Στις αρχές του καλοκαιριού του 1925 βρισκόταν στα γερμανικά βιβλιοπωλεία μια καινούργια έκδοση του βερολινέζικου οίκου Die Schmiede, με τίτλο Η Δίκη και με την υπογραφή του ελάχιστα γνωστού γερμανόφωνου Τσέχου συγγραφέα Φραντς Κάφκα. Ο ίδιος, αν δεν είχε πεθάνει έναν χρόνο νωρίτερα, θα ήταν πιθανότατα πολύ θυμωμένος παρατηρώντας αυτή την εξέλιξη. Το σημείωμα που είχε αφήσει ήταν ξεκάθαρο. Για την ακρίβεια, ήταν δύο σημειώματα, αμφότερα ξεκάθαρα: Όλα τα γραπτά του θα έπρεπε να καούν χωρίς να διαβαστούν, όλα ανεξαιρέτως, γράμματα, ημερολόγια, σημειώσεις, σκίτσα, ολοκληρωμένα ή ανολοκλήρωτα κείμενα – όλα. Τα δύο σημειώματα απευθύνονταν στον Μαξ Μπροντ, τον αδελφικό του φίλο από τα χρόνια των σπουδών τους, ο οποίος τα διάβασε λίγο μετά τον θάνατο του Κάφκα τον Ιούνιο του 1924 και, με τη σύμφωνη γνώμη των γονιών του νεκρού συγγραφέα, αποφάσισε να πράξει ακριβώς το αντίθετο. Περιέσωσε τον μεγάλο όγκο των χειρογράφων, δεν έκαψε τίποτα, τα διάβασε, τα επιμελήθηκε και τα έφερε στο φως. Ξεκίνησε με τη Δίκη.
Έτσι κι αλλιώς, το βιβλίο το είχε άτυπα προαναγγείλει στη νεκρολογία της για τον Κάφκα, λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του, η δημοσιογράφος Μιλένα Γιέσενσκα, γνωστή σήμερα λόγω της σχέσης και της αλληλογραφίας της με τον συγγραφέα. Στο πολύ τρυφερό της άρθρο αναφερόταν μεταξύ άλλων σε αυτό το μυθιστόρημα που «[…] είναι χρόνια τώρα ολοκληρωμένο στα χειρόγραφα, έτοιμο προς δημοσίευση. Είναι ένα από τα βιβλία εκείνα που, αν τα διαβάσει κανείς έως το τέλος, του αφήνουν την εντύπωση ότι κλείνουν μέσα τους έναν τόσο ολοτελή κόσμο, ώστε κάθε περαιτέρω σχόλιο περιττεύει». Είναι αμφίβολο αν η Μιλένα είχε πράγματι διαβάσει «έως το τέλος» τη Δίκη, μπορούμε να εκλάβουμε το σχόλιο ως μια συναισθηματική υπερβολή της στιγμής, ενώ το γεγονός ότι χαρακτήρισε το βιβλίο «ολοκληρωμένο» ήταν απλώς απολύτως ανακριβές και αυθαίρετο – ο ίδιος ο Κάφκα το είχε παρατήσει ως ανολοκλήρωτο. Ο Μπροντ χρειάστηκε να αυτοσχεδιάσει ως προς τη σειρά κάποιων κεφαλαίων και να αγνοήσει το γεγονός ότι ο Κάφκα δεν έγραψε ποτέ κάποια άλλα κεφάλαια που προορίζονταν, όπως του είχε πει, για ένα σημείο λίγο πριν από το τέλος. Επίσης, το μυθιστόρημα ήταν άτιτλο.
Έρωτας και πόλεμος

Η θρυλική πρώτη φράση του βιβλίου («Κάποιος θα πρέπει να συκοφάντησε τον Γιόζεφ Κ., διότι, χωρίς να έχει κάνει τίποτα κακό, ένα πρωί συνελήφθη») γράφτηκε τον Αύγουστο του 1914, τις ίδιες μέρες που στην Ευρώπη ξεσπούσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Κάφκα δεν στρατεύτηκε για έναν μάλλον παράξενο λόγο: είχε κριθεί μεγάλης σημασίας για την πολιτική ζωή η εργασία του στο Ινστιτούτο Ασφαλίσεων Εργατικών Ατυχημάτων της Βοημίας – υπό άλλες συνθήκες θα είχε πιθανότατα σταλεί στο Ανατολικό Μέτωπο με τον στρατό της Αυστροουγγαρίας, αν υποθέσουμε ότι δεν θα απαλλασσόταν για ιατρικούς λόγους. Εν πάση περιπτώσει, ο Κάφκα παρακολουθούσε τις εξελίξεις και δεν αποκλείεται το κλίμα του πολέμου να επηρέασε την αίσθηση της σκοτεινιάς, της ασφυξίας και του παραλόγου που αποτυπώνεται στο μυθιστόρημα, ωστόσο φαίνεται ότι η βασική του έμπνευση προήλθε από όσα συνέβαιναν εκείνη την περίοδο με τη Φελίτσε Μπάουερ.
Την είχε γνωρίσει δύο χρόνια νωρίτερα στο σπίτι του Μπροντ και μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια εξαντλητική σχέση, ως επί το πλείστον δι’ αλληλογραφίας και εξ αποστάσεως, αφού η Φελίτσε ζούσε στο Βερολίνο. Συναντήθηκαν ελάχιστες φορές και ο Κάφκα ήταν διστακτικός για τα βήματα που έπρεπε ή ήθελε να ακολουθήσει, παρ’ όλα αυτά τον Ιούνιο του 1914 ταξίδεψε στο Βερολίνο και ενώπιον αρκετών συγγενών της Φελίτσε δεσμεύτηκε με έναν αρραβώνα. Το ευτυχές γεγονός σχολιάστηκε από τον ίδιο στο ημερολόγιό του ως εξής: «Ήμουν δεμένος χειροπόδαρα σαν εγκληματίας. Αν με είχαν καθίσει σε μια γωνιά δεμένο με αληθινές αλυσίδες, με αστυνομικούς να στέκονται μπροστά μου… δεν θα ήταν χειρότερο. Κι αυτό ήταν ο αρραβώνας μου».

Έξι εβδομάδες αργότερα, ο Κάφκα επέστρεψε στο Βερολίνο και έκλεισε ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Ασκάνισερ Χοφ, όπου πραγματοποιήθηκε μια παράδοξη συνάντηση με τη Φελίτσε, την αδελφή της Έρνα, τη φίλη της Γκρέτε Μπλοχ (με την οποία ο Κάφκα είχε μια ζωηρή αλληλογραφία) και τον δικό του φίλο Ερνστ Βάις. Το ζητούμενο ήταν αν όντως ο Κάφκα σκόπευε να προχωρήσει σε αυτόν τον γάμο ή όχι. Ένιωσε ότι δικαζόταν, χωρίς να είναι σίγουρος ποιο ήταν το έγκλημά του. Έτσι ακριβώς. Άκουσε τις κατηγορίες των ανθρώπων που στέκονταν απέναντί του, πιθανόν και την υπεράσπιση από τον Βάις, αλλά ο ίδιος δεν έβγαλε λέξη. Κάποιον καιρό αργότερα, σε ένα γράμμα του στη Φελίτσε θα θυμηθεί τα γεγονότα: «Είδα ότι όλα είχαν χαθεί, είδα επίσης ότι ακόμα και την τελευταία στιγμή μπορούσα να σώσω την κατάσταση με κάποια απροσδόκητη ομολογία, αλλά δεν είχα να κάνω καμία απροσδόκητη ομολογία». Ο αρραβώνας διαλύθηκε εκείνη τη μέρα, με τον Κάφκα να «καταδικάζεται» χωρίς να είναι σαφές τι έγκλημα έχει διαπράξει – αυτό της ύπαρξης; Επιστρέφοντας στην Πράγα, ξεκίνησε τη Δίκη.
