«Βάζαμε τη λαμαρίνα και έβγαινε κατσαρόλα»

Μια έκθεση στο νησί αποκαλύπτει ξεχασμένες ιστορίες από το Εργοστάσιο Εμαγιέ Κέας, που επί τριάντα χρόνια προμήθευε με οικιακά προϊόντα όλη τη χώρα και με κράνη τον ελληνικό στρατό που πολεμούσε στην Αλβανία

10' 21" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Φτάνοντας με το πλοίο της γραμμής στην Κορησσία της Κέας (Τζιας), λίγοι από τους επιβάτες διακρίνουν στα περίπου 600 μέτρα από το λιμάνι μια τσιμινιέρα 
ύψους 45 μέτρων που στέκει αγέρωχη πλην ανενεργή· ακόμη λιγότεροι αναγνωρίζουν σε αυτήν τα υπολείμματα μιας σπουδαίας ελληνικής βιομηχανίας του Μεσοπολέμου. 

«Βάζαμε τη λαμαρίνα και έβγαινε κατσαρόλα»-1

Πιθανότατα δεν έχετε ποτέ ακούσει την επωνυμία «Εργοστάσιο Εμαγιέ Κέας», καθώς η λειτουργία του σταμάτησε το 1957· είναι, ωστόσο, πολύ πιθανό να έχετε φάει από κατσαρόλες και να έχετε πιει νερό ή κρασί από κανάτες που δημιούργησαν με περίσσιο κέφι και μεράκι οι Τζιώτες εργάτες τον περασμένο αιώνα. Η τριακονταετής πορεία της βιομηχανίας (1927-1957) άφησε ανεξίτηλο σημάδι στην τοπική κοινωνία, όπως αποκαλύπτεται στην έκθεση Το Εργοστάσιο Εμαγιέ της Κέας – Ιστορία, μνήμες, αντικείμενα και στις παράλληλες δράσεις που πραγματοποιούνται στην Κορησσία από τον Δήμο Κέας μέχρι το τέλος του μήνα. «Έχουμε πλούσια τοπική ιστορία και έχουμε αποφασίσει από το 2019 να αναδεικνύουμε κάθε χρόνο και μία διαφορετική πτυχή της», εξηγεί η δήμαρχος του νησιού, Ειρήνη Βελισσαροπούλου. «Τα προηγούμενα καλοκαίρια παρουσιάσαμε τα ναυάγια, τα αρχαιολογικά ευρήματα και τις πέτρινες κατοικίες της Τζιας». Η έκθεση με τα κειμήλια στεγάζεται στο πνευματικό κέντρο «Στυλιανός Ρέστης», ενώ στον χώρο του παλαιού εργοστασίου, το οποίο σήμερα ανήκει σε ιδιώτη που δεν σχετίζεται με τα έργα και τις ημέρες του Εμαγιέ, έγιναν ξεναγήσεις, παιδικά εργαστήρια και στεγάστηκε υπαίθρια έκθεση. 

«Βάζαμε τη λαμαρίνα και έβγαινε κατσαρόλα»-2
Οι γυναίκες έδωσαν εξαρχής το «παρών», αναλαμβάνοντας πόστα που δεν απαιτούσαν μυϊκή δύναμη, όπως το αμπαλάζ και η προώθηση των νέων προϊόντων, τα οποία ως επί το πλείστον αφορούσαν το νοικοκυριό. Η ιστορική φωτογραφία συνδυάζεται με τα εμαγιέ σκεύη στην έκθεση Το Εργοστάσιο Εμαγιέ της Κέας. 

Η επιχείρηση ιδρύθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και εγκαινιάστηκε από τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αξιοποιώντας την υπερπροσφορά εργατικών χεριών και την ευνοϊκή νομοθεσία για την προώθηση της βιομηχανίας. Συντέλεσε στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων της, οι οποίοι απέκτησαν συν τω χρόνω ταξική συνείδηση και συνδικαλιστική δράση. Άλλαξε τρεις ιδιοκτήτες, όμως δεν γλίτωσε από τη χρεοκοπία, η οποία εξώθησε στη μετανάστευση μεγάλο μέρος των κατοίκων του νησιού, οι οποίοι τότε έφταναν τις 6.500.

