«Ζω στη Γλυφάδα εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Τα τελευταία πέντε, από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο, έρχομαι στην παραλία αυτή κάθε μέρα το μεσημέρι με την οικογένειά μου, μόλις σχολάσω από τη δουλειά. Παλιά πήγαινα αλλού για μπάνιο. Πλέον δεν την αλλάζω με τίποτα», μου λέει ο Άλεξ Ντρες. Έχει μόλις βγει από τη θάλασσα· δίπλα η γυναίκα του παίζει με τα δύο παιδιά τους στη σκιά μιας από τις πολλές ομπρέλες που είναι διαθέσιμες χωρίς χρέωση. Βρίσκομαι λίγα μέτρα μακριά από την εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, σημείο αναφοράς για τους Γλυφαδιώτες. Τα απογεύματα του καλοκαιριού, μπορείς να δεις πολλούς να περνούν από εδώ και να στρώνουν τις ψάθες τους στην ακτή. Άλλοι πάλι παρκάρουν παράλληλα πάνω από τον ποδηλατόδρομο ή καταφθάνουν με το τραμ, που σταματά μπροστά στην παραλία.
Η εικόνα που βλέπω γύρω μου αυτό το απόγευμα Παρασκευής του Ιουλίου, στην τρίτη από τις κοινόχρηστες διαδοχικές παραλίες της Γλυφάδας, είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστη για τα δεδομένα του αττικού καλοκαιριού: Δεν υπάρχουν beach bar με καρέκλες που βρέχονται από το κύμα, ούτε παραθεριστές που αναζητούν με την ψυχή στο στόμα ένα υπερκοστολογημένο σετ ξαπλώστρας ή μια σπιθαμή ελεύθερης αμμουδιάς για να σβήσουν την κούραση της εβδομάδας. Στο κομμάτι αυτό των νοτίων προαστίων, η καθαρή αμμουδιά συνορεύει με ποδηλατόδρομους και φαρδείς πεζόδρομους, ουασιγκτόνιες, παιδικές χαρές και συστήματα πρόσβασης αναπήρων στη θάλασσα seatrac. Εδώ, οικογένειες και συνταξιούχοι, φοιτητές, expats και ζευγάρια, όλοι μοιράζονται μια διέξοδο από το καμίνι της πόλης.
Καθαριότητα και ασφάλεια

«Η παραλία είναι καθαρή. Δύο φορές τη μέρα θα περάσει ένα φορτηγό για να αδειάσει όλους τους κάδους, καθώς και ένα όχημα για τις γόπες και τα σκουπίδια. Υπάρχει αλλαξιέρα, ντουζιέρα και οι ομπρέλες είναι δωρεάν. Για να πάει μια τετραμελής οικογένεια σε μαγαζί στην παραλία, χρειάζεται 100 ευρώ, γιατί να τα δώσει;» με ρωτά ο Άλεξ. Δεν είναι ο μόνος που αναγνωρίζει τη βελτιωμένη εικόνα του παραλιακού μετώπου. Ο Χρήστος Ραφτόπουλος έρχεται στην παραλία τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και υποστηρίζει πως, υπό τη δημαρχία του Γιώργου Παπανικολάου, αυτή έχει αλλάξει εξ ολοκλήρου όψη. Οι ενθουσιώδεις συζητήσεις μιας παρέας μεσήλικων που παίζει πετάνγκ, στην άκρη της αμμουδιάς, μου τραβούν το ενδιαφέρον λίγο πριν περάσω στη δεύτερη ακτή. «Παίζουμε σαράντα χρόνια και ερχόμαστε αρκετό καιρό τώρα στις παραλίες της Γλυφάδας. Θα μας βρεις εδώ καθημερινά μετά τις πέντε η ώρα», λέει ο Στέλιος Παναγιωτακόπουλος, συμπληρώνοντας ότι η οργάνωση που υπάρχει στη συγκεκριμένη παραλία δεν συναντάται αλλού. «Θα έπρεπε να υπάρχουν τέτοιες παραλίες σε όλη την Ελλάδα», λέει χαρακτηριστικά.
Ένα από τα θετικά στοιχεία που αναφέρουν οι λουόμενοι είναι και η ασφάλεια. Στην τρίτη παραλία της Γλυφάδας, που θα βρει κανείς λιγότερο νεαρόκοσμο και περισσότερες οικογένειες, συναντώ τον Παντελή, ναυαγοσώστη της περιοχής. Όπως λέει, η ναυαγοσωστική κάλυψη που διατίθεται εδώ όπως και στις άλλες δύο παραλίες είναι δωδεκάωρη, υποστηρίζοντας πως συνήθως στις περισσότερες παραλίες ο κανόνας είναι οι βάρδιες να ξεκινούν στις δέκα και να σταματούν στις έξι το απόγευμα.

Ανηφορίζοντας, μετά το ξύλινο καράβι της παιδικής χαράς, συναντώ την εγκατάσταση των δύο seatracs, την υποδομή που καθιστά την πλαζ πρότυπο προσβασιμότητας για άτομα με αναπηρία. Τι περιλαμβάνει; Θέσεις στάθμευσης, διάδρομο και ειδικά αποδυτήρια, τουαλέτες και μια ξύλινη πλατφόρμα με ομπρέλες. Δίπλα μου κάποιοι ανεβαίνουν, με τη βοήθεια του αρμόδιου υπαλλήλου του δήμου, στην ειδική θέση που κατευθύνεται στη συνέχεια στη θάλασσα. «Πέρυσι και τα δύο seatracs χρησιμοποιήθηκαν 12.000 φορές», μου εξηγεί ο υπάλληλος.
Η λειτουργία τους φέτος ξεκίνησε στις 26 Μαΐου και θα συνεχιστεί μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου. Ο Θανάσης Πατέρας, γραμματέας στον Πανελλήνιο Σύλλογο Παραπληγικών, έρχεται εδώ καθημερινά από την Παιανία, όπως και η Βίκυ Ρίζου δίπλα του. Περιμένουν τη σειρά τους για να μπουν στο νερό. «Είναι το πιο εξυπηρετικό από όλα τα seatracs. Σε όλη την Ελλάδα δεν υπάρχει άλλη υποδομή σαν αυτή», λέει ο Θανάσης, με τη Βίκυ να συμπυκνώνει στη συνέχεια, με μια φράση, ιδανικά, το κοινό αίσθημα όσων συνάντησα σε αυτή την ακτή των νοτίων προαστίων: «Εδώ κολυμπάμε με αξιοπρέπεια».

