«Ντέιβιντ, τρέξε! Η Γουίτνεϊ έχασε το δόντι της!». Το καλοκαίρι του 1988, ο Ντέιβιντ Ρόμπερτς βρισκόταν στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο Ρίτζεντ του Χονγκ Κονγκ όταν η Ρόμπιν Κρόφορντ, η προσωπική βοηθός της Φωνής, του χτύπησε την πόρτα ζητώντας του να προστατεύσει από μία ολίγον τι άβολη κατάσταση την «πελάτισσά» του. Ναι, το αψεγάδιαστο χαμόγελο της Χιούστον οφειλόταν σε πορσελάνινες θήκες και την ώρα που βούρτσιζε τη δόντια της μία από τις μπροστινές ξεκόλλησε και γλίστρησε στον ρουμπινέ του νιπτήρα της.
Ο Ρόμπερτς δεν ήταν μόνο ο σωματοφύλακας της Χιούστον αλλά και ο άνθρωπος που έβρισκε τις λύσεις. Ειδοποίησε τη ρεσεψιόν και ένας υδραυλικός κατέφθασε στη σουίτα της για να ξεβιδώσει την υδραυλική εγκατάσταση. Η θήκη δεν βρέθηκε. Κλήθηκε, λοιπόν, επί τόπου ένας οδοντίατρος για να φτιάξει προσωρινά το χαμόγελο της Χιούστον για το τελευταίο σόου τής περιοδείας της στην Άπω Ανατολή.
Το ίδιο βράδυ ο Ρόμπερτς θα στεκόταν στα αριστερά της, κρυμμένος μέσα στις σκιές της σκηνής, έτοιμος, αν χρειαζόταν, να θυσιάσει τη ζωή του για να σώσει τη δική της. Τον βλέπω μέσα από ένα παράθυρο του WhatsApp. Μου δίνει την εντύπωση ενός καλοζωισμένου Βρετανού. Στα 61 του, έχοντας μετακομίσει μόνιμα από το Λονδίνο στο Σαν Φρανσίσκο, φοράει ένα χαβανέζικο πουκάμισο και έχει ένα όμορφο κολιέ περασμένο γύρω από τον λαιμό του.
«Ποιος είναι ο κύριος Χιούστον;»
Τον ρωτάω γιατί αποφάσισε να εκδώσει το βιβλίο του φέτος, στις αρχές της χρονιάς, χωρίς κάποια τρανταχτή αφορμή ή επέτειο που θα το έκαναν περισσότερο επίκαιρο και ευπώλητο. «Περίμενα ένα διάστημα για να φύγει από πάνω μου ο πόνος που μου είχαν προκαλέσει ο θάνατος της Γουίτνεϊ και της κόρης της. Το βιβλίο το δούλευα από το 2018 έως το 2022», μου λέει. Ο Ρόμπερτς προσλήφθηκε ως σωματοφύλακας της Χιούστον το 1988 και παραιτήθηκε το 1995.

Όλα αυτά τα χρόνια, με ένα διάλειμμα που κράτησε όσο η Χιούστον γύριζε τον «Σωματοφύλακα», τη συνόδευε στις δημόσιες εμφανίσεις της και ταξίδευε μαζί της ανά τον κόσμο. Όταν του προτάθηκε να την αναλάβει δεν ήξερε καν το όνομά της. «Ποιος είναι ο κύριος Χιούστον;», ρώτησε. Μετά, πήγε και αγόρασε τα CD της. Εξαρχής, φάνηκε να μην τα πηγαίνει καλά με την κουστωδία της. Του λέω ότι διαβάζοντας το βιβλίο του μου φάνηκε σκληρός απέναντί τους. «Βασίζεται στις καταγραφές των γεγονότων που κρατούσα όσο δούλευα για τη Γουίτνεϊ και όχι απλώς στη μνήμη μου», αμύνεται. Δεν φοβήθηκε τις αντιδράσεις τους; «Όχι. Άλλωστε, αφού παραιτήθηκα, δεν ξαναμίλησα με κανέναν τους».
