Πώς είναι να ζεις μόνιμα στην Πάρο

Επτά δημιουργικοί άνθρωποι εξηγούν γιατί διάλεξαν να περνούν τους χειμώνες τους στις Κυκλάδες και μιλούν για τη σχέση τους με ένα νησί που ανανεώνεται τη στιγμή που μαζεύονται οι ξαπλώστρες

8' 47" χρόνος ανάγνωσης

«Πού να πάω, από εδώ αγναντεύω τη θάλασσα»

Δημήτρης Σιφναίος, ζωγράφος

Πώς είναι να ζεις μόνιμα στην Πάρο-1

Σε ένα σπίτι που αγναντεύει τη Νάουσα και το λιμανάκι της, εκεί όπου το φως αγκαλιάζει το κυκλαδίτικο μπλε και τα καΐκια σπάνε την πρωινή σιγή, ο Δημήτρης Σιφναίος ζωγραφίζει. Κάθε μέρα· από τις τέσσερις τα χαράματα, όταν το νησί ακόμη κοιμάται, μέχρι να κουραστεί το μάτι και το πινέλο. Όχι γιατί «πρέπει», αλλά γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η ζωγραφική, υπογραμμίζει, είναι ανάγκη. Όπως η αναπνοή. Η σχέση του με την τέχνη ξεκίνησε από την πρώτη τάξη του Δημοτικού, όταν αντί για δύο κύκλους και μία γραμμή ζωγράφισε κανονικό πορτρέτο ενός συμμαθητή του. Έκτοτε, δεν σταμάτησε. Τη ζωγραφική την έμαθε με το ένστικτο, το βλέμμα και την επιμονή. Παρακολούθησε, βέβαια, κάποια μαθήματα στην Αθήνα, αλλά το αληθινό του σχολείο ήταν η καθημερινή παρατήρηση: των ψαράδων, της θάλασσας, των γερόντων της Νάουσας, του τοπίου, που αλλάζει χρώματα κάθε μισή ώρα. Η Πάρος είναι για εκείνον κάτι παραπάνω από πατρίδα· είναι το εργαστήριό του, η γκαλερί του, η έμπνευσή του. «Δεν φεύγω από την Πάρο», λέει. «Πού να πάω; Από εδώ αγναντεύω το νησί και τη θάλασσα». Οι ψαράδες, τους οποίους έχει αποτυπώσει σε δεκάδες προσωπογραφίες, είναι οι πρώτοι άνθρωποι που έβλεπε βγαίνοντας απ’ το σπίτι του. Οι φιγούρες τους, οι ρυτίδες, τα χέρια, η αλμύρα – όλα έγιναν πινελιές και χρώματα σε έργα που πλέον βρίσκονται σε σπίτια Παριανών, ξένων, αλλά και σε εκθέσεις στην Αθήνα. Από το 1974 φωτογραφίζει ψαράδες και τοπία, δημιουργώντας ένα άτυπο αρχείο της ζωής στη Νάουσα. Σήμερα, ονειρεύεται να στεγάσει τα έργα του στο παλιό σπίτι των γονιών του και να το μετατρέψει σε έναν επισκέψιμο χώρο, «να μείνουν εδώ τα πράγματά μου, να μην πάνε χαμένα».

«Το νησί προσφέρει ό,τι χρειάζεσαι για να δημιουργήσεις»