Στο μεροκαματο τραγουδωντας

«Εφέτος το καλοκαίρι επραγματοποιήθη η εκδρομή της Ενώσεως Υπαλλήλων Εργοστασίου Εμαγέ Κέας εις Κάρυστον. Μετέσχον τα μέλη του Συλλόγου μετά των Οικογενειών των. Το σύνολο των εκδρομέων ανήλθε εις τους 50. […] Η ωραία πόλις της Καρύστου, οι φιλόξενοι κάτοικοι, η θαυμάσια διαδρομή με το ατμόπλοιον Αγία Βαρβάρα εδημιούργησαν ένα υπέροχο κέφι, μιαν οικογενειακή ατμόσφαιραν μεταξύ των εκδρομέων, ώστε δικαιολογημένα συναπεκόμισαν τας αρίστας των εντυπώσεων κατά την επιστροφή των την Κυριακή το βράδυ». Η παραπάνω ανταπόκριση (από το αρχείο του περιοδικού Το νησάκι μας, η Κέα) γράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 1952. Έχουν περάσει πάνω από 70 χρόνια από αυτή τη στιγμή ανεμελιάς.

«Βάζαμε τη λαμαρίνα και έβγαινε κατσαρόλα»-3
Αυτοκίνητο της εταιρείας στην πιάτσα της Κορησσίας, τη δεκαετία του 1950.

«Η μπουρού χτυπούσε στις 07.45 και στις 08.00 πιάναμε δουλειά, μπαίναμε μέσα με χαρά και με τραγούδια για να πιάσουμε δουλειά», έχει αφηγηθεί στο ντοκιμαντέρ που ετοιμάζει ο Δήμος Κέας (θα είναι διαθέσιμο στο κοινό τους επόμενους μήνες) ο Γιάννης Ευγενικός, πρώην εργαζόμενος της εταιρείας και πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων Εργοστασίου Εμαγιέ, που απεβίωσε σε ηλικία 100 ετών τον περασμένο Μάιο.

«Βάζαμε τη λαμαρίνα και έβγαινε κατσαρόλα»-4
Η μεταφορά των μηχανημάτων από την Αυστρία έως την Κέα υπήρξε περιπετειώδης, λόγω του μεγάλου βάρους τους. Όταν τελικά έφτασαν στο νησί, χρειάστηκε να συρθούν 600 μ. μέχρι τον χώρο του υπό ανέγερση εργοστασίου. 

«Ήμασταν πιτσιρικάδες και πειράζαμε συνεχώς ο ένας τον άλλο· από 8 χρόνων έλεγα ότι θέλω να δουλέψω σε μηχανουργείο, η χαρά μου ήταν απερίγραπτη όταν με πήραν στη δουλειά στα 14», ανέφερε ο Γ. Ευγενικός, που άρχισε ως μαθητευόμενος και συνέχισε ως πρεσαδόρος. «Βάζαμε τη λαμαρίνα και έβγαινε κατσαρόλα», έλεγε με καμάρι. «Για τους ανθρώπους της εποχής αποτελούσε μεγάλη τύχη το να ενταχθούν στο δυναμικό του εργοστασίου, καθώς η άλλη επαγγελματική εναλλακτική ήταν η δουλειά στο χωράφι, η οποία ήταν πολύ απαιτητική», σχολιάζει η επιμελήτρια της έκθεσης, αρχιτέκτονας Άννα Ψύλλα.

«Βάζαμε τη λαμαρίνα και έβγαινε κατσαρόλα»-5
Σχέδια για την κατασκευή του κράνους για τους Έλληνες στρατιώτες.