Ένα από τα κύρια καθήκοντά του ήταν να προστατεύει τη Χιούστον από τους stalkers. Αναφέρει ότι το 1988 στη θυρίδα του φαν κλαμπ της έφταναν εσώρουχα και κάλτσες με λεκέδες από σωματικά υγρά, μαζί με γράμματα που υπέγραφε ένας άνδρας με το πραγματικό του όνομα, στα οποία ισχυριζόταν ότι «θα τη στείλει να συναντήσει τη νεκρή του μητέρα». Δεν πραγματοποίησε ποτέ την απειλή του. Το 1991, όμως, κατά τη διάρκεια μίας συναυλίας, ένας άλλος παρανοϊκός «θαυμαστής» ξεκούμπωσε το παντελόνι του και άρχισε να αυνανίζεται ενώ κοιτούσε σαν τρελός προς τη σκηνή και έλεγε επαναλαμβανόμενα «σ’ αγαπάω». Στη συνέχεια έβγαλε τις μπότες και τις κάλτσες του και ξεκίνησε να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του ενώ διαλαλούσε τη λατρεία του προς τον σατανά. Συνελήφθη και οδηγήθηκε εκτός του συναυλιακού χώρου.
Κατά τ’ άλλα, καμία ανθοδέσμη φαν δεν έπρεπε να φτάσει στη Χιούστον, καθώς θα μπορούσε να κρύβει εκρηκτικό μηχανισμό, όπλο ή νοσηρό υλικό. Ο Ρόμπερτς, κάποτε χίμηξε σαν αιλουροειδές σε μία τέτοια, πετώντας την όσο πιο μακριά μπορούσε και μαδώντας τη. Αποδείχτηκε ότι επρόκειτο, απλώς, για ένα μπουκέτο με λουλούδια. Επίσης, λαμβάνονταν προληπτικά μέτρα, σύμφωνα με συγκεκριμένα πρωτόκολλα. Για παράδειγμα, στα ξενοδοχεία, έκλειναν ολόκληρο τον όροφο όπου ήταν το δωμάτιο της Χιούστον για να περιορίσουν την έκθεσή της σε πιθανούς κινδύνους, ενώ υπήρχε συγκεκριμένη χορογραφία κινήσεων που πρόβαραν οι δυο τους σε περίπτωση που κάποιος επιχειρούσε να της επιτεθεί, είτε σωματικά είτε με όπλο. Για τις πιο ανώδυνες περιστάσεις, όταν η Χιούστον ένιωθε άβολα ή έπληττε κατά τη διάρκεια των κοσμικών εκδηλώσεων, του έριχνε ένα βλέμμα που σήμαινε «έλα πάρε με από εδώ».
Το παρελθόν της Φωνής
Γεννημένη στις 9 Αυγούστου του 1963, η Χιούστον, πριν από δύο χρόνια, στη λίστα του περιοδικού Rolling Stone με τους 200 καλύτερους τραγουδιστές όλων των εποχών, κατέλαβε τη 2η θέση, κάτω από την Αρίθα Φράνκλιν. Προσωπικά, όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, έφηβος, άκουσα πρώτη φορά το «I will always love you» στο ραδιόφωνο ενώ κατευθυνόμουν από το σαλόνι στο δωμάτιό μου, πισωγύρισα για να πλησιάσω το ηχοσύστημα. Τότε, ήταν ακόμη το «καλό κορίτσι» του πενταγράμμου, «με τη χρυσή φωνή». Μία δεκαετία μετά και έως τον πνιγμό της, το 2012, στην μπανιέρα τής σουίτας 434 του Χίλτον στο Μπέβερλι Χιλς, τα περιοδικά θα την περιέγραφαν συνεχώς ως δύσκολη και αυτοκαταστροφική.

Η Χιούστον ξεκίνησε να τραγουδάει στα 14 της στα νάιτκλαμπ του Μανχάταν, κάνοντας φωνητικά στη μητέρα της, τη Σίσι Χιούστον, που ήταν τραγουδίστρια των γκόσπελ και της σόουλ. Μετά, έκανε δεύτερες φωνές σε δίσκους της Τσάκα Καν και άλλων καλλιτεχνών. Το 1980, στα 17 της, ενώ δούλευε ως μοντέλο, φιλοξενήθηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού Seventeen. Μέχρι να γίνει διάσημη, ηχογραφούσε έως και τζινγκλάκια για αμερικάνικα ταχυφαγεία. Η μητέρα της, πάντως, δεν της επέτρεψε να υπογράψει δισκογραφικό συμβόλαιο πριν τελειώσει το σχολείο.
