Γιώργος Ψωμιάδης
Γιώργος Ρομπόλας
Ιωάννα Φωτιάδη
Διονύσης Μαρίνος
Φόρτωση Text-to-Speech...
Στην Ακρόπολη με 37°C

Κυριακή 20 Ιουλίου, μία μέρα πριν από τον «μεγάλο καύσωνα», δεν καταφέρνω να ξυπνήσω πρωί για να ανεβώ στον Ιερό Βράχο «πριν πιάσει λάβρα». Κατά τις 14.00 ντύνομαι ελαφριά, βάζω ένα τζόκεϊ και ρίχνω σε μια tote ένα 50άρι αντηλιακό κι ένα μπουκάλι παγωμένο νερό. Κατευθύνομαι πεζή μέχρι την «κάτω» είσοδο της Ακρόπολης, από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Στα εκδοτήρια βρίσκω μόνο μία παρέα που συνοδεύεται από γαλλόφωνη ξεναγό κι ένα ζευγάρι. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά έχω ξεκινήσει την ανηφορική διαδρομή προς τον Παρθενώνα. Μοναχικοί επισκέπτες κάθονται στα διάσπαρτα στον αρχαιολογικό χώρο παγκάκια, κάτω από τον ίσκιο των ελιών. Μυρίζω πεύκα, ακούω τριζόνια. Φτάνω στα Προπύλαια, όπου μια Ασιάτισσα με ζαχαρί slip dress κάνει λάιβ. Υπολογίζω τον απλωμένο κόσμο σε κάποιες εκατοντάδες. Ένα γκρουπ προστατεύεται από τον ήλιο με παρασόλια. Βλέπω σβέρκους να στάζουν ιδρώτα παρά τα φορητά ανεμιστηράκια και κόσμο να βρέχει το καπέλο του με νερό, πριν το φορέσει ξανά. Όσους γύρους κι αν έκανα, κανείς δεν γκρινιάζει για τους 37°C – απολαμβάνουν τα μνημεία χωρίς την ταλαιπωρία τού «πατείς με, πατώ σε». Εντοπίζω το καλύτερο σημείο για σέλφι – από την πλινθόκτιστη κυκλική εξέδρα όπου υψώνεται η ελληνική σημαία, με φόντο την ανατολική όψη του Παρθενώνα, που δεν είναι όλο σκαλωσιές. Κλικ! Τα εργοτάξια μου θυμίζουν μια Ελλάδα σε προ-ολυμπιακό αναβρασμό. Όταν ο κόσμος πληθαίνει, αποχωρώ. Στο πωλητήριο και στον σκιερό χώρο γύρω από το αναψυκτήριο δεν πέφτει καρφίτσα.
Παναγιώτης Κούστας
Περατζάδα στην Αδριανού
Η Αδριανού αποκτά σφρίγος περισσότερο τις απογευματινές ώρες, σαν να τη λούζει καλύτερα το φως του ήλιου που γέρνει και χάνεται. Την ώρα λοιπόν που ανάβουν τα φώτα του Ηλεκτρικού που περνάει βρυχώμενος, η κίνηση στον δρόμο αποκτά ρυθμό. Οι επισκέπτες, με την κάψα ακόμη του μεσημεριού στα πρόσωπά τους σαν μάσκα καλοκαιρινή, κάθονται για ένα δροσιστικό απεριτίφ ή δοκιμάζουν ένα παγωτό στα όρθια. Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο, αλλά το περασμένο Σάββατο είδα περισσότερες παρέες νέων στην Αδριανού σε σχέση, για παράδειγμα, με τη γειτονική Ηφαίστου.

Στα μαγαζιά οι περισσότεροι απλώς χαζεύουν, οι αγορές είναι μετρημένες και όχι πολύ ακριβές. Περισσότερο ελκύουν το μάτι οι πλανόδιοι πωλητές που πουλάνε από παλιά νομίσματα έως δαχτυλίδια και λογής λογής χαϊμαλιά. Αποδεικνύεται πως η λαϊκότητα του Μοναστηρακίου, χαρακτήρα που δεν έχασε με τα χρόνια, τραβάει εκείνους τους τουρίστες που τους αρέσει να βλέπουν, να συλλέγουν εμπειρίες και λιγότερο να καταθέτουν τον οβολό τους σε αντικείμενα αξίας.
Καθώς το βράδυ τυλίγει πλέον την Αδριανού, ένα γλυκό θάλπος απλώνεται στο δρόμο. Ζευγάρια αγκαλιασμένα, παιδιά που παίζουν, διαβάτες που δεν βιάζονται να προλάβουν κάτι. Εδώ ο χρόνος ρέει τελείως διαφορετικά από το κέντρο της πόλης.
Διονύσης Μαρίνος
Σουβενίρ από την αγορά