Δήμητρα Σκανδάλη, εικαστικός

Πώς είναι να ζεις μόνιμα στην Πάρο-2

Στην Αλυκή της Πάρου, μέσα σ’ έναν ήσυχο κυκλαδίτικο κήπο που μοιάζει περισσότερο με καταφύγιο παρά με στούντιο, η Παριανή εικαστικός Δήμητρα Σκανδάλη έχει δημιουργήσει κάτι ξεχωριστό: έναν χώρο φιλοξενίας καλλιτεχνών απ’ όλο τον κόσμο, που όχι μόνο παρουσιάζει έργα, αλλά γεννάει και ιδέες, συζητήσεις, επαφές. Κάτι που εκείνη λέει πως θα ήθελε να είχε στα νιάτα της. Η καλλιτεχνική διαδρομή της δεν ήταν εύκολη ούτε αυτονόητη. Μεγαλώνοντας στην Αλυκή, σε εποχές που «ούτε στο σχολείο κάναμε κάτι καλλιτεχνικό», οι δυνατότητες ήταν ελάχιστες και η συγκοινωνία με τη Νάουσα, όπου γίνονταν τα λιγοστά πολιτιστικά δρώμενα, σχεδόν ανύπαρκτη. Στα 27 της, μπήκε τελικά στην Καλών Τεχνών και συνέχισε τις σπουδές της στην Αμερική και πέρασε εκεί εννέα χρόνια, πρώτα στο Σαν Φρανσίσκο και μετά στο Λος Άντζελες, όπου βρήκε αποδοχή, υποστήριξη, ευκαιρίες, μια πραγματική κοινότητα. Εκεί όμως γεννήθηκε και η ιδέα του residency, ενός καλλιτεχνικού ξενώνα που θα μπορούσε να στηθεί στο πατρικό της στην Πάρο. Ο χώρος λειτουργεί πλέον από τον Απρίλιο μέχρι τον Νοέμβριο, υποδεχόμενος δημιουργούς από όλο τον κόσμο, οι οποίοι μένουν για 25 μέρες, δημιουργούν και, πριν φύγουν, ανοίγουν τα στούντιό τους. «Δεν θέλω απλώς εκθέσεις, αλλά open studios. Να βλέπει ο κόσμος τη διαδικασία, να μιλάει με τους καλλιτέχνες, να καταλαβαίνει ότι η τέχνη δεν είναι έτοιμο προϊόν». Η φύση της Πάρου είναι πάντα παρούσα στα έργα της: φύκια, ξύλα από ψαροκάικα, λουλούδια, ήχοι, παραδοσιακά μοτίβα. Η ίδια επανεκτίμησε την ελληνική παράδοση μακριά της, στην Αμερική, και σήμερα την ενσωματώνει σε έργα με σύγχρονη ματιά. «Αν ήμουν στην Ελλάδα, ίσως να μην ασχολιόμουν ποτέ με πλέξιμο ή κεντήματα. Αλλά η απόσταση μου άνοιξε αυτόν τον δρόμο». Τον χειμώνα το στούντιό της είναι ήσυχο, οι φίλοι γίνονται οικογένεια. «Συνεχίζουμε τα μπάνια, τους περιπάτους, τις κουβέντες. Το νησί προσφέρει ό,τι χρειάζεσαι για να δημιουργήσεις – αρκεί να σταματήσεις για λίγο και να το ακούσεις».

«Οπως έκαναν η μάνα μου και η γιαγιά μου»

Μαριγούλα Ανουσάκη-Φυσιλάνη, υφάντρα

Πώς είναι να ζεις μόνιμα στην Πάρο-3

Στην καρδιά ενός από τα παλιότερα σπίτια της Μάρπησσας, σε ένα καπετανόσπιτο του 16ου αιώνα που μετράει πάνω από είκοσι γενιές, η Μαριγούλα Ανουσάκη-Φυσιλάνη κρατάει ζωντανή μια τέχνη παμπάλαια. «Ο αργαλειός μας είναι 200 ετών», λέει. «Πέρασε από τη γιαγιά στην προγιαγιά, στη μητέρα μου και τώρα σ’ εμένα». Η Μαριγούλα δεν χρειάστηκε μαθήματα. Έβλεπε τις γυναίκες της οικογένειας να υφαίνουν – πρώτα τη γιαγιά, που στα τελευταία της χρόνια έπλεκε δίχτυα για ψαράδες, και έπειτα τη μητέρα της, που έφτιαχνε κουβέρτες, τραπεζομάντιλα και χράμια. Σήμερα, η ίδια δουλεύει πιο απλά – δημιουργεί πατάκια, τσάντες, σελιδοδείκτες και μικρά μπρελόκ. Όλα φτιαγμένα με βαμβάκι, μαλλί, μακό ύφασμα, ακόμη και λίγο βελούδο. Δεν είναι «για τη βιτρίνα». Είναι αντικείμενα χρηστικά, καθημερινά, φτιαγμένα με μεράκι και υπομονή. Το σπίτι της είναι ζωντανό, αλλά δεν είναι μουσείο, όπως διευκρινίζει, είναι κατοικία γεμάτη ιστορίες, φωτογραφίες, μνήμες και καλοσύνη. Οι επισκέπτες έρχονται για να δουν τον αργαλειό, αλλά φεύγουν με περισσότερα: ακούν την ιστορία του σπιτιού, μαθαίνουν για τις γενιές που έζησαν μέσα του και γεύονται τοπικά γλυκά του κουταλιού – βερίκοκο, πορτοκάλι, άγριο σύκο και κίτρο από τη Νάξο. «Όπως έκανε η μάνα μου και η γιαγιά μου», λέει, «ό,τι φρούτο είχε ο μήνας γινόταν γλυκό και κερνιόταν με παγωμένο νερό και καφέ». Η Μαριγούλα δεν σκέφτηκε ποτέ να φύγει από την Πάρο. «Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, εδώ είναι οι ρίζες μου. Δεν θέλω κάτι άλλο», σημειώνει. Της αρέσει να μιλάει για τα εγγόνια της. Από τα πέντε, τα τρία είναι κορίτσια. Η μία, όπως τονίζει, «την υφαντική τέχνη την έχει μέσα της. Κόβει υφάσματα, μαθαίνει, παρατηρεί». Η συνέχεια υπάρχει.