Στο «περιβάλλον» της Χιούστον, υπήρχε στον αέρα η πληροφορία ότι, ως παιδί, είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά. Η Κρόφορντ, το 2019, στην αυτοβιογραφία της («A song for you: My life with Whitney Houston», εκδ. Dutton) υποστηρίζει ότι τα πρώτα χρόνια η σχέση τους ήταν σεξουαλική – γνωρίστηκαν όταν η ίδια ήταν 19 και η Χιούστον 16, σε μία κατασκήνωση, πριν γίνει η βοηθός της‧ οι επαγγελματικοί δρόμοι τους χώρισαν το 2000. Ο Ρόμπερτς είχε επίγνωση της φήμης ότι οι δύο γυναίκες ήταν ζευγάρι, παρότι όταν γνώρισε τη Χιούστον εκείνη σχετιζόταν αρχικά με τον Έντι Μέρφι και μετά με τον Μπόμπι Μπράουν. Αλλά ας επιστρέψουμε στα της καριέρας της… Στη δισκογραφία μπήκε σε ηλικία 19 ετών και το 1985 κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ με τίτλο το όνομά της που έμεινε για 14 εβδομάδες στην 1η θέση του Billboard 200 – παραμένει μέχρι σήμερα το πιο επιτυχημένο ντεμπούτο σόλο καλλιτέχνη όλων των εποχών.
Η αχαλίνωτη πτώση
Ο Ρόμπερτς συνεργάστηκε με τη Χιούστον στο απόγειο της καριέρας της, σε μια εποχή που μόνες «αντίπαλές» της ήταν η Μαράια Κάρεϊ και η Σελίν Ντιόν – μαζί, συναποτελούσαν την Αγία Τριάδα της Κορώνας. Την περιγράφει να φοράει συνεχώς ακουστικά στα αφτιά της και να ακούει μουσική από ένα γουόκμαν. Την αποκαλούσε «αφεντικό» ή «κυρία Χιούστον». Κάποτε χόρεψαν μαζί σε ένα πάρτι, σε μια ξέφρενη στιγμή εκείνη γύρισε και τον φίλησε στα χείλη. Το άρωμά της, φτιαγμένο ειδικά για εκείνη, ήταν μια μίξη μωρουδίστικης πούδρας και της απαλής μυρωδιάς της κρέμας σώματος Keri. Λίγο μετά την πρώτη τους γνωριμία τον ανέβασε στη σκηνή και τον παρουσίασε στο κοινό ως τον σωματοφύλακά της – πράγμα που, για λόγους ασφαλείας, δεν έπρεπε να γίνει. Όσο η καριέρα της έπαιρνε την ανηφόρα, όμως, η προσωπική της ζωή γινόταν όλο και πιο επικίνδυνη. Για τον εαυτό της.
Ο χαμογελαστός κύριος που συνεχίζω να παρατηρώ εξερευνητικά από το παράθυρο του WhatsApp, τοποθετεί την «αρχή του κακού» στη γνωριμία της με τον Μπράουν, το 1989. Στο βιβλίο του γράφει πως τον αντιπάθησε από την πρώτη στιγμή. Τον ακολουθούσαν διάφορες φήμες. Μία τον ήθελε, παιδί ακόμη, να πουλάει ναρκωτικά στους δρόμους της Βοστώνης. Σύμφωνα με μία άλλη, η Χιούστον ξεπλήρωνε με τα λεφτά της χρήματα που εκείνος χρώσταγε σε ντίλερ και αρχηγούς συμμοριών. Σε ένα άλλο σημείο του βιβλίου του, βέβαια, ομολογεί πως δεν είναι σίγουρος αν αυτός ο άνδρας ήταν η αιτία ή ο καταλύτης της αυτοκαταστροφής της. Το κύριο μοτίβο της σχέσης τους ήταν αυτό: Ο Μπράουν πήγαινε με άλλες γυναίκες, η Χιούστον το έπαιρνε χαμπάρι, τσακώνονταν και μετά έκαναν σεξ. Η τοξική σχέση τους, που περιελάμβανε τη χρήση απαγορευμένων ουσιών, σε ένα αιματοβαμμένο Άρλεκιν, θα περιγραφόταν ως «ταραχώδης».