Η αγορά της Ηφαίστου, όσες φορές κι αν την περπατήσεις, σου ξυπνάει αναμνήσεις από τότε που πήγαινες να βρεις τους καλύτερους δίσκους στο 7 plus 7 και να αγοράσεις μπλούζες με τα αγαπημένα σου συγκροτήματα. Οι τουρίστες, φυσικά, δεν έχουν τέτοιου είδους εικόνες να ανακαλέσουν. Σάββατο μεσημέρι, και ο μόνος τρόπος για να περπατήσεις τη Flea Market της Ηφαίστου είναι με σλάλομ και σωματικές προσεγγίσεις για τις οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να σφυριχτούν φάουλ. Τι κάνουν οι τουρίστες; Περπατούν, παρατηρούν και ενδιαφέρονται για μικροδώρα, που είναι κυρίως μινιατούρες της Ακρόπολης, μπρελόκ και «χρυσά» διαδήματα για τις δεσποσύνες του βορρά που γίνονται για λίγα λεπτά Ελληνίδες θεές. Τα μαγαζιά με τα είδη ρουχισμού σχεδόν τα προσπερνούν. Εξαίρεση είναι εκείνα που πουλούν ελληνικά σανδάλια. Άλλο ένα τρανό κλισέ του ελληνικού καλοκαιριού, κατάλοιπο των ’60s, που ποτέ δεν θα φύγει από τη μόδα.
Διονύσης Μαρίνος
Λόφοι της Ιστορίας
Άλλοι ξαποσταίνουν στα μάρμαρα για να απολαύσουν τη θέα στο τέλος μιας ημερήσιας περιήγησης στην πόλη, άλλοι παρατάσσονται όρθιοι, ο ένας δίπλα στον άλλο, πλάι στο τηλεσκόπιο Δωρίδη (για εξήντα χρόνια το μεγαλύτερο της Ελλάδας) και φωτογραφίζουν. Από την κορυφή της Πνύκας, το σημείο απ’ όπου κάποτε ο Περικλής εκφώνησε τον επιτάφιο λόγο του (έναν «ύμνο στη δημοκρατία»), θα έχουν ίσως την καλύτερη λήψη του Λυκαβηττού και της Ακρόπολης, το κορυφαίο ψηφιακό highlight του ταξιδιού τους. Αυτό μοιάζει να είναι το σημαντικότερο από τα δώρα που τους επιφυλάσσει η Πνύκα, όπως και οι γύρω λόφοι, των Μουσών και των Νυμφών, τους οποίους έχουν περπατήσει πρώτα για να καταλήξουν εδώ. Μπορεί μερικοί Αθηναίοι να βλέπουν στους λόφους αυτούς μια όψη ενίοτε απεριποίητη, οι επισκέπτες όμως συναντούν μια πλευρά της πόλης μη στιλιζαρισμένη και ευχάριστα ανεπιτήδευτη. Εκτιμούν επίσης το γεγονός ότι δεν χρειάζεται εισιτήριο και ότι δεν επικρατεί ο συνωστισμός που συνάντησαν στα Προπύλαια το ίδιο ή το προηγούμενο πρωί. Βαδίζουν πιο άνετοι, με τις βεντάλιες και τις ομπρέλες τους συμμάχους απέναντι στον ήλιο και τον καύσωνα. Αναρωτιέμαι εάν μπορούν να αντιληφθούν εύκολα το ιστορικό, πολιτιστικό «βάθος» που κρύβουν οι λόφοι. Από τη φημολογούμενη «φυλακή του Σωκράτη» (αγαπημένο τους σημείο) και το μαρμάρινο μνημείο που χτίστηκε το 114-116 μ.Χ. στη μνήμη του Ιουλίου Αντιόχου Φιλoπάππου, μέχρι τον ναό του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη και τις θαυμαστές διαδρομές του Δημήτρη Πικιώνη, οι λόφοι αυτοί είναι άλλωστε γεμάτοι θαύματα. Τα παρατηρούν με προσοχή, διαβάζουν τις πληροφορίες και συζητούν. Δεν αργούν όμως να σηκώσουν ξανά το βλέμμα τους. Κοιτούν και πάλι απέναντι προς την Ακρόπολη κάθε φορά που ξεπροβάλλει από κάπου.
Γιώργος Ψωμιάδης
Ακούραστοι στην Αρεοπαγίτου

