Στο συλλογικό ασυνείδητο, το σινεμά, ο Αύγουστος και ο Ρένος Χαραλαμπίδης είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι. Έτσι, σκέφτηκα να τον συναντήσω στο θερινό Άνεσις, εκεί όπου την ερχόμενη εβδομάδα θα προβάλλονται δύο κομβικές ταινίες του: τα Φτηνά τσιγάρα, ο ζωντανός μύθος των θερινών, που μας μεταφέρει νοσταλγικά στην αυγουστιάτικη Αθήνα του ’99, και ο ρομαντικός Νυχτερινός εκφωνητής, η πιο πρόσφατη ταινία της ευαίσθητης φιλμογραφίας του, που επιστρέφει για δεύτερη συνεχή χρονιά στις θερινές οθόνες, έπειτα από λαϊκή απαίτηση!
«Αυτές οι ταινίες συνομιλούν κατά βάθος», λέει ο Ρένος. «Ο Νυχτερινός εκφωνητής είναι η συντριβή του νεανικού ανδρικού ναρκισσισμού που κυριαρχούσε στα Φτηνά τσιγάρα. Νιώθω πως οι ταινίες μου έχουν τα υλικά του θερινού σινεμά: χαλαρή αφήγηση, μουσική, χαρμολύπη και απαλή νοσταλγία. Είναι ταινίες που βλέπεις με μια γλυκιά αίσθηση αναστοχασμού, πίνοντας το ποτό σου κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό, σαν να νοσταλγείς το μέλλον».
Άρχισε να φτιάχνει ταινίες ως ανάγκη έκφρασης, χωρίς σκέψη για φήμη ή καριέρα. Σήμερα, το σινεμά είναι το μέσο με το οποίο τον αναγνωρίζει και τον αγαπά το κοινό.
«Ξεκίνησα κάνοντας ένα τελείως αντιεμπορικό σινεμά, πολύ προσωπικό, με άδειες αίθουσες και κακές κριτικές. Και όμως, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, οι ταινίες μου να αναγνωρίζονται από ένα ενημερωμένο, ακομπλεξάριστο κοινό, με κινηματογραφική ενσυναίσθηση. Ένα κοινό που με ανακάλυψε από το μηδέν και με κατάλαβε σε βάθος. Δεν έκανα ταινίες για τα εισιτήρια, τα φεστιβάλ ή τους κριτικούς. Έκανα ταινίες για το κοινό που θα επιστρέφει ξανά και ξανά. Όχι για το κοινό μιας εποχής που θα το δει και θα το ξεχάσει. Έκανα ταινίες για τη νεότητα. Η νεότητα έχει μια ευγενική αφέλεια που είναι συγκινητική. Πρόσφατα, ένας 19χρονος που ήρθε να δει τον Νυχτερινό εκφωνητή, μου είπε: “Ήρθα για να προλάβω τα λάθη που θα κάνω στο μέλλον”. Παράξενα, θα σου πω πως ο άνθρωπος, από τα πενήντα και μετά, είναι σαν να ξαναρχίζει τη ζωή του. Αναζητά ξανά τη σχέση με τον νεανικό εαυτό του. Ξαναγεννιέται ως μη νέος».
Αγαπά, επισημαίνει, όλες τις βωβές ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν και του αρέσει να επιστρέφει ξανά και ξανά στο Ρόκι με τον Σταλόνε. «Ο Ρόκι μού διδάσκει την έννοια της προσπάθειας», εξηγεί. «Θεωρώ, επίσης, αξεπέραστο το Τρένο της μεγάλης φυγής του Αντρέι Κοντσαλόφσκι και Τα όνειρα του Ακίρα Κουροσάβα. Μου επιτρέπεις μια απαλή, αυγουστιάτικη ματαιοδοξία; Αν κάποτε κάποιος έκανε ταινία τη ζωή μου, θα ήθελα να είναι ο Κουροσάβα!».
Το 2026 κλείνει 30 χρόνια από τα γυρίσματα του No Budget Story, της πρώτης του ταινίας, και για να το γιορτάσει έχει ετοιμάσει ένα επετειακό σίκουελ, για το οποίο δεν θέλει να αποκαλύψει πολλά. Παράλληλα, ετοιμάζεται να πρωταγωνιστήσει στη νέα ταινία του Τώνη Λυκουρέση, Το ξένο αίμα, που αρχίζει γυρίσματα τον χειμώνα στη Ζάκυνθο. «Αυτός ο βετεράνος του ελληνικού σινεμά με τιμά με την εμπιστοσύνη του να παίξω –για πρώτη φορά στην καριέρα μου δραματικό ρόλο!– σε μια ταινία που καταπιάνεται με ένα από τα πιο δύσκολα ανθρώπινα θέματα: τη συγχώρεση».
Πιάνουμε κουβέντα για τον έρωτα, σταθερό μοτίβο στη φιλμογραφία του, για τον οποίο, όπως πάντα, έχει μια στοχαστική θεωρία: «Στον έρωτα συναντιούνται οι παιδικές μας ηλικίες. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα αρχέτυπα και τις κατασκευές που κουβαλάμε από παιδιά. Συναντάμε τον πυρήνα μας, τον χαρακτήρα μας».
Πριν πούμε αντίο, θυμάται μια φράση που έλεγε ο ήρωάς του στα Φτηνά τσιγάρα, περπατώντας στην άδεια Ακαδημίας του Δεκαπενταύγουστου: «Ήθελα να γίνω κάτι που θα ανακάλυπτα εγώ». «Το σκέφτομαι ακόμη», λέει, «και συνειδητοποιώ ότι σήμερα βρίσκομαι στην ηλικία που ο Μάνος Ελευθερίου μού έλεγε πως είναι η ωραιότερη για έναν άντρα: τα 55. Έχω λιγότερα νιάτα, αλλά περισσότερη ελευθερία. Λιγότερη σωματική δύναμη, μα περισσότερη ψυχική. Ξεφορτώθηκα τα περιττά. Ξεσκαρτάρω εύκολα τη σαβούρα για να ανέβει το αερόστατό μου. Και μάλλον, τα κατάφερα: έγινα αυτό που ονειρεύτηκα στα εφηβικά μου χρόνια: ένας ελεύθερος, ξέγνοιαστος δημιουργός του σινεμά».
*Φτηνά τσιγάρα και Νυχτερινός εκφωνητής του Ρένου Χαραλαμπίδη.
11 έως 17 Αυγούστου στο θερινό σινεμά Άνεσις (Λ. Κηφισίας 14).