Τη Χιούστον δεν την κατέστρεψε, βέβαια, μόνο ο «λάθος άντρας» αλλά και το ότι η επιτυχία της τη μετέτρεψε σε μηχανή κοπής χρήματος για τις δισκογραφικές και την κουστωδία της. Ρωτάω τον Ρόμπερτς αν υπήρχε άλλος τρόπος να την προστατεύσει από τον εαυτό της, πέρα από το ότι πριν παραιτηθεί προσπάθησε να πείσει την ομάδα της ότι η Χιούστον έχρηζε άμεσα απεξάρτησης. «Εννοείται πως όχι», μου λέει. «Ένας σωματοφύλακας μπορεί να προστατεύσει κάποιον από τις περισσότερες απειλές. Πώς είναι δυνατόν, όμως, να προστατεύσεις κάποιον από τον εαυτό του; Αυτό είναι κάτι που βρίσκεται πέρα από τις ικανότητες και την εκπαίδευσή σου».
Το 1991, όταν η Χιούστον ξεκίνησε να γυρίζει τον «Σωματοφύλακα» με συμπρωταγωνιστή τον Κέβιν Κόστνερ, ο Ρόμπερτς απολύθηκε προσωρινά, για να μη δημιουργηθούν στον Τύπο συσχετίσεις της πραγματικότητας με τη μυθοπλασία. Προσωπικά, διαβάζοντας το βιβλίο του Ρόμπερτς και βλέποντας ξανά την ταινία, μου φάνηκε σκανδαλωδώς προφανές ότι το προϋπάρχον σενάριο –γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, με τον πρωταγωνιστικό ρόλο να προορίζεται για την Νταϊάνα Ρος– διανθίστηκε με αληθινά συμβάντα από την «κοινή ζωή» της Χιούστον με τον σωματοφύλακά της.

Όταν την επόμενη χρονιά ο Ρόμπερτς μετακόμισε στην Αμερική, προσλήφθηκε εκ νέου από τη Χιούστον, αρχικά για την επίβλεψη του γάμου της. Το δεύτερο μισό του 1992, ενώ ολοκληρώνονταν οι ηχογραφήσεις του σάουντρακ του «Σωματοφύλακα» με το «I will always love you» (που κέρδισε το Γκράμι για άλμπουμ της χρονιάς, έμεινε επί 20 εβδομάδες στην 1η θέση του Billboard 200 και παραμένει μέχρι σήμερα το πιο εμπορικό σάουντρακ όλων των εποχών), η Χιούστον άρχισε να ετοιμάζεται για τη μεγαλύτερη περιοδεία της, τη «The Bodyguard World Tour», που θα κρατούσε 730 ημέρες. Αυτή θα ήταν η τελευταία της στην οποία θα την ακολουθούσε ο Ρόμπερτς.
Τρεις μήνες πριν από την έναρξή της, στις 4 Μαρτίου του 1993, θα γεννιόταν η μοναχοκόρη του ζεύγους, η Μπόμπι Κριστίνα Μπράουν, που θα πέθαινε στις 26 Ιουλίου του 2015, αφού θα βρισκόταν, κι αυτή, αναίσθητη στην μπανιέρα του σπιτιού της. Εν τω μεταξύ, όλα στη ζωή της Χιούστον πήγαιναν λάθος. Κάποια στιγμή, πριν από μία πτήση, πλησίασε τον Ρόμπερτς η κομμώτρια της Φωνής, εμφανώς αναστατωμένη. Επρόκειτο για μία πρώην ηρωινομανή και πρώην σεξεργάτρια, που ο Ρόμπερτς την περιγράφει ως τον πιο γλυκό και προσγειωμένο άνθρωπο του «περιβάλλοντος» της Χιούστον. Της είχαν ζητήσει να κρύψει στον κόλπο της διάφορες παράνομες ουσίες για να καταναλωθούν μετά την άφιξη της ομάδας της Χιούστον στην Ιαπωνία. Το 1994, πάλι, μία έφηβη κατηγόρησε τον Μπράουν ότι τη βίασε και την άφησε έγκυο – όταν ο Ρόμπερτς ενημέρωσε τη Χιούστον εκείνη τον κοίταξε με παγωμένο βλέμμα και του είπε «σε ευχαριστώ». Το θέμα «λύθηκε» και δεν συζητήθηκε ποτέ ξανά. Αργότερα, ο Μπράουν κατηγορήθηκε ξανά για βιασμό, πάλι έφηβης.