«Εχω όραση, έχω οσμή, έχω τα πάντα»

Μανώλης Φωκιανός, λιθοξόος

Πώς είναι να ζεις μόνιμα στην Πάρο-4

Σε μια αυλή της Πάρου, ανάμεσα σε μαρμαρόσκονη και εργαλεία, ο Μανώλης Φωκιανός συνεχίζει μια διαδρομή που ξεκίνησε σχεδόν τυχαία – ή, όπως λέει ο ίδιος, «από το ψεγάδι που είχα μέσα μου και δεν το ’χα καταλάβει». Ξεκίνησε κουβαλώντας οικοδομικά υλικά για τον πατέρα του κι εκεί, στα βουνά και στα χωράφια, παρατηρούσε τις πέτρες. Όχι σαν εργάτης, αλλά σαν καλλιτέχνης που ακόμη δεν γνώριζε ότι είναι καλλιτέχνης. Η Πάρος τον διαμόρφωσε, τον δίδαξε, τον ενέπνευσε. Κάθε βράχος, κάθε πέτρα στο νησί τού μιλούσε – και του ζητούσε να αφαιρέσει, να αποκαλύψει. «Δεν κάνω πρόσωπα, δεν είμαι γλύπτης. Είμαι λιθοξόος. Τιμώ την πέτρα, δεν την εξουσιάζω», λέει με περηφάνια. Το λευκό μάρμαρο της Πάρου κουβαλά αρχαία ιστορία και ο ίδιος το αντιμετωπίζει με σχεδόν ιερό σεβασμό: «Δεν παίρνω ούτε πετραδάκι από τα αρχαία λατομεία. Είναι η καρδιά του νησιού», σχολιάζει. Τα έργα του έχουν ταξιδέψει σε σπίτια στην Αγγλία, την Ελβετία, την Αμερική, όμως εκείνος παραμένει εδώ, ανάμεσα σε κυκλαδικές σιλουέτες και στο παριανό φως που αλλάζει την πέτρα ανάλογα με την ώρα. «Δεν μπορώ να φύγω από το νησί. Τον χειμώνα αναπνέω. Έχω όραση, έχω οσμή, έχω τα πάντα. Τότε δημιουργώ». Οι μορφές του γεννιούνται από την τρέλα, τη φαντασία, την αγάπη για τη φύση – και τη γυναίκα του, όπως λέει γελώντας. Κρατάει εικόνες στο μυαλό από τα βράχια της Τήνου, από τις ακτές της Αλυκής, από τις Κολυμπήθρες. Και όταν βρει την κατάλληλη πέτρα, αρχίζει: με τροχό, με καλέμι, με υπομονή. Από τα χέρια του έχει βγει ένα μεγάλο μαρμάρινο γλυπτό, που αντλεί έμπνευση από τα ειδώλια της αρχαιότητας, με το οποίο πρόσφερε την τέχνη του στο νησί της Αντιπάρου, ενώ το κόστος των υλικών κάλυψε η οικογένεια Στασινόπουλου. 

«Περίμεναν να βάλω τραγιάσκα και να το παίζω διανοούμενος»

Νικόλας Βεντουρής, συγγραφέας

Πώς είναι να ζεις μόνιμα στην Πάρο-5

Για τον Παριανό συγγραφέα Νικόλα Βεντουρή, το νησί έχει και τις σκιερές πλευρές του. «Από παιδί διάβαζα ασταμάτητα: Καζαντζάκη, Λουντέμη, Καραγάτση… Αργότερα, όταν άνοιξε το πρώτο βιβλιοπωλείο στη Νάουσα, άρχισα να διαβάζω και αστυνομική λογοτεχνία: Άγκαθα Κρίστι, Σιμενόν, Μαρή… Είχα ενθουσιαστεί με τους γρίφους, τις ανατροπές, το αινιγματικό τέλος». Έτσι, στην ηλικία των 33 ετών, αγόρασε ένα τετράδιο σπιράλ και άρχισε να γράφει με μολύβι. Σε λιγότερο από έναν μήνα, είχε ολοκληρώσει το πρώτο του μυθιστόρημα, Στη σκιά του ψηλού βράχου (εκδ. Εντύποις). Από τότε ακολούθησαν και άλλα έργα, με πιο χαρακτηριστικό το Ψαροκόκκαλο (εκδ. Υδροπλάνο), ένα μυθιστόρημα που θίγει υπαρκτά προβλήματα του νησιού μέσα από τη φόρμα του αστυνομικού: ναρκωτικά, παράνομη αλιεία, τραπεζοκαθίσματα, ανεμογεννήτριες. «Θέλω ο αναγνώστης να σκέφτεται: Ναι, αυτό θα μπορούσε να έχει συμβεί στην Πάρο», επισημαίνει. Γράφει για το νησί του με τρυφερότητα, αλλά και με την ειλικρίνεια κάποιου που δεν φοβάται να θίξει όσα τον προβληματίζουν. Και παρόλο που η Πάρος δεν φημίζεται για εγκληματικότητα, προσφέρει απλόχερα έμπνευση. «Η θάλασσα, το φως, οι άνθρωποι, οι εποχές… Κάθε μέρα κοιτάζω τη θάλασσα και κάθε φορά είναι αλλιώτικη. Από εκεί ξεκινούν όλα». Οι φίλοι του, στην αρχή, τον αντιμετώπισαν με ελαφρά καχυποψία. «Περίμεναν να βάλω τραγιάσκα και να το παίζω διανοούμενος», λέει γελώντας. Αλλά σήμερα, ύστερα από τέσσερα βιβλία, όλοι ξέρουν ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα – μόνο που όταν περπατά στους δρόμους της Νάουσας, όλο και κάποιος του ζητάει να γράψει και για τις λακκούβες στους δρόμους ή για το αεροδρόμιο… 