Έντεκα το πρωί, πρώτη μέρα του μεγάλου καύσωνα – το θερμόμετρο αναμένεται να φτάσει τους 39°C. Στην αρχή της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, επί της λεωφόρου Αμαλίας, βρίσκονται σταθμευμένα δύο διώροφα πούλμαν με γυμνή σκεπή. Προσεγγίζω τη Μάντρα, δίπλα από την Ωνάσειο Βιβλιοθήκη, σε αναζήτηση παρατηρητηρίου. Γύρω μου επικρατεί κοσμοπλημμύρα. Τουρίστες κάθονται σε παγκάκια, όρθιοι κάτω από τις φυλλωσιές των δέντρων, στα καφεστιατόρια, κάτω από τις τέντες των σουβενιράδικων – όπου έχει σκιά. Οργανώνονται, πίνουν νερό, τρώνε παγωτά, δοκιμάζουν καπέλα. Μικρά παιδιά κρατάνε κουκλάκια Labubu. Ξεναγοί ορθώνουν ψηλά τις σημαδούρες τους. Αρχίζω τη βόλτα μου. Ο κόσμος σπάει στη Βύρωνος, την κύρια είσοδο για την Πλάκα – ίσως γιατί η Ακρόπολη σήμερα, λόγω ζέστης, θα παραμείνει κλειστή από τις 12.00 έως τις 17.00. Απέναντί της στέκεται ένας «Σπαρτιάτης». Απλώνει στιλιζαρισμένα το ένα του χέρι προς τον κόσμο, ενώ με το άλλο κρατάει μαζί την ασπίδα και το κοντάρι του. Ο «βοηθός» του, ντυμένος σαν χίπης, έχει στο ένα χέρι μια περικεφαλαία και στο άλλο μια λύρα. Κανείς δεν τους δίνει σημασία. Λίγο πριν από το Μουσείο Ακρόπολης, ένας μουσικός παίζει το Μενεξέδες και ζουμπούλια σε λαούτο. Η ουρά για το μουσείο φτάνει σχεδόν μέχρι τον πεζόδρομο. Γυρίζω πίσω, μπαίνω στην Πλάκα. Ο κόσμος χαζεύει μαγνητάκια, τρώει, περπατάει. «Δεν ανεβαίνω στα Αναφιώτικα;», σκέφτομαι. Αν δεν έβλεπα ένα ζευγάρι διαβάτες-ορειβάτες, θα έλεγα ότι βρέθηκα σε χωριό-φάντασμα.
Παναγιώτης Κούστας
Σουβλάκι, μουσακάς, χωριάτικη

Για τους αλλοδαπούσ foodies που επιλέγουν το Μοναστηράκι, ο Μπαϊρακτάρης είναι μια σταθερά ετών, όπως και ο Θανάσης ακριβώς δίπλα και ο Σάββας λίγο παρακάτω. Την τιμητική του εκεί έχει το σουβλάκι. Οι τουρίστες το επιλέγουν ακόμη και στα όρθια. Για τους hardcore υπάρχει το κλασικό ενισχυμένο, για εκείνους που προσέχουν τη σιλουέτα τους ο Μπαϊρακτάρης προσφέρει με 0% λιπαρά (!), ενώ υπάρχει και το παιδικό. Βάλτε στον λογαριασμό και τον φημισμένο μουσακά και τη χωριάτικη, και αίφνης έχετε την τριάδα των εδεσμάτων που «φεύγουν» περισσότερο. Η αλήθεια είναι ότι περίμενα να βρω περισσότερο κόσμο, αλλά λίγο η ζέστη και λίγο η νέα τάση των τουριστών να τρώνε εντός των all-inclusive ξενοδοχείων τους έχουν αλλάξει κάπως τις επιλογές τους. Πίνοντας έναν καφέ στα γρήγορα, μου συνέβη το εξής: Κύριος μιας κάποιας ηλικίας (μάλλον Ολλανδός) ζήτησε ευγενικά από τη σερβιτόρα έναν ελληνικό καφέ. Έως εδώ καλά. Ακολούθησε όμως η επεξήγησή του, που περιέπλεξε κάπως τα πράγματα. Συγκεκριμένα ζήτησε τον ελληνικό καφέ του με πολλά παγάκια. Όταν η κοπέλα τού εξήγησε πως ο ελληνικός σερβίρεται ζεστός, εκείνος επέμεινε πως άλλα τού είχαν πει. Η σερβιτόρα το κατάλαβε αμέσως: «Μήπως εννοείτε φραπέ;». Κι εκείνος κατένευσε ευχαριστημένος. Mε κάποιον τρόπο συνεννοήθηκαν. Διονύσης Μαρίνος
Απογευματινή βόλτα στο Καλλιμάρμαρο

Δύο νεαρές κοπέλες από την Άπω Ανατολή στέκονται μπροστά στην είσοδο του Παναθηναϊκού Σταδίου. Ποζάρουν ξανά και ξανά, πολύ ευχαριστημένες με τις σέλφι που βγάζουν. Εκείνες βρίσκονται μπροστά σε ένα μνημείο παγκόσμιας εμβέλειας∙ στο δικό τους μυαλό δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την Πύλη του Βρανδεμβούργου στο Βερολίνο. Εγώ στέκομαι σε ένα σημείο όπου συχνά έρχομαι για βόλτα, ως κάτοικος Παγκρατίου και νέος πατέρας, έχοντας πρώτα ταλαιπωρηθεί από τα πεζοδρόμια της περιοχής που δεν ευνοούν τα καρότσια για μωρά. Είναι το ίδιο σημείο που τρέμω να μη δω μποτιλιασμένο, γιατί φοβάμαι ότι δεν θα φτάσω σπίτι μου ποτέ. Πληρώνοντας, λοιπόν, το τίμημα της καθημερινότητας, πιο συχνά παρά σπάνια, ξεχνάω το πόσο τυχερός είμαι: δεν είναι λίγο πράγμα να μπορείς να περπατήσεις δίπλα σε έναν χώρο που κάποτε αποτελούσε κομμάτι των αρχαίων Παναθηναίων. Μπροστά στα μάρμαρα του σταδίου το οποίο φιλοξένησε τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες (1896), οι τουρίστες παίρνουν πόζες –συνειδητά ή ασυνείδητα– που θυμίζουν αθλήματα του στίβου: άλλοι κάνουν ότι τρέχουν, άλλοι πετούν ακόντιο και άλλοι ρίχνουν δίσκο. Όλοι όμως, ανεξαιρέτως, δείχνουν ευτυχισμένοι στην τοποθεσία «Καλλιμάρμαρο», καθώς έρχονται σε επαφή με μια «ζωντανή» ιστορία άνω των 2.300 ετών.
Γιώργος Ρομπόλας
Ρομαντζάδα στον καύσωνα
Κατευθυνόμενη οδικώς στον Λυκαβηττό, παρατηρώ με λίγες ενοχές ορισμένους τουρίστες με καπέλο και θερμός να ανηφορίζουν πεζή. Όλοι μαζί, πάντως, θα ανέβουμε το τελευταίο, αρκετά απαιτητικό (αν δεν έχεις καλή φυσική κατάσταση) κομμάτι μέχρι το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, που πλαισιώνεται ασφυκτικά από το εστιατόριο. Στην κορυφή, ένα πλήθος με το κινητό ετοιμοπόλεμο αδημονεί για τη δύση του ηλίου. Κάποιοι σκαρφαλώνουν στα κιγκλιδώματα ή κάθονται στο τοιχάκι, με τα πόδια τους να κρέμονται πάνω από τον γκρεμό. Η θέα είναι ομολογουμένως μαγευτική, ενώ η ρυμοτομία της πόλης από εδώ μοιάζει άψογη. «Δεν άξιζε τον κόπο;» ρωτά μια Ελληνίδα μητέρα τον έφηβο γιο της, προκειμένου να του εμφυσήσει τον ενθουσιασμό, που ευτυχώς στις γύρω παρέες είναι διάχυτος.

Βλέπω ένα σχολείο από τη Στουτγκάρδη, άλλους με μαγιό και παρεό, έναν Ασιάτη που κρατάει υπομονετικά την ομπρέλα πάνω από τη σύζυγό του και παραπέρα έναν νεαρό Αμερικανό που με αυτοθυσία μεσαιωνικού ιππότη βγάζει το T-shirt του για να στεγνώσει τον ιδρώτα της αγαπημένης του. Η ανάγκη για δροσιά έχει γίνει αντιληπτή από το (ελληνικό) επιχειρηματικό δαιμόνιο, οπότε ένα μπουκαλάκι νερό πωλείται έναντι ενός ευρώ και μια μπίρα έναντι τεσσάρων. Προτού ο ήλιος μονοπωλήσει την προσοχή των παρευρισκομένων, δύο στρατονόμοι έρχονται για την υποστολή της ελληνικής σημαίας· το πλήθος σωπαίνει, γυρίζει προς αυτούς και τους απαθανατίζει. Το ηλιοβασίλεμα θα γίνει δεκτό με επευφημίες και τα ζευγάρια θα φιληθούν επιδεικνύοντας το καλό τους προφίλ. Τη ρομαντζάδα διακόπτει ένας κύριος που φτάνει φουριόζος με μια ελληνορθόδοξη σημαία και ψάλλει βιαστικά μπροστά από την εκκλησία. Προς στιγμή σκέφτομαι ότι ίσως θέλει να διαμαρτυρηθεί για τον υπερτουρισμό. Καταλήγει, όμως, δηλώνοντας «orthodox original, I love you!» και κάνει έναν γύρο για φωτογραφίες.
Ιωάννα Φωτιάδη

