Το 2003, ο Παρκ Τσαν-γουκ έφτασε με το εντυπωσιακό Oldboy ως το Μεγάλο Βραβείο του Φεστιβάλ Καννών. Μερικά χρόνια αργότερα, ο συμπατριώτης του Κιμ Κι-ντουκ βραβεύτηκε με τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας για την ανατρεπτική ταινία Pieta.
Η πραγματική καταξίωση όμως για το σινεμά της Νότιας Κορέας ήρθε το 2020: όταν, δηλαδή, ο Πονγκ Τσουν-χο έσπασε το φράγμα των Όσκαρ με τα Παράσιτα, την πρώτη (!) ταινία στην ιστορία του θεσμού που κέρδισε το χρυσό αγαλματάκι χωρίς να «μιλάει» αγγλικά.
Τα παραδείγματα ούτε λίγα είναι ούτε εμπίπτουν στην κατηγορία της περιπτωσιολογίας. Αντίθετα, κάτι πολύ ενδιαφέρον συμβαίνει με τους Νοτιοκορεάτες σκηνοθέτες, που, αν και είναι ολότελα διαφορετικοί από αυτό που ονομάζουμε «τυπικός» σκηνοθέτης του Χόλιγουντ, καταφέρνουν να γίνουν δεκτοί στη Μέκκα του κινηματογράφου μετά βαΐων και κλάδων. Να γιατί, λοιπόν, η επιτυχία της πρώτης ταινίας της Σελίν Σονγκ, Past Lives, δεν ξένισε κανέναν. Χωρίς, φυσικά, αυτό να σημαίνει ότι τα όσα κατάφερε ήταν απλή υπόθεση, αφού προτάθηκε για δύο διαφορετικά Όσκαρ (Καλύτερης Ταινίας και Πρωτότυπου Σεναρίου), λαμβάνοντας παράλληλα διθυραμβικές κριτικές. Άλλωστε, δεν είναι και μικρό πράγμα να λένε ότι η ταινία σου φέρει κάτι από Γούντι Άλεν…

Τέσσερα χρόνια μετά την είσοδό της στον χώρο του κινηματογράφου από την κύρια πόρτα, η 37χρονη Νοτιοκορεάτισσα επανέρχεται με τη ρομαντική κομεντί Ταιριάζουμε; (Materialists), η οποία ήδη έχει λάβει εξαιρετικές κριτικές (στις 7 Αυγούστου στις ελληνικές αίθουσες), και μιλάει στο «Κ» για τις προσωπικές εμπειρίες που μεταφέρει στο πανί του σινεμά, για το θαύμα της αγάπης, για την τέχνη που είναι επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και για το πόσο «τέλεια ατελή» όντα είμαστε.
Μια σπάνια εμπειρία
«Όχι, δεν είχα άγχος για τη δεύτερη ταινία μου, επειδή η πρώτη πήγε πολύ καλά. Δεν με ενδιαφέρει να κάνω μόνο δύο ταινίες, αλλά πολλές. Δεν είχα άγχος και για έναν ακόμα λόγο: το σκριπτ το έγραψα λίγο πριν τελειώσει το Past Lives. Οπότε η μετάβαση ήταν εύκολη και φυσιολογική», λέει κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας. Τι κοινό έχουν οι δύο ταινίες της; Αναζητούν και οι δύο την αγάπη. Όπως και στο Past Lives, έτσι και στο Ταιριάζουμε; εμπνέεται από προσωπικές της εμπειρίες. Γύρω στα είκοσί της χρόνια δούλεψε επί έξι μήνες σε ένα γραφείο συνοικεσίων και εκεί άρχισε να δημιουργείται μέσα της ο σπόρος της ιστορίας που ήθελε να αφηγηθεί: «Έπρεπε με κάποιον τρόπο να κάνω κάτι με αυτή τη σπάνια εμπειρία. Για έξι μήνες έμαθα τι πραγματικά θέλουν οι άνθρωποι στη ζωή τους.

Αν και όλοι αναζητούν κάποιον που να έχει καλό εισόδημα ή τη σωστή ηλικία, στην ουσία όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν με τα βαθύτερα συναισθήματά τους. Η αγάπη είναι ένα θαύμα και δεν τη βρίσκεις με αντικειμενικά δεδομένα και αριθμούς». Κάπως έτσι «γεννήθηκε» η Λούσι (Ντακότα Τζόνσον) της ταινίας της. Είναι μια επιτυχημένη «προξενήτρα», που δουλεύει σε ένα φημισμένο γραφείο. Η οπτική της γύρω από τις σχέσεις είναι καθαρά επαγγελματική και ουδέτερη. Γι’ αυτήν είναι σαν να ενώνει δύο αντικείμενα που με κάποιον τρόπο ταιριάζουν. Για τη Σονγκ, αυτή η δουλειά έχει ξεκάθαρες προθέσεις: «Μιλάμε για μια βιομηχανία που σκοπό έχει να ενώσει ανθρώπους με αντικειμενικά κριτήρια. Κάπου εκεί χάνεται το θαύμα της αγάπης».
Έχοντας βιώσει μια αποτυχημένη σχέση με τον Τζον (Κρις Έβανς), έναν φτωχό ηθοποιό που δεν μπορούσε να εκπληρώσει τις υλικές ανάγκες της, η Λούσι εξελίσσεται σε μια κυνική επαγγελματία. Είναι, όμως, έτσι στην πραγματικότητα; «Η Λούσι δείχνει κυνική γιατί θέλει να προστατέψει τον εαυτό της από το να μην πληγωθεί. Κάποιες φορές κρύβει πολύ πόνο το να λες πως ψάχνεις την αγάπη, γιατί υπάρχει η πιθανότητα της απόρριψης. Το να πεις “σε παρακαλώ, αγάπα με” είναι τρομακτικό για όλους μας».
Ο κύριος «τέλειος»

Να, όμως, που στο διάβα της εμφανίζεται ο κύριος «τέλειος» στο πρόσωπο του Χάρι (Πέδρο Πασκάλ). Είναι γοητευτικός, πλούσιος, ευγενής και μειλίχιος. Τι άλλο να ζητήσει η Λούσι; Εντούτοις, η επανεμφάνιση του Τζον στη ζωή της θα δημιουργήσει ένα κλασικό «ιψενικό» τρίγωνο. Χάος χωρίζει τους δύο άντρες, όμως για τη Λούσι είναι οι δύο όψεις της ίδιας ανάγκης: να αγαπήσει και να αγαπηθεί.
«Κάποιες φορές κρύβει πολύ πόνο το να λες πως ψάχνεις την αγάπη, γιατί υπάρχει η πιθανότητα της απόρριψης».
Η κοσμοθεωρία της θα αλλάξει άρδην όταν θα συμβεί κάτι πολύ άσχημο στην αγαπημένη της πελάτισσα. Το δήθεν «τέλειο» ταίρι που της βρήκε αποδείχθηκε ένας κακοποιητής ολκής. Πού πήγε, άραγε, η μαθηματική ευκρίνεια των χειρισμών της; Η Σελίν Σονγκ εξηγεί: «Τα πάντα αλλάζουν στη Λούσι όταν δέχεται επίθεση η πελάτισσά της. Είναι μια “επανάσταση” γι’ αυτήν, καθώς αντιλαμβάνεται πως όσα πίστευε μέχρι τότε ήταν λάθος. Θεωρούσε τον εαυτό της ειδική στις σχέσεις έως τη στιγμή που όλα καταστρέφονται». Ένα ρήγμα ανοίγει εντός της Λούσι, όχι μόνο για το πώς αντιλαμβάνεται το επάγγελμά της, αλλά και το πώς βλέπει τους δύο άντρες της ζωής της: από τη μια ο οικονομικά ανήμπορος, αλλά γεμάτος ενσυναίσθηση, Τζον και από την άλλη ο οικονομικά εύρωστος, αλλά παγερός, Χάρι.
Μήπως, όμως, δεν είναι και τόσο τέλειος ο Χάρι; «Έχει όλο το πακέτο. Ακόμα κι αυτός όμως είναι θύμα της αγοράς. Δεν δείχνει ανθρώπινος στην ουσία, αλλά σαν αντικείμενο προς πώληση. Είναι φανερό πως σιγά σιγά χάνει την ανθρωπιά του. Σαν να είναι η αγορά πιο πραγματική από την αγάπη − κάτι που δεν ισχύει. Να γιατί βλέπουμε ότι δεν ξέρει τι σημαίνει αγάπη. Εν τέλει, δεν υπάρχει αυτό που ονομάζουμε τέλειος άνθρωπος. Είμαστε τόσο τέλεια ατελείς οι άνθρωποι», σημειώνει η Σονγκ.
Ο δρόμος της καρδιάς

Μπροστά στο δίλημμα «Χάρι ή Τζον», η Λούσι δεν θα ακολουθήσει τον δρόμο της λογικής και της αντικειμενικοποίησης των δεδομένων, αλλά την καρδιά της. Κάτι που στην αρχή της ταινίας θα της φαινόταν βλακώδες, τώρα της φαντάζει απόλυτα λογικό. Μπορεί κανείς να ζήσει με λιγότερα, αλλά πώς μπορεί να ζήσει χωρίς αγάπη; Μιλάμε για ευτυχές τέλος; Η Σελίν Σονγκ προλαβαίνει να μας εξηγήσει πως αυτό που φαίνεται happy end είναι κάτι παραπάνω από μια προσχηματική ολοκλήρωση: «Είναι το αποτέλεσμα του ταξιδιού που κάνει η Λούσι μέσα στην ταινία. Σε κάποια άλλη ταινία, το τέλος της δικής μου δεν θα φαινόταν και τόσο χαρούμενο. Εδώ, όμως, σηματοδοτεί την πλήρη αλλαγή της πρωταγωνίστριας. Όταν σου προσφέρουν την αγάπη, το μόνο που πρέπει να πεις είναι “ναι”. Η Λούσι παίρνει μια κακή οικονομική απόφαση, αλλά, έχοντας αλλάξει, κάνει το συναισθηματικά σωστό».
Η Σονγκ είναι μια δημιουργός που ενδιαφέρεται έντονα για τους ανθρώπους και τα συναισθήματά της. Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, να μην τοποθετηθεί και για τον κίνδυνο να γίνουν όλα αυτά κτήμα της ολοένα εξελισσόμενης τεχνητής νοημοσύνης. «Πιο πολύ φοβάμαι πως με την ΑΙ θα χαθούν θέσεις εργασίας. Είναι ένα άμεσο και πρακτικό ζήτημα και πρέπει να μας απασχολήσει, καθώς είναι μια σκοτεινή προοπτική. Από την άλλη, η τέχνη είναι επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Αυτή η ανάγκη θα υπάρχει πάντα. Το κοινό γνωρίζει πως σε μια ταινία παίζουν άνθρωποι, με τους οποίους ταυτίζεται. Αυτό δεν πρόκειται ποτέ να χαθεί. Επομένως, όχι, δεν φοβάμαι πως θα μας υποκαταστήσει η τεχνητή νοημοσύνη».
Ταιριάζουμε; της Σελίν Σονγκ.
Πρωταγωνιστούν: Ντακότα Τζόνσον, Κρις Έβανς, Πέδρο Πασκάλ κ.ά.
Στις ελληνικές αίθουσες στις 7 Αυγούστου από τη Feelgood.

