Ο Μικρός Νικόλας, ο ήρωας του Ρενέ Γκοσινί, έχει μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση ως προς την έννοια της φιλίας. Όταν κάποιος τον ρωτά ποιος είναι ο καλύτερός του φίλος, απαντά: «Έχω ένα σωρό καλύτερους φίλους, όλοι οι άλλοι δεν είναι καθόλου φίλοι μου». Τι σχέση έχει αυτό με τον Παναγιώτη Πανταζή; Θα καταλάβετε. Αν το όνομα αυτό δεν σας λέει τίποτα, ίσως γνωρίζετε τον Pan Pan. Κι αν ούτε αυτό το ξέρετε, σίγουρα κάπου, κάπως, κάποτε έχετε ακούσει την Ανισόπεδη Ντίσκο του. Το κομμάτι που, τρία χρόνια πριν, πήρε τον –έως τότε κυρίως κομίστα– Pan Pan από τα μικρά λάιβ όπου έπαιζε την πειραματική ηλεκτρονική μουσική των πρώτων δίσκων του και τον έβαλε στα σαλόνια του μέινστριμ.
Γνώρισα τον Pan Pan μέσα από τα κόμικς του και το Twitter, μια εποχή που στα λάιβ του βρισκόμασταν οι γνωστοί 30, 50, άντε 100 στις καλές μέρες, και ήταν είδηση το να παίξει ένα κομμάτι του σε κάποιο μπαρ του κέντρου. Σε χρόνο dt, ή έστω έτσι μου φάνηκε, ο «μια ζωή απλός, μέτριος, κοινωνικός καμιά φορά, μα συνήθως λίγο πιο κλειστός» Pan Pan άρχισε να ακούγεται σε κλαμπ, μπαρ και γάμους, σε παιδικά πάρτι, ακόμα και στον Παπακαλιάτη. Στο ενδιάμεσο φυσικά κάτι είχε αλλάξει. Η πειραματική ηλεκτρονική μουσική με τον ξένο στίχο είχε μετατραπεί σε μια ελληνόφωνη synth pop που κουβαλούσε παρόμοια αστική μελαγχολία, αλλά ήταν εξαιρετικά πιο εξωστρεφής. Αυτός που στην ουσία δεν είχε αλλάξει ήταν ο ίδιος. Ο Pan Pan συνεχίζει να φτιάχνει μουσική με και για τους φίλους του – αυτούς που νιώθει φίλους ακόμα κι αν δεν έχουν γνωριστεί ποτέ. Απλώς τώρα έχει πολλούς, πάρα πολλούς φίλους. Όλοι οι άλλοι δεν είναι καθόλου φίλοι του.
Μουσικός χωρίς εκπαίδευση
Στον Προαστιακό, με τον οποίο πηγαίνω να τον βρω, κουβαλάω μια βιόλα. Φυσικά δεν ξέρω να παίζω βιόλα, μια παράξενη σειρά γεγονότων με έχει αναγκάσει να το κάνω, αλλά μοιάζει ταιριαστό. Ούτε ο Pan Pan ξέρει να παίζει κανένα φυσικό όργανο. «Έκανα λίγες εβδομάδες πιάνο στο Δημοτικό, αλλά δεν μετράει. Με τον ορισμό που έχει δώσει ο Μπράιαν Ίνο, είμαι μη-μουσικός, δεν έχω κλασική εκπαίδευση. Ξέρω όμως πολύ καλά να δουλεύω αυτά εδώ», λέει δείχνοντάς μου το station με τα samplers, τα synthesizers και τα εφέ στον χώρο που διατηρεί πλέον ως γραφείο και στούντιό του.

«Αυτό ισχύει για πολλούς. Απλώς εγώ είχα πάντα το καλό πως, όταν ήθελα να κάνω κάτι, έβρισκα τον τρόπο να μου το διδάξω. Τότε είχα ένα sampler και άκουγα δίσκους, έκοβα λούπες, έφτιαχνα beats και ράπαρα με τους φίλους μου. Ακούω διάφορα είδη μουσικής, αλλά τα προσεγγίζω στο φτιάξιμό τους με μια χιπ χοπ λογική. Βάζω ετερόκλητα πράγματα δηλαδή σε σειρά. Απλώς, αντί να παίρνω ξένες πηγές, τις δημιουργώ και σαμπλάρω τον εαυτό μου. Μέχρι τα 23 μου δεν είχα γράψει ποτέ δική μου μελωδία. Αλλά πάντα είχα εμπιστοσύνη σε αυτό που έκανα. Αν αγαπάω κάτι, δεν τα παρατάω με τίποτα· κι όσο δεν τα παρατάω, γίνομαι καλύτερος. Αυτή νομίζω είναι η βασική μου δύναμη. Ειδικά στην Ελλάδα παίζει πολύ ο όρος “ταλαντούχος”, που δεν λέει τίποτε από μόνος του. Ταλαντούχος σημαίνει ότι έχεις μια κλίση, από κει και πέρα πρέπει να λιώσεις, να πεθάνεις στη δουλειά γι’ αυτό το πράγμα, κι εγώ είμαι πολύ διατεθειμένος να το κάνω, πάντα ήμουν».
Η χαμένη βαλίτσα
Με καταγωγή από τη Μυτιλήνη, μεγαλωμένος στο Πολύγωνο και κάτοικος Αθηνών μέχρι που μετακόμισε στα Μεσόγεια πριν από λίγα χρόνια με τη σύντροφο και τα δύο τους παιδιά, ο 43χρονος πλέον Παναγιώτης ξεκίνησε ως αρχιτέκτονας, επέλεξε τα κόμικς για να μην πεθάνει από βαρεμάρα, όπως λέει, με την αρχιτεκτονική και παράλληλα πειραματιζόταν με τους ήχους. «Το 2010, ενώ ήμουν σε άδεια από τον στρατό, μάζεψα εννιά κομμάτια, έφτιαξα ένα artwork και το έβγαλα στο bandcamp. Ήταν το Someday maybe I won’t mind. Από εκεί γλυκάθηκα. Έπαιξα κάνα δυο λάιβ και είπα “μου αρέσει αυτό”. Οπότε έπαιζα σε όλη την Ελλάδα. Κάποιος ήξερε τα κόμικς μου και με καλούσε. Τότε τα κόμικς έφερναν κόσμο στη μουσική μου, τώρα γίνεται το ανάποδο. Είχαμε κάνει και 200 εισιτήρια στο six d.o.g.s, αλλά όταν πηγαίναμε, π.χ., στην Κέρκυρα, είχαμε 30 ανθρώπους. Αλλά δεν με ένοιαζε, έπαιζα παντού. Και μετά έγινα μπαμπάς. Και σταμάτησα να παίζω για πέντε χρόνια».
Έως τότε ο Pan Pan είχε κυκλοφορήσει με τον ίδιο τρόπο τρεις δίσκους, τον τελευταίο το 2013. Και μετά ξαναέβγαλε το 2020. Τι συνέβη στο ενδιάμεσο; Θεωρούσες ότι έχεις τελειώσει με τη μουσική; «Δεν είχα δώσει οριστικό τέλος, γιατί έπαιζα σπίτι και παράλληλα υπήρχαν και τα Echo Tides, το πρότζεκτ που είχα φτιάξει με τους φίλους μου. Αλλά ήταν τα πρώτα χρόνια της πατρότητας, δύσκολα οικονομικά, είχα πουλήσει μερικά synths για να πληρώσω τον ΦΠΑ. Σε κάποια φάση είχα σκεφτεί να τα πουλήσω όλα. Αλλά και να τα είχα πουλήσει, δεν νομίζω ότι θα με είχε σταματήσει. Εδώ δεν με σταμάτησε η απώλεια της βαλίτσας».

Α, η βαλίτσα. Το 2011, ο Pan Pan ξέχασε σε ένα ταξί μια βαλίτσα με όλο τον εξοπλισμό του: samplers, synths και το χειρότερο, ένα Nintendo στο οποίο έγραφε και αποθήκευε μουσική. «Ήταν πλήγμα οικονομικό και κυρίως ψυχολογικό. Εκείνη την εποχή είχα χάσει πολλά πράγματα: ταυτότητα, κλειδιά σπιτιού, τον εξοπλισμό. Μόλις είχα ξεκινήσει ψυχοθεραπεία και μου είχε πει ο θεραπευτής μου: “Συνειδητοποιείς ότι όσα χάνεις έχουν να κάνουν με την ταυτότητά σου;”. Ένα πρώιμο “τον εαυτό μου χάνω” θα έλεγε κανείς», λέει τώρα και γελάει. «Ίσως πρέπει να δώσω credit γι’ αυτόν τον στίχο της Ανισόπεδης Ντίσκο στον θεραπευτή μου».
Το μεγάλο μπαμ
Όταν εμφανίστηκε ο κορωνοϊός, ο Παναγιώτης έμεινε άνεργος για πρώτη φορά. Και μέσα στην οικονομική επισφάλεια, τουλάχιστον βρέθηκε με ελεύθερο χρόνο. «Μου βγήκε αντιδραστικά με πολλή ενέργεια στη μουσική και μάλιστα με ελληνικό στίχο, που δεν έγραφα ποτέ. Ξαφνικά είχα πάλι ένα όραμα, που το είχα χάσει. Εκεί κατάλαβα ότι είναι ΟΚ να το χάσεις. Το θέμα είναι να πεις “τώρα θα κάνω κάτι άλλο”. Έτσι κι αλλιώς τη ζωή μου, ακόμα και τώρα, δεν την έχω κεντραρισμένη γύρω από αυτό. Η μέρα μου δεν περιστρέφεται γύρω από κάποιο ροκ σταρ όραμα, αλλά γύρω από τις ανάγκες των παιδιών και την καλή λειτουργία του συστήματος που έχουμε στήσει εγώ και η σύντροφός μου».
Κάπως έτσι, το 2020 βγάζει μόνος του τη Φαντασμαγορία Ένα, κάτι αλλάζει λίγο, το 2021 τη Φαντασμαγορία Δύο, κάτι αλλάζει περισσότερο. Εκεί περιλαμβάνεται το Τα παιδιά θέλουν χορό και το Χτύπα με σαν ρεύμα στην πίστα που κάνει ένα εκατομμύριο plays σε έναν χρόνο, παίζεται σε πάρτι σε κάθε γωνιά της χώρας, αλλά ο μουσικός Τύπος και το ραδιόφωνο ακόμα το αγνοούν.
«Η μέρα μου δεν περιστρέφεται γύρω από κάποιο ροκ σταρ όραμα, αλλά γύρω από τις ανάγκες των παιδιών και την καλή λειτουργία του συστήματος που έχουμε στήσει εγώ και η σύντροφός μου».
Το μεγάλο μπαμ έρχεται το 2022, όταν τον καλούν στο φεστιβάλ West Side στην Πάτρα. «Εκείνη την ημέρα ξεκίνησε η νέα περίοδος στη ζωή μου. Δεν έχω παίξει λάιβ πέντε χρόνια. Έχω μια αίσθηση ότι πάει καλά η μουσική από τα streams, αλλά μέχρι εκεί. Το μαγαζί πήχτρα. Στα ντραμς ο Γιώργος Λυκουριώτης, φωνές η Καλλιόπη και η Λυγερή Μητροπούλου, φίλοι μου όλοι. Τους έχω πει “στο Χτύπα με σαν ρεύμα λογικά θα τραγουδήσει ο κόσμος, πάμε και βλέπουμε τα υπόλοιπα”. Δεύτερο κομμάτι ξεκινάω α καπέλα το Μήνες σε θέλω από τη Φαντασμαγορία Ένα. Και αρχίζουν όλοι να ουρλιάζουν τους στίχους. Έμεινα άφωνος. Πήγε όλο το λάιβ έτσι. Ήξεραν όλα τα λόγια σε όλα τα κομμάτια, αυτό που γίνεται έκτοτε κάθε φορά. Το αστείο είναι ότι εκεί έπαιξα πρώτη φορά ένα ακυκλοφόρητο κομμάτι, την Ανισόπεδη Ντίσκο. Από το δεύτερο ρεφρέν το τραγουδούσαν όλοι. Κι εκεί κάπως κατάλαβα».
«Όπως το έκανα μόνος μου»
Τα νούμερα του Spotify περιγράφουν την αλλαγή. Το 2019 ο Pan Pan μετρούσε ετησίως 2,7 χιλιάδες αναπαραγωγές και 234 ακροατές σε 49 χώρες. Το 2022 έχει 1,3 εκατομμύρια αναπαραγωγές και 59.000 ακροατές σε 118 χώρες. Το 2024, πριν κι από τα νέα του κομμάτια δηλαδή, οι αναπαραγωγές φτάνουν τα 9,7 εκατομμύρια και οι ακροατές τις 516.000 από 160 χώρες. Πώς σου φαίνεται αυτό; «Έχει πλάκα, γιατί τότε όλη η χρονιά είχε 2.700 αναπαραγωγές και τώρα τόσες κάνει το τρίτο μου κομμάτι σε μία μέρα».

Πλέον συνεργάζεται με τη Minos ΕΜΙ. «Με προσέγγισαν διάφορες εταιρείες μετά την Ανισόπεδη. Στη συγκεκριμένη είπα το ναι εύκολα, γιατί ήξεραν τι κάνω. Πρώτο μίτινγκ για τον νέο δίσκο που θα βγει τον Οκτώβριο κι αρχίζει ο καθένας να λέει ιδέες. Εκεί σκέφτομαι “μάλλον αυτό είναι το τίμημα του να δουλεύεις με μια μεγάλη εταιρεία, θα κάνεις πράγματα που δεν σου ταιριάζουν”. Και πριν προλάβω να πω κάτι, μιλάει η ίδια η Μάτσα και λέει: “Παιδιά, αυτά που λέτε ταιριάζουν σε άλλους καλλιτέχνες, ο Παναγιώτης τα έχει καταφέρει χάρη στην ιδιαιτερότητα, επομένως ποιος είναι ο πιο λάθος τρόπος να κυκλοφορήσουμε τη μουσική του;”. Και βγάλαμε πρώτο single μια Τρίτη χωρίς ανακοίνωση. Όπως το έκανα μόνος μου. Απλώς πήραν αυτό που έκανα και το βοήθησαν μέσα από τα δικά τους κανάλια, με τους δικούς τους πόρους και εμπειρία».
«Κάποτε πιστέψαμε ο ένας στον άλλον»
Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν όταν πριν από μερικούς μήνες ήρθε σπίτι μου και μου ζήτησε να πω μια φράση στο νέο του τραγούδι (Είναι η αγάπη). Φυσικά ήθελα, αλλά γιατί διάλεξε εμένα; Έχει πλέον τη δυνατότητα να έχει οποιονδήποτε, πιο έμπειρο ή γνωστό. «Δεν ξέρω, ήθελα να το πεις εσύ», είπε. Εγώ νομίζω ξέρω. Ο Pan Pan δεν θα ησυχάσει αν δεν βάλει όλους τους φίλους του –αυτούς τους ένα σωρό– να παίξουν μαζί του.

Φαίνεται πως η πρώτη σου προτεραιότητα είναι να είσαι φίλος με κάποιον και μετά πας να φτιάξεις κάτι. Ισχύει; «Ναι. Με τους ανθρώπους που παίζω μουσική ήμασταν πρώτα φίλοι πολλά χρόνια και μετά γίναμε μουσικοί συμπαίκτες. Ο Γιώργος στα ντραμς είναι φίλος μου από το λύκειο. Ξεκίνησα να παίζω με δικούς μου ανθρώπους γιατί ένιωθα άνετα. Θεωρητικά θα μπορούσα πλέον να προσφέρω αμοιβές σε καλύτερους τεχνικά μουσικούς, αλλά προτιμώ τα ίδια λεφτά να τα μοιραστούμε με τους δικούς μου, όχι ως χάρη, αλλά γιορτάζοντας το γεγονός ότι όλη αυτή η παρέα κάποτε πιστέψαμε ο ένας στον άλλον. Τι να το κάνω να παίξω στην Τεχνόπολη και δίπλα μου να παίζει ο καλύτερος μουσικός; Θα δω στα μάτια του την πώρωση του “ρε φίλε, γνωριζόμαστε 25 χρόνια κι έχουμε παίξει και σε 20 άτομα, και σε ένα υπόγειο με τρεις τύπους σε έναν καναπέ;”. Εγώ ζω και αναπνέω μέσα από δίκτυα, αλλού ορατά, αλλού πιο αόρατα. Τα τελευταία χρόνια που έχω τουράρει αρκετά, ξαφνικά έχω άγκυρες σε κάθε πόλη, ανθρώπους που ξέρω ότι θα είναι εκεί. Θα έρθει κάποιος από το πουθενά και θα μου πει κάτι τρομακτικά προσωπικό, που συνδέεται με τη μουσική μου. Έχει έρθει κοπέλα να μου πει ότι με άκουγε στη ΜΕΘ με την αδερφή της που πέθανε. Και ήταν χαρούμενη, μου έλεγε ευχαριστώ που είχαμε αυτή την εμπειρία. Κι εγώ να σκέφτομαι πόσο πόνο κουβαλάει αυτή η κοπέλα και παρ’ όλα αυτά βλέπει σαν παρηγοριά τη δική μου μουσική. Αυτό το τυχαίο πράγμα που έφτιαξα ένα βράδυ μόνος μου προσπαθώντας να επικοινωνήσω κάτι, το πέταξα σε ένα κενό. Κι αυτό, αντί να γλιστρήσει και να χαθεί για πάντα στο πουθενά, άγγιξε τόσο πολύ έναν άνθρωπο που ήρθε πίσω έτσι. Σαν να είσαι στο σκοτάδι και να απλώνεις το χέρι σου και δεν ξέρεις αν θα βρεθεί ένα άλλο χέρι να σε αγγίξει.
»Όσο για σένα που αναρωτιέσαι γιατί ήθελα να πεις εσύ τη φράση, ξέρεις εγώ γενικά από μικρός προσπαθώ να συνεννοηθώ και συνήθως αποτυγχάνω. Επομένως, όταν βρίσκω ανθρώπους να συνεννοηθώ, χαίρομαι πολύ και δεν τους αφήνω. Ενέχει μια αφοσίωση αυτό, ναι. Γιατί είμαι τέτοιος».
*O Pan Pan γιορτάζει τα πέντε χρόνια από την κυκλοφορία της Φαντασμαγορίας Ένα, με δύο full band live σε Αθήνα (7/7, Τεχνόπολη, εισιτήρια: ticketmaster.gr) και Θεσσαλονίκη (9/7, Soul Roof Stage, εισιτήρια: cometogether.live) και ένα Deluxe Box Set που θα κυκλοφορήσει από τη Veego Records.