H βασική έμπνευση του Κάφκα για τη Δίκη προήλθε από όσα συνέβαιναν εκείνη την περίοδο με τη Φελίτσε Μπάουερ.
Η σχέση του Κάφκα με τη Φελίτσε έμελλε να έχει αρκετά ακόμα επεισόδια τα χρόνια που ακολούθησαν, αρραβωνιάστηκαν ξανά και χώρισαν πάλι, αλλά το ενδιαφέρον του συγγραφέα για τη Δίκη φαίνεται ότι εξασθένησε μέσα στο 1915 και οι 161 χειρόγραφες σελίδες του υποχώρησαν σε κάποιο συρτάρι.
Το μαχαίρι στα χέρια του

Έχουν περάσει λοιπόν 110 χρόνια από τη συγγραφή του μυθιστορήματος και 100 από την έκδοσή του. Στα χρόνια της ανόδου του ναζισμού, το βιβλίο εξαφανίστηκε από τον γερμανόφωνο κόσμο, λόγω της εβραϊκής καταγωγής του Κάφκα, αλλά μεταφράστηκε στα αγγλικά. Επί της ουσίας βέβαια εκτιμήθηκε και διαβάστηκε στα μεταπολεμικά χρόνια, με τη φήμη του να μεγαλώνει όσο προχωρούσαν οι δεκαετίες, όσο παράλληλα γιγαντωνόταν και ο μύθος του ίδιου του Κάφκα, ο οποίος είναι μεγαλύτερος από κάθε βιβλίο του. Εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε ότι ο Μαξ Μπροντ δικαιώθηκε για την απόφασή του να αγνοήσει την τελευταία επιθυμία του φίλου του, την οποία δεν πήρε πολύ στα σοβαρά. Ανεξάρτητα όμως από το τι σκέφτηκε ο Μπροντ, τίθεται ένα άλλο ερώτημα: Γιατί ο Κάφκα δεν κατέστρεψε μόνος του το έργο του; Γιατί ανέθεσε αυτή την άχαρη υποχρέωση στον Μπροντ; Υπάρχει περίπτωση να ήλπιζε να τον παρακούσει; Ή πρέπει να δεχτούμε ότι ένιωθε όπως ο Γιόζεφ Κ. στο τέλος της Δίκης, όταν είχε την ευκαιρία να πάρει το μαχαίρι στα χέρια του και να δώσει μόνος του ένα τέλος στη ζωή του; Δεν το έκανε – κοίταξε μακριά. Ο δημιουργός δεν μπορεί να στραφεί ενάντια στο έργο του.
Έτσι έγινε λοιπόν. Αν ο Μπροντ είχε ακολουθήσει τις οδηγίες του φίλου του, ο Κάφκα θα ήταν σήμερα ένας από τους ελάσσονες, θα βρισκόταν σε υποσημειώσεις μελετών και θα διαβαζόταν από ανθρώπους με ειδικά ενδιαφέροντα. Αλλά με το έργο του ολοκληρωμένο, δόθηκε, όπως λέει ο Μίλαν Κούντερα, ο οποίος γεννήθηκε στην Τσεχία πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Κάφκα, ένας καινούργιος προσανατολισμός στην ιστορία του μυθιστορήματος. Κατά τον Κούντερα, ο Κάφκα πήγε ένα βήμα παρακάτω την εξερεύνηση του εσωτερικού κόσμου από το σημείο όπου έφτασε ο Προυστ. «Ο Κάφκα δεν αναρωτιέται για τα εσωτερικά κίνητρα που καθορίζουν τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Θέτει ένα ριζικά διαφορετικό ερώτημα: Ποιες είναι ακόμα οι δυνατότητες του ανθρώπου σε έναν κόσμο όπου οι εξωτερικοί προσδιορισμοί έχουν γίνει τόσο συντριπτικοί, όπου τα εσωτερικά κίνητρα δεν μετρούν πια καθόλου;»

Ο Μπροντ, υποθέτω, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο εσωστρεφής και ιδιόμορφος φίλος του θα εξελισσόταν σε ένα σκοτεινό είδωλο της λογοτεχνίας και της ποπ κουλτούρας. Ούτε ασφαλώς ο ίδιος ο Κάφκα μπορούσε να φανταστεί, γράφοντας τη Δίκη, ότι αυτό που για τον ίδιο προέκυψε ως μια αντίδραση σε ένα προσωπικό αδιέξοδο θα διαβαζόταν στο μέλλον ως μια προφητεία για όσα περίμεναν την Ευρώπη ή ως ένα σχόλιο για την ατομική ελευθερία, την απουσία νοήματος, τη μοναξιά και την αποξένωση στον νεωτερικό κόσμο και, πάνω απ’ όλα, την αίσθηση του παραλόγου ως βασικού συστατικού της ύπαρξης. Ή ίσως και να μπορούσε.
*Τα παραπάνω βασίστηκαν στα παρακάτω: Η Δίκη, Φραντς Κάφκα (με τη μετάφραση του Αλ. Κοτζιά από τον Κέδρο) / Η άλλη δίκη (εκδ. Αρμός), Ελίας Κανέτι / Κάφκα (εκδ. Ίνδικτος), Νίκολας Μάρεϊ / Γράμματα στη Φελίτσε (εκδ. Archive), Φραντς Κάφκα / Τα ημερολόγια 1910-1923 (εκδ. Εξάντας), Φραντς Κάφκα / Η τέχνη του μυθιστορήματος (εκδ. Εστίας), Μίλαν Κούντερα.
Ελευθερία ή ελεύθερη βούληση;
«Διαβάζουμε, ξανά και ξανά, τον Κάφκα γιατί περιγράφει έναν εγκλωβισμό μέσα στην πραγματικότητα που λες και είναι η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε κι εμείς σήμερα· φυλακισμένοι σε έναν μηχανισμό που υποτίθεται ότι μας προσφέρει ελευθερία. Αλλά τον διαβάζουμε χωρίς να προσέχουμε ότι χρησιμοποιεί κωμικές τεχνικές για να αναπαραστήσει αυτόν τον εγκλωβισμό. Γιατί γελά ο Κάφκα με τον αφόρητο εγκλωβισμό; Στην πραγματικότητα, ο Κάφκα γελά με το πώς καταλαβαίνουμε την ελευθερία ως ελεύθερη βούληση. Ταυτόχρονα, όμως, το γέλιο του Κάφκα μάς προσανατολίζει σε μια άλλη ελευθερία, πιο βαθιά και πιο ριζοσπαστική, που έχει τη δύναμη να μας απελευθερώσει από τον καθημερινό εγκλωβισμό μας». —Δημήτρης Βαρδουλάκης, συγγραφέας του βιβλίου Το γέλιο του Κάφκα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πεδίο.
Η Δίκη στο σινεμά
Το 1962 ο Όρσον Γουέλς δίνει στον Άντονι Πέρκινς τον ρόλο του Γιόζεφ Κ. σε μια περίεργη Δίκη που, κατά τη γνώμη του, αποτελεί τη σημαντικότερη στιγμή του. Παίζουν και οι Ζαν Μορό και Ρόμι Σνάιντερ.

Ο Χάρολντ Πίντερ επιμελείται το σενάριο για μια διασκευή της Δίκης για το BBC το 1993 και o Ντέιβιντ Τζόουνς σκηνοθετεί στον ρόλο του Κ. τον Κάιλ Μακ Λάχλαν. Ιερέας ο Άντονι Χόπκινς.
Το 1991 ο Στίβεν Σόντερμπεργκ παρουσίασε το παρανοϊκό Κάφκα με μια αύρα από τη Δίκη (και το Κάστρο), στον απόλυτο ορισμό της «καφκικής» ατμόσφαιρας. Στον ρόλο του Φραντς Κάφκα ο Τζέρεμι Άιρονς.