«Το Εμαγιέ δραστηριοποιήθηκε σε ένα νησί των Κυκλάδων που ήταν μεν κοντά στην Αθήνα, αλλά δεν είχε έως τότε βιομηχανική δραστηριότητα, παρήγε κάτι που μέχρι τότε εισήγαμε στην Ελλάδα», εξηγεί ο δρ Γιάννης Στογιαννίδης, αναπλ. καθηγητής στο Τμήμα Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας και Συστημάτων Πληροφόρησης, ειδικός στη βιομηχανική αρχαιολογία. «Το Εμαγιέ κατασκεύαζε μια ποικιλία ειδών καθημερινής ανάγκης που είχαν τότε ζήτηση στην αγορά, με μια πρώτη ύλη αρκετά υγιεινή που καθαριζόταν εύκολα, διότι, ας μην ξεχνάμε, τα μέσα καθαρισμού ήταν την εποχή εκείνη περιορισμένα». 

«Βάζαμε τη λαμαρίνα και έβγαινε κατσαρόλα»-6
Σώμα μετοχής με το όνομα του Αθανασίου Κώστα. 

«Στο εργοστάσιο προσελήφθησαν Τζιώτες αλλά και πολλοί Μικρασιάτες πρόσφυγες. Σε πόστα που δεν απαιτούσαν μυϊκή δύναμη απασχολήθηκαν και γυναίκες, όπως φαίνεται και σε διαφημιστικά πόστερ της εποχής», προσθέτει η κ. Ψύλλα. Μάλιστα, ως σχεδιάστρια των μοτίβων κατά τη δεύτερη περίοδο λειτουργίας του εργοστασίου προσλαμβάνεται η Μαρία Βλάδου, η οποία ζούσε στο νησί και είχε σπουδάσει ζωγραφική δι’ αλληλογραφίας. Η θητεία όλων στο εργοστάσιο αποδείχθηκε πολύτιμη, καθώς απέκτησαν τεχνογνωσία σε ένα άγνωστο στη χώρα μας αντικείμενο, αφού το εργοστάσιο Εμαγιέ ήταν το μοναδικό στην Ελλάδα και σε ολόκληρα τα Βαλκάνια. «Ο πατέρας μου εργαζόταν ως τεχνίτης σμάλτου. Μαζί με τους συναδέλφους του έκανε τα διακοσμητικά πάνω στα σκεύη, είχαν δηλαδή φτιάξει στάμπες με αστακούς, λουλούδια, θάλασσα», περιγράφει ο Γιάννης Ράλλης. «Όταν το εργοστάσιο έκλεισε, πολλές οικογένειες έφυγαν από το νησί, όπως και εγώ, αφού ελλείψει μαθητών έπαψε το Γυμνάσιο», θυμάται ο κ. Ράλλης, ο οποίος σήμερα ζει μόνιμα στην Τζια. 

Για το «καλό του τόπου»

«Βάζαμε τη λαμαρίνα και έβγαινε κατσαρόλα»-7
Στη φωτογραφία βλέπουμε την πρέσα του μηχανουργείου. 

Όλα αρχίζουν από την επιθυμία ενός Τζιώτη του εξωτερικού να «δώσει ζωή στον τόπο του». Οι πρώτοι που ευεργετούνται από τον Ιωάννη Γλεούδη-Πατέστα είναι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, που έχουν εγκατασταθεί στο νησί αναζητώντας εργασία. «Τους παραχώρησε χωράφια για καπνά, καθώς ήταν μια καλλιέργεια που γνώριζαν καλά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους», σημειώνει ο Στέφανος Λέπουρας, αντιπρόεδρος του Συλλόγου Φίλων Εργοστασίου Εμαγιέ Κέας και πρώην δήμαρχος του νησιού. Ωστόσο, σταδιακά τίθενται περιορισμοί στην καλλιέργεια καπνού στις Κυκλάδες και ο Γλεούδης αναζητά εναλλακτικές. «Μέσω των καπνών είχε γίνει η πρώτη γνωριμία με τους αδελφούς Παπαδάτους, Έλληνες εκ Ρωσίας, που έδειχναν να έχουν μεγάλη οικονομική επιφάνεια», διηγείται σήμερα ο εγγονός του Γλεούδη, Γιάννης Σοφιανόπουλος.