«Ζούμε τη μουσική πιο αληθινά»

Αντώνης Μπαρμπαρίγος, Κίμωνας Ξύγκης, μουσικοί 

Πώς είναι να ζεις μόνιμα στην Πάρο-6

Σε μια γωνιά της Νάουσας ανάμεσα στις ασβεστωμένες αυλές, οι νύχτες γεμίζουν με ήχους από λαούτο και κανονάκι, καθώς δύο νέοι Παριανοί μουσικοί ζουν και δημιουργούν, αντλώντας καθημερινά έμπνευση από το νησί τους. Ο Αντώνης Μπαρμπαρίγος και ο Κίμωνας Ξύγκης έχουν επιλέξει να μένουν στην Πάρο, μπλέκοντας μουσικά μονοπάτια ανάμεσα στα καλοκαιρινά πανηγύρια και στους ήσυχους χειμώνες του νησιού. «Η στροφή των νέων προς το πανηγύρι είναι θετική», λέει ο Αντώνης, «γιατί μέσα από αυτή τη μαζικότητα κάποιοι θα αγαπήσουν αληθινά αυτό το στοιχείο της παράδοσης». Ο Κίμωνας συμφωνεί, προσθέτοντας ωστόσο πως, «αν δεν παιδευτείς να βρεις κάτι και σου το δώσουν έτοιμο επειδή είναι της μόδας, ίσως δεν το εκτιμήσεις πραγματικά». Η Πάρος, με τα πολλά πανηγύρια της, θρησκευτικά ή συλλογικά, κρατάει ζωντανό έναν παλμό που ενώνει γενιές. Τα καλοκαίρια είναι γεμάτα ήχους και κόσμο, ενώ τον χειμώνα τα γλέντια λιγοστεύουν, αλλά γίνονται πιο αυθεντικά. «Τότε μένουν οι δικοί σου άνθρωποι, οι πιο δεμένοι, και ζούμε τη μουσική πιο αληθινά», εξηγεί ο Κίμωνας. Οι δύο μουσικοί προέρχονται από διαφορετικές διαδρομές. Ο Αντώνης σπούδασε θαλάσσια βιολογία, αλλά η μουσική ήταν πάντα στη ζωή του. «Το λαούτο με κέρδισε βιωματικά. Το έπιασα, το ένιωσα δικό μου, και από τότε δεν το άφησα», λέει. Δεν θεωρεί τον εαυτό του επαγγελματία, παρόλο που έχει ταξιδέψει μέχρι και τη Γαλλία για να παίξει σε εκδηλώσεις παριανής παράδοσης. Ο Κίμωνας ακολούθησε σπουδές στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής στην Άρτα, όπου ανακάλυψε το κανονάκι. «Δεν ήξερα καν τι είναι όταν πήγα. Με καθήλωσε. Με οδήγησε σε άλλες μουσικές, από τη Μεσόγειο και πέρα». Για εκείνον, η επιλογή να επιστρέψει και να παραμείνει στην Πάρο ήταν συναισθηματική. «Ήθελα να χτίσω κάτι εδώ, να ζω στο νησί και να παίρνω απ’ αυτό, αλλά και να δίνω». Οι δυο τους δεν είναι μόνο ερμηνευτές, αλλά και δημιουργοί – έχουν ήδη γράψει το πρώτο τους τραγούδι, Με βάρκα το όνειρό μου, ένα νησιώτικο γραμμένο με αγάπη και συνέπεια στην παράδοση.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT