Είτε το έχουμε συνειδητοποιήσει είτε όχι, ο νέος τρόπος υπολογισμού της σύνταξης είναι συγκεκριμένος και πολύ αυστηρός: λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των αποδοχών μας για το σύνολο του εργασιακού μας βίου, αυτός αναπροσαρμόζεται με βάση τον πληθωρισμό (στο άμεσο μέλλον, αυτός θα αντικατασταθεί από τον δείκτη μεταβολής μισθών) και η τελική σύνταξη προκύπτει ύστερα από τον πολλαπλασιασμό αυτού του ποσού με έναν άλλο δείκτη ο οποίος εξαρτάται από τα χρόνια ασφάλισής μας, αφού πρώτα προστεθεί και η εθνική σύνταξη. Ενδεικτικά: Με μέσο όρο αποδοχών 1.375 ευρώ τον μήνα για 35 χρόνια ασφάλισης, η μεικτή σύνταξη θα βγει γύρω στα 900 ευρώ.
Το ερώτημα τώρα είναι τι μπορείτε να κάνετε αν αυτό το ποσό δεν σας ικανοποιεί. Κακά τα ψέματα, για να αυξηθεί η σύνταξη που θα πάρετε από το κράτος, δύο είναι τα πράγματα που μπορείτε να κάνετε: να δουλέψετε για περισσότερα χρόνια ασφαλισμένος ή να διεκδικήσετε μεγαλύτερες αποδοχές (για τους ελεύθερους επαγγελματίες είναι πιο εύκολο, καθώς μπορούν να επιλέξουν μεγαλύτερη ασφαλιστική κατηγορία). Από εκεί και πέρα, υπάρχει η «διέξοδος» της μακροχρόνιας επένδυσης με στόχο τη συσσώρευση ενός κεφαλαίου, το οποίο θα αξιοποιηθεί για την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος όταν έρθει η ώρα της αποχώρησης από την αγορά εργασίας.
Πώς γίνεται αυτός ο προγραμματισμός; Κατ’ αρχάς, προσπαθήστε να προσδιορίσετε τις μελλοντικές σας ανάγκες. Ας πούμε για παράδειγμα ότι θέλετε να προσαυξήσετε τη σύνταξή σας κατά 1.000 ευρώ για ένα διάστημα 15 ετών: από τα 67 σας μέχρι τα 83 σας. Το δεύτερο βήμα είναι να αποφασίσετε να επενδύετε κάθε μήνα ένα ποσό του μηνιαίου εισοδήματός σας (για παράδειγμα το 10%) και το τρίτο βήμα, να αποφασίσετε πόσο ρίσκο θα αναλάβετε κάνοντας τις συστηματικές σας επενδύσεις.
Αυτή η στρατηγική στηρίζεται σε συγκεκριμένες «οδηγίες»:
1. Όσο νωρίτερα αρχίσετε τη διαδικασία της επένδυσης, τόσο ευκολότερο γίνεται να φτάσετε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Επίσης, όσο πιο νέος σε ηλικία, τόσο μεγαλύτερα είναι τα περιθώρια ανάληψης ρίσκου.
2. Το ρίσκο που μπορεί να αναλάβει κάποιος συνδέεται με την ηλικία του. Αν για παράδειγμα η επένδυση ξεκινάει στα 20 του, μπορεί να τοποθετείται ένα μεγαλύτερο ποσοστό σε μετοχές ή μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια, το οποίο να φτάνει ακόμη και στο 60-70%. Και αυτό διότι, αν έχεις μπροστά σου… δεκαετίες, το πιθανότερο είναι ότι αυτές οι επενδύσεις θα αποδειχθούν κερδοφόρες. Από την άλλη, στην ηλικία των 50 ή 55 ετών είναι πιο φρόνιμο να ακολουθούνται περισσότερο συντηρητικές στρατηγικές.
3. Η επένδυση πρέπει να γίνεται σε συστηματική βάση, διαθέτοντας για παράδειγμα ένα σταθερό ποσοστό της τάξεως του 10% του εισοδήματος.
Ποιο είναι το ζητούμενο;
Να συσσωρευτεί κατά την ηλικία της συνταξιοδότησης ένα κεφάλαιο το οποίο θα μπορεί να αναλωθεί τμηματικά. Ο 20χρονος που θα βάζει το 5% του εισοδήματός του σε μια επένδυση η οποία σε βάθος δεκαετιών θα του αποδίδει περίπου 5% τον χρόνο, θα βρεθεί με ένα συσσωρευμένο κεφάλαιο 650.000 ευρώ στα 70 του χρόνια, ένα ποσό, δηλαδή, ικανό να «στηρίξει» το διαθέσιμο εισόδημά του για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.

