ανεξάρτητου σινεμά, όπως ο Τζιμ Τζάρμους (Μυστήριο τρένο, Καφές και τσιγάρα), ο Αλεξάντρ Ρόκγουελ (In the Soup) και οι αδελφοί Κοέν (Το πέρασμα του Μίλερ, Βarton Fink).
«Ονειρευόμουν να γίνω ηθοποιός, αλλά δεν ένιωθα αρκετά άνετα να το πω στους άλλους. Υπήρχε ένας τεράστιος φόβος να κάνω αυτό το άλμα».
Εκείνη την περίοδο, το 1991, του έστειλαν ένα σενάριο για μια ταινία ληστείας από έναν νέο, πολλά υποσχόμενο σκηνοθέτη που λεγόταν Κουέντιν Ταραντίνο.
Το Reservoir Dogs, στο οποίο ο Μπουσέμι υποδύεται τον Mr. Pink, τον ξερόλα που αρνείται να αφήσει φιλοδώρημα, τα άλλαξε όλα και του έδωσε την ευκαιρία να αγνοήσει τις πιέσεις του μάνατζέρ του να μετακομίσει στο Χόλιγουντ. Μπορούσε να συνεχίσει να είναι ηθοποιός της Νέας Υόρκης, με το ένα πόδι στον τοπικό χώρο του ανεξάρτητου σινεμά και του θεάτρου, όπως είχαν καταφέρει άλλοι ηθοποιοί που θαύμαζε, όπως ο Γουίλεμ Νταφόε και ο Τζον Τορτούρο.
Απ’ έξω, η επιτυχία του Μπουσέμι μπορεί να μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη εκ των υστέρων· ο ένας ρόλος φαίνεται να τον οδηγεί στον επόμενο. Αλλά, όπως ξέρουν οι περισσότεροι ηθοποιοί, δεν υπάρχει τίποτε αναπόφευκτο σε αυτό. «Αυτές οι καριέρες είναι σαν να είσαι στο τσίρκο – δεν ξέρεις τι θα συμβεί», είπε ο Τζον Τορτούρο, φίλος του και συμπρωταγωνιστής του σε αρκετές ταινίες. «Όταν πηγαίνουν όλα καλά, πρέπει να αισθάνεσαι ευγνώμων και τυχερός. Ξέρεις, δεν είναι όπως φαίνεται».
Πρέπει επίσης να παραμένεις προσγειωμένος· βοηθάει όταν δεν σου έχει δοθεί τίποτα έτοιμο. «Αν κοιτάξεις όλους αυτούς με τους οποίους έχει συνεργαστεί ο Στιβ Μπουσέμι, θα δεις ότι έχει δουλέψει με κάποιους εντελώς εκκεντρικούς τύπους», είπε η Κάθριν Ζέτα-Τζόουνς, που υποδύεται τη Μορτίσια Άνταμς στο Wednesday. Και όμως, εκείνος καταφέρνει να κρατάει μια ισορροπία, «και νομίζω ότι αυτό είναι το παράδοξο, ότι δηλαδή παραμένει πολύ πολύ δεμένος με την πραγματικότητα αυτού του κόσμου».
Μια βελανιδιά γεμάτη σοφία
Η καθημερινή ζωή του Μπουσέμι σήμερα μοιάζει αισθητά διαφορετική απ’ ό,τι πριν από λίγα χρόνια, τότε που μπορούσε κανείς να τον δει να μοιράζει γλυκά του Χάλοουιν στα σκαλιά του σπιτιού του στο Μπρούκλιν. Έχει πάνω από δέκα χρόνια που ο μοναχογιός του, Λούσιαν, μετακόμισε στο Λος Άντζελες. Η κινηματογραφίστρια και καλλιτέχνις Τζο Αντρέ, σύζυγός του για πάνω από τρεις δεκαετίες, πέθανε το 2019 από σπάνια ασθένεια των εντέρων, συνέπεια επιπλοκών από καρκίνο των ωοθηκών. Διατηρεί ακόμη το παραδοσιακό μπραουνστόουν, την κατοικία όπου έμενε στο Μπρούκλιν, «αλλά δεν είναι πια για μένα. Είναι απλώς πολύ μεγάλο».

Ο Μπουσέμι κουβαλάει και μοιράζεται ανοιχτά το πένθος του, μιλάει γι’ αυτό με ειλικρίνεια· τα μάτια του βούρκωσαν καθώς μιλούσε για την Αντρέ. Με συγκλόνισε το γεγονός ότι μόλις έναν μήνα μετά τον θάνατό της έκανε πρεμιέρα η πρώτη σεζόν του Miracle Workers, όπου εκείνος υποδύεται μια εκδοχή του Θεού, που είναι ένας αναλφάβητος ανόητος.
Όμως, όπως σημείωσε, «το πένθος δεν είναι γραμμικό» και μπορεί να συνυπάρχει με την ευτυχία σε διαφορετικά επίπεδα. Νωρίτερα φέτος ξαναπαντρεύτηκε, πολύ διακριτικά. Η σύζυγός του, Κάρεν Χο, δεν εργάζεται στη βιομηχανία και «το γούστο της στις ταινίες είναι εντελώς διαφορετικό από το δικό μου», είπε ο Μπουσέμι. Την ακολούθησε στο Μανχάταν, όπου βρήκαν μαζί ένα νέο σπίτι. Κατόπιν μετέφερε τη μητέρα του από το Στέιτεν Άιλαντ στην περιοχή, εν μέρει για να μπορεί να παρακολουθεί από κοντά την υγεία της. Νοσταλγεί το Μπρούκλιν, αλλά δεν του λείπει η ταλαιπωρία των συνεχών μετακινήσεων ανάμεσα στα προάστια. «Είμαι πολύ χαρούμενος και ευγνώμων».
Στα 67 του, ο Μπουσέμι έχει σε μεγάλο βαθμό γίνει σύμβολο μιας τάξης αουτσάιντερ, καλλιτεχνών και αλητών που έκαναν το όνομά τους σε μια πιο σκληρή, πιο αναλογική εκδοχή της Νέας Υόρκης, πριν η νέα οικονομία της προσοχής του κοινού κάνει την ορατότητα και σκοπό και μέσο. Συχνά λέει στους νέους ηθοποιούς να μην έχουν εμμονές πάνω στο να γίνουν ορατοί· να βγαίνουν έξω και να κάνουν πράγματα. «Κι αν έχεις στ’ αλήθεια κάτι να προσφέρεις, η δουλειά θα σε βρει», είπε. Με έκανε να ελπίζω ότι αυτό ισχύει ακόμη.
Η έμπνευση που πρόσφερε στους νεότερους συναδέλφους του στο Wednesday ήταν, τουλάχιστον, ένα ενθαρρυντικό σημάδι. Η Ορτέγκα, 22 ετών, τον περιέγραψε με πατρικούς όρους: «Χωρίς να προσπαθεί να είναι ή να διαθέτει οποιονδήποτε συγκαταβατικό τρόπο, είναι μια σπουδαία πηγή σοφίας, συμβουλών και μαθημάτων ζωής», είπε και τον συνέκρινε με μια βελανιδιά. «Δεν ξέρεις πώς βρέθηκε εκεί ή ποια είναι η ιστορία της. Έχει δει πολλά· έχει κάνει πολλά. Και όμως στέκει εκεί, όμορφη και φιλόξενη».