Ένα ουίσκι στη μνήμη της
Υπήρχαν, βέβαια, και καλές στιγμές. Τον Νοέμβριο του 1994, μετά από το επίσημο τέλος του απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική, την «εποχή της μύγας τσε-τσε», η Χιούστον έγινε η πρώτη μέγκα σταρ που επισκέφθηκε για συναυλίες το Γιοχάνεσμπουργκ, τότε ακόμη γνωστό ως «παγκόσμια πρωτεύουσα των δολοφονιών». Κι ενώ τα πάντα φώναζαν αναβρασμό –ως και μία λευκή γυναίκα αυτοκτόνησε στο σαλόνι του ξενοδοχείου τους, καθώς δεν μπορούσε να δεχθεί την εξίσωσή της με τους μαύρους– η Χιούστον ήταν τόσο φορτισμένη που βρισκόταν στην ήπειρο των προγόνων της που δάκρυσε στην αρένα Έλις Παρκ και ο Μαντέλα τής σκούπισε τα μάτια.
Φευ! Το 1995 θα πάθει το πρώτο της οβερντόουζ και ο Ρόμπερτς, καθώς γνώριζε πολλά, άρχισε να θεωρείται δυνητική απειλή για το ίματζ της. Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς γλίστρησε από μία σκάλα και τα κόκαλα του αριστερού του χεριού έγιναν σμπαράλια. «Δεν την ξαναείδα», μου λέει. «Δεν παρακολούθησα τη μετέπειτα καριέρα της παρά μόνο μέσα από τα μίντια. Πάντως, είτε κάποιος συμφωνεί, είτε διαφωνεί, την είχα δει στην κορυφαία της στιγμή. Καθώς περνούσε ο καιρός γινόταν εμφανές ότι όλα πήγαιναν κατά διόλου, ότι δεν υπήρχε επιστροφή, ότι ήταν πολύ αργά για να σωθεί». Τον θάνατό της, τον πληροφορήθηκε από την τηλεόραση.
Για την ιστορία, η Χιούστον το 2006 χώρισε από τον Μπράουν. Επίσης, έκανε προσπάθειες απεξάρτησης. Μερικά χρόνια πριν βρεθεί νεκρή είχε μιλήσει γι’ αυτές στην Όπρα Γουίνφρεϊ. Ρωτάω τον Ρόμπερτς τι θα ήθελε να κάνει τη Χιούστον να αισθανθεί, αν μπορούσε να διαβάσει το βιβλίο του. «Δεν ξέρω. Πιστεύω ότι ήξερε εξ αρχής ότι είχα τις πλέον καλές προθέσεις για το συμφέρον της. Ήθελα να την προστατεύσω από τον εαυτό της, από την επιρροή εκείνων που βρίσκονταν στον κύκλο της». Η ζωή, βέβαια, συνεχίζεται – τουλάχιστον για εκείνον. «Δουλεύω σε καθημερινή βάση. Δεν σκέφτομαι καν το να συνταξιοδοτηθώ. Στο επάγγελμά μου είναι σημαντικό το να γνωρίζεις ότι φτάνει μια στιγμή που δεν μπορείς, πια, να περνάς μέσα από τοίχους. Μπορείς, όμως, να εκπαιδεύσεις ανθρώπους να κάνουν αυτό ακριβώς που έκανες εσύ», μου λέει. Το παράθυρο του WhatsApp κλείνει. Με τη διαφορά ώρας, στην Αθήνα είναι περασμένα μεσάνυχτα. Στο Spotify παίζει το «I’m your baby tonight». Βάζω ένα διπλό ουίσκι-κόλα και αναρωτιέμαι σε τι φάση στη ζωή και την καριέρα της θα βρισκόταν η Χιούστον αν ζούσε τώρα. Θα είχε, ουσιαστικά, αποσυρθεί σαν τη Λορίν Χιλ; Θα την είχε δει τρελίτσα σαν την Έρικα Μπαντού; Θα είχε χρόνια να κάνει σουξέ σαν την Τζάνετ Τζάκσον; Θα έβγαζε κάντρι δίσκο σαν την Μπιγιονσέ;
Το βιβλίο «Protecting Whitney: The memoir of her bodyguard» του Ντέιβιντ Ρόμπερτς κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Chicago Review Press. Με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων από την κυκλοφορία του ντεμπούτου άλμπουμ της Χιούστον, περιοδεύει στις ΗΠΑ, έως τις 22 Νοεμβρίου, η immersive οπτικοακουστική εμπειρία «The voice of Whitney: A symphonic celebration». Η δισκογραφία της είναι διαθέσιμη στην Ελλάδα από τη Sony Music Greece.

