«Είσαι καλά; Πηγαίνεις στο Θησείον με τους τουρίστες;». Πρώτη Δευτέρα του Αυγούστου –μάλλον άκυρη μέρα για να πάει κανείς σινεμά, τουλάχιστον εργαζόμενος– ανηφορίζω την Αποστόλου Παύλου από τον σταθμό του Ηλεκτρικού και η μεταμφιεσμένη σε απορία καταφρόνια της συναδέλφου με την οποία μιλάω στο τηλέφωνο, μου τριβελίζει τον εγκέφαλο. Απ’ όταν, γύρω στα δεκαπέντε χρόνια πριν, το σινέ Θησείον μπήκε στις λίστες απάντων των ξένων σάιτ, περιοδικών, εφημερίδων και ταξιδιωτικών οδηγών, με τα πράγματα που πρέπει οπωσδήποτε να «ζήσει» όποιος επισκέπτεται την Αθήνα, το status του σινεφίλ στεκιού υπέπεσε στα μάτια των ντόπιων cognoscenti από αυτό της σταθερής, καλτ αξίας σε εκείνο της τουριστικής ατραξιόν.


Τα μαγαζιά που προσπερνάω στη διαδρομή μου είναι μισογεμάτα, ο πεζόδρομος τίγκα στους ηλιοκαμένους περιπατητές, στην ουρά που διακρίνω καθώς πλησιάζω στον θερινό κινηματογράφο μετράω δεκαέξι άτομα. Στέκομαι στο τέλος της και ακούω κάποιον να φωνάζει το όνομά μου. Είναι μια παλιά μου συσπουδάστρια από το Γαλλικό Ινστιτούτο, με μια φίλη της – καλός οιωνός. Κόβουμε μαζί εισιτήριο για το Πώς να κλέψετε ένα εκατομμύριο δολάρια με την Όντρεϊ Χέπμπορν και τον Πίτερ Ο’ Τουλ, περνάμε στην αυλή με τις κόκκινες καρέκλες και τα πράσινα μαξιλάρια, στη συνέχεια κατευθύνομαι μόνος μου προς μια ακριανή θέση, έχοντας στο αριστερό μου χέρι τις πράσινες φυλλωσιές που καλύπτουν τη μάντρα που βλέπει στον πεζόδρομο.


Η πλατεία είναι μισογεμάτη. Παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου. Δεν βλέπω τουρίστες. Εντάξει, βλέπω. Δεν αποτελούν, όμως, την πλειονότητα. Ούτε μοιάζουν με εκείνους που έλκονται, σαν τις σιδερένιες πρόκες στον μαγνήτη, από τις «εξευγενισμένες» και ολίγον τι φασαίικες «αθηναϊκές εμπειρίες». Θωρώ ζευγάρια, θωρώ παρέες, θωρώ και πολλούς μόνους. Το βλέμμα μου καρφώνεται στο φεγγάρι, πάνω από το λευκό πανί του κινηματογράφου. Μου φαίνεται σαν πύρινο βοτσαλωτό κουφέτο – μένουν πέντε μέρες για να γεμίσει στην «Πανσέληνο του οξύρρυγχου». Σηκώνομαι όρθιος και στις μύτες, γυρίζω το βλέμμα μου αριστερά, αποτυπώνω φωτογραφικά στη μνήμη μου τη φωταγωγημένη Ακρόπολη.
Στον αέρα, πιάνω τη δροσιά της Cool Water, του οίκου Davidoff. Αναρωτιέμαι ποιος συνεχίζει να φοράει στις μέρες μας αυτή την κολόνια, την τόσο δημοφιλή στα τέλη των ’80s και στις αρχές των ’90s. Από λίγες θέσεις μακριά φτάνει η μυρωδιά του ζεστού ποπ κορν και της βύνης. Ακούω ήχους από τζιτζίκια και αλουμινένια κουτάκια αναψυκτικών που ανοίγουν. Η ταινία ξεκινάει. Μπροστά στα μάτια μου αποκαλύπτεται το Παρίσι και το σινεμά μιας άλλης εποχής. Η Χέπμπορν φοράει μαύρα καλσόν και σύνολα του Ιμπέρ ντε Ζιβανσί, καπνίζει με στιλ στο μπαρ του Ritz της πλας Βαντόμ. Η πλοκή ξεδιπλώνεται, το σκοτάδι πυκνώνει. Στο διάλειμμα, αναρωτιέμαι γιατί δεν περνάω σε αυτή τη μαγική αυλή όλα τα αυγουστιάτικα βράδια μου.


Οι τίτλοι του τέλους πέφτουν. Αισθάνομαι ανακούφιση που η βραδιά μου δεν είχε κάτι το τουριστικό, κάτι το «φασαίικα εξευγενισμένο». Πιο πολύ έφερνε στην εμπειρία του θερινού σινεμά «α λα παλαιά», εκείνου που έβλεπα ως φοιτητής στα zeroes από το μπαλκόνι μιας φίλης μου που έμενε στα Εξάρχεια και είχε «πιάτο» το πανί του Βοξ, εκείνου που λάτρεψα στο χαμένο ανάμεσα στις πολυκατοικίες σινέ Όασις, στη γειτονιά όπου μεγάλωσα, στο Παγκράτι. Έξω από το σινέ Θησείον, νεαρόκοσμος έχει σχηματίσει ουρά για την προβολή των 23.00. Κατευθύνομαι πεζή προς το Σύνταγμα, για να αποφορτιστώ.

*Ο θερινός κινηματογράφος Θησείον ξεκίνησε να λειτουργεί το 1935
και το 1980 πέρασε στην οικογένεια Μανιάκη. Από Δευτέρα έως Τετάρτη το εισιτήριο για τις προβολές του κοστίζει 7 ευρώ, ενώ από Πέμπτη έως Κυριακή 9 ευρώ. Δεν γίνεται προκράτηση θέσεων ή εισιτηρίων. Cine-thisio.gr