Η εργασία στο εργοστάσιο αποδείχθηκε πολύτιμη, καθώς απέκτησαν τεχνογνωσία σε ένα άγνωστο στη χώρα μας αντικείμενο – το εργοστάσιο Εμαγιέ ήταν το μοναδικό στην Ελλάδα και σε ολόκληρα τα Βαλκάνια.

Εκείνοι ρίχνουν αρχικά την ιδέα στον Τζιώτη επιχειρηματία για τη δημιουργία μιας βιοτεχνίας ταγιαρίσματος κρυστάλλων, «η οποία θα απασχολούσε, όμως, λίγα άτομα, εξ ου και ο παππούς μου την απέρριψε ως πρόταση». Εν συνεχεία, μαθαίνει ότι εκποιούνται τα μηχανήματα της Titania-Werke, ενός εργοστασίου εμαγιέ στη Αυστρία, που έκλεινε. «Αποφάσισα να δώσω ζωή στον τόπο μου», είχε πει ο Γλεούδης. Το οικόπεδο 21 στρεμμάτων, όπου θα χτιστεί το εργοστάσιο, είναι το «περιβόλι του», όπου πριν στεγάζονταν τέσσερις αποθήκες και φυλάσσονταν τα τζιώτικα προϊόντα προτού φύγουν για Πειραιά. Τα μηχανήματα αγοράζονται, ζυγίζουν, όμως, 18 τόνους και η μεταφορά τους εξελίσσεται σε άθλο: έρχονται με μια μαούνα που σέρνει ένα καΐκι, το οποίο λόγω φουσκοθαλασσιάς στη Μακρόνησο μένει για μέρες αγκυροβολημένο στον κόλπο του Σουνίου. Θα χρειαστούν, εν συνεχεία, περί τις 20 ημέρες για να συρθούν κυριολεκτικά 600 μέτρα από το λιμάνι έως το οικόπεδο. Το εργοστάσιο ξεκινά τον Σεπτέμβριο του 1928 με 250 εργάτες, την επόμενη χρόνια η παραγωγή ανέρχεται σε 150.000 κιλά εμαγιέ σκεύη και η μέση ημερήσια απόδοση σε 6.000 κιλά. Ωστόσο, η διεθνής οικονομική κρίση του 1929 δείχνει τα «δόντια» της και ο Γλεούδης, που έχει ρισκάρει τόσο πολλά σε αυτό το εγχείρημα, αποχωρεί.

Το δεύτερο καλύτερο κράνος, made in Κέα

«Βάζαμε τη λαμαρίνα και έβγαινε κατσαρόλα»-8
Αξιομνημόνευτη είναι η ιδιαίτερη αισθητική των σκευών εμαγιέ, την οποία αναλάμβανε ειδικό τμήμα του εργοστασίου. 

Οι μηχανές σταματούν για έναν χρόνο, μέχρι που το 1933 το εργοστάσιο περνάει στην κυριότητα του Αθανασίου Κώστα, πρώην αλευροβιομηχάνου από την Καλλίπολη. Επί των ημερών του και με τη συμβολή του άξιου επιτελείου του η επιχείρηση θα ζήσει μέρες ακμής: οι παραγόμενοι κωδικοί φτάνουν τους 160, η εταιρεία συμμετέχει στις παγκυκλαδικές εκθέσεις και το εργοστάσιο κερδίζει τον διαγωνισμό του υπουργείου Στρατιωτικών το 1936 και αναλαμβάνει την κατασκευή 250.000 κρανών με την επωνυμία «Κώστας» και ισάριθμων παγουριών για τους στρατιώτες. «Αναρωτιόμασταν για την προέλευση του ελληνικού κράνους, μέχρι που το 2018 ανακαλύψαμε ότι είχαν κατασκευαστεί στην Τζια», αναφέρει ο Ανδρέας Μάρκου, ερευνητής και πρόεδρος της Ομάδας Αναβίωσης του Έπους του ’40. «Διαθέταμε το δεύτερο καλύτερο κράνος, το οποίο προσέφερε αντιβαλλιστική προστασία σε μικρά διαμετρήματα, όταν δηλαδή δέχονται πυροβολισμούς από πιστόλια και όπλα χειρός», περιγράφει. «Με εντυπωσίασαν η απλότητα της ελληνικής μηχανολογίας, τα καλά υλικά [σ.σ. ο χάλυβας του κελύφους είναι σουηδικός], η κατεργασία με θερμική σκλήρυνση, αλλά προπαντός το ότι η προδιαγραφή δεν ήταν μόνο στα χαρτιά· όπως μας εξήγησαν οι πάλαι ποτέ εργαζόμενοι, ανά παρτίδα δοκίμαζαν τα κράνη, πυροβολούσαν πάνω τους». 

«Βάζαμε τη λαμαρίνα και έβγαινε κατσαρόλα»-9
Πιάτα με λουλούδια, αστακούς κ.ά. κοσμούν ακόμα πολλά τζιώτικα νοικοκυριά.

Το διάστημα 1935-42 το εργοστάσιο δουλεύει σε τρεις βάρδιες, η εταιρεία πειραματίζεται με νέες συσκευές (κουζίνες, ψυγεία, θερμοσίφωνες) και την ανάπτυξη νέων δικτύων διανομής. Θα ακολουθήσουν η διακοπή των εργασιών λόγω Κατοχής και οι άγονες προσπάθειες για ανασυγκρότηση εν μέσω δραματικής πτώσης της ζήτησης των εμαγιέ αντικειμένων και αλλαγών στους δασμούς. Οι εργαζόμενοι που έχουν δημιουργήσει από χρόνια συνδικάτο, θα πραγματοποιήσουν συλλαλητήρια, αλλά εις μάτην. Οι τίτλοι τέλους πέφτουν τον Ιούλιο του 1957. «Ο διακεκριμένος Κείος μεγαλοεπιχειρηματίας κ. Στυλ. Ρέστης […] έρχεται και πάλιν να δώση νέαν ώθησιν διά την οικονομική ανάρρωσιν του νησιού που την εστερήθη εδώ και πέντε χρόνια…» σημειώνει εισαγωγικά στο Κυκλαδικό Φως η Λίτσα Ιακώβου-Παπαδοπούλου, που στα τέλη του 1961 κάνει συνέντευξη με τον επιχειρηματία Ρέστη, που φιλοδοξεί να γίνει ο τρίτος ιδιοκτήτης του εργοστασίου. Ο Γιάννης Ευγενικός, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της ρυμούλκησης των μηχανημάτων, είναι παρών –κατά διαβολική σύμπτωση– στο καφενείο όταν φτάνει το τηλεγράφημα που ενημερώνει την ομήγυρη ότι ο Ρέστης «ασθενεί βαρέως». Ο αιφνίδιος θάνατός του το 1962 έθεσε την οριστική ταφόπλακα στο εργοστάσιο Εμαγιέ. 

Οι μνήμες δεν σβήνουν

Πολλοί από τους πρώην εργαζομένους συνέχισαν την ενασχόλησή τους με το εμαγιέ στην Αττική πλέον. «Μια ομάδα πρώην εργατών, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας μου, άνοιξαν τη ΒΙΟΣΜΑΛΤ στη Μάνδρα», εξηγεί ο γιος του εκλιπόντος Γιάννη Ευγενικού, Γιώργος.

Το διάστημα 1935-42 το εργοστάσιο δουλεύει σε τρεις βάρδιες, η εταιρεία πειραματίζεται με νέες συσκευές (κουζίνες, ψυγεία, θερμοσίφωνες) και την ανάπτυξη νέων δικτύων διανομής. 

«Στην Αθήνα συνέχισε την ίδια τέχνη, εν πολλοίς πλάι σε συμπατριώτες και φίλους του, με μοναδικό παράπονο ότι δεν μπορούσαν να κάνουν την ίδια δουλειά στο νησί τους», ομολογεί σήμερα ο κ. Ευγενικός. Ο έμπειρος πρεσάς θέλησε πολλές φορές να παλιννοστήσει, αλλά δεν βρήκε ποτέ εύφορο έδαφος. «Το σπίτι μας στην Κέα είναι στο τέλος μιας ανηφόρας και ο πατέρας μου είχε τοποθετήσει μια καρέκλα για να ξαποσταίνουν οι περαστικοί· πολλές φορές αυτή η ανάπαυλα εξελισσόταν σε βεγγέρα ωρών, στις οποίες έμαθα πολλά για το νησί και για το εργοστάσιο· εκεί γεννήθηκε η ιδέα για τη δημιουργία του Συλλόγου Φίλων Μουσείου Εμαγιέ, αλλά και η επιθυμία για την εξεύρεση κειμηλίων από την εποχή εκείνη». Ως συνταξιούχος ο πατέρας του διαπίστωσε ότι μέρος του εξοπλισμού από το Εμαγιέ της Κέας πουλούσαν πολλοί παλιατζήδες. «Άρχισε να το αγοράζει, ενώ παράλληλα αναζητούσε τις παλιές πρέσες, ρωτώντας τους πάντες στη βιομηχανική ζώνη», θυμάται ο γιος του. «Κατόρθωσε να διασώσει έγγραφα από 200 μηχανολογικά σχέδια, μια μεγάλη συλλογή από καλούπια, περίπου το 10% των μηχανημάτων του εργοστασίου». Για τη διασφάλιση αυτών των αντικειμένων συνεισέφεραν οικονομικά πολλοί Τζιώτες, ενώ ο δήμος παραχώρησε έναν χώρο όπου στεγάστηκαν τα αντικείμενα… Παράλληλα και ο Τζιώτης συλλέκτης και εκδότης του οίκου Βουρκαριανή, Νίκος Δαλαρέτος, είχε σώσει από τη βεβήλωση πάρα πολλά αντικείμενα αξίας από τον ίδιο τον τόπο του πρώην εργοστασίου. 

«Βάζαμε τη λαμαρίνα και έβγαινε κατσαρόλα»-10
Στο πλαίσιο της έκθεσης πραγματοποιούνται και εικαστικά εργαστήρια για παιδιά.

«Το βιομηχανικό μουσείο δεν έχει μια ενιαία μορφή, όπως π.χ. ένα αρχαιολογικό», σημειώνει ο δρ Γιάννης Στογιαννίδης. Στην Ευρώπη μετά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, κατά τις οποίες πραγματοποιήθηκε η αποβιομηχάνιση, δημιουργήθηκαν πολλά βιομηχανικά μουσεία, εκ των οποίων αρκετά αντιμετώπισαν εκ των υστέρων προβλήματα βιωσιμότητας είτε λόγω χαμηλής επισκεψιμότητας είτε λόγω δύσκολης πρόσβασης σε αυτά. «Ένα καλό παράδειγμα αξιοποίησης είναι το πάλαι ποτέ εργοστάσιο γκαζιού, που παράλληλα λειτουργεί ως  χώρος συναυλιών και σύγχρονων εμπορικών και καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων, οπότε επιτρέπει στον φορέα να έχει κάποια έσοδα ώστε να συντηρεί τον χώρο και να είναι τελικά βιώσιμος», παρατηρεί ο ίδιος. Ως προς το ίδιο το κτίριο, στο οποίο δεν έχει γίνει καμία παρέμβαση εδώ και δεκαετίες με συνέπεια να είναι υπό κατάρρευσιν, ο ιδιοκτήτης του, Γιάννης Βαμβακούρης, δηλώνει στην κάμερα του ντοκιμαντέρ ότι σχεδιάζει μακροπρόθεσμα να το διαμορφώσει ως ξενοδοχείο, εξασφαλίζοντας έναν μεγάλο χώρο για τη δημιουργία μουσείου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT