Όταν ο Τζάρβις Κόκερ χαμογελάει, το πρόσωπό του αποκτά μια έκφραση ανόητη. Το έχω παρατηρήσει σε βίντεο, το έχω διαπιστώσει και από κοντά. Icon επί σκηνής, βαρύς και βαριεστημένος όταν δίνει συνεντεύξεις, ο Τζάρβις είναι ο τύπος που σχεδίαζε σε σχολικά τετράδια τα ρούχα των Pulp πριν καν δημιουργηθούν. Είναι η ψωνάρα της διπλανής πόρτας, που ονειρευόταν τη διασημότητα από την πρώτη μέρα (ακόμα κι όταν μύριζε ψαρίλα από την πρωινή δουλειά), μέχρι που την κατέκτησε, γράφοντας ένα τραγούδι που συνδυάζει το φλερτ, το ταξικό σχόλιο, το ροκ και την dance μουσική όπως κανένα άλλο πριν ή μετά. Έχουμε χορέψει και τραγουδήσει το Common People τόσες φορές, που σχεδόν δυσανασχετούμε πλέον όταν μπαίνει στα μπαρ για να μας παρασύρει ξανά κάπου στη ροή του και να μας θυμίσει ποιοι είμαστε.
Τώρα οι Pulp έχουν νέο δίσκο· 24 χρόνια μετά το χλιαρό We love life, που όλο το φρεσκάρω και όλο ξεχνάω τι έχει μέσα, το Μοre είναι μια δυνατή επιστροφή. Όχι ακριβώς θριαμβευτική, αλλά ουσιαστική, εγκάρδια, γενναιόδωρη. Αντάξια της ιστορίας τους. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε μέσα σε μόλις τρεις εβδομάδες, με παραγωγό τον χαρισματικό Τζέιμς Φορντ. Σύνθια, κιθάρες, αρκετά βιολιά, στίχοι για το σεξ, την καθημερινότητα, μια δόση βαρεμάρας, μια δόση τρέλας και μπόλικη χρυσόσκονη. «Είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε», σημειώνει ο Τζάρβις. Τον φαντάζομαι να σηκώνει τους ώμους καθώς το λέει – και ύστερα να παίρνει αυτό το χαζό, παιδικό χαμόγελο.

Με κάθε ακρόαση προσέχω και άλλη λεπτομέρεια στο άλμπουμ. Π.χ. την εισαγωγή του Got to have love, η οποία θα μπορούσε να ανήκει σε μπαλάντα των Metallica. Ωραίο κομμάτι, φεστιβαλικό. Πιο κοντά στα γούστα μου βέβαια είναι το Tina, με τις τέλειες «γωνίες» του, τη βίντατζ αύρα και τη σάτιρα των μοντέρνων σχέσεων («Τα πάμε πολύ καλά, γιατί δεν συναντιόμαστε ποτέ»). Ξεχωρίζω επίσης το My sex, με το εμπνευσμένο φινάλε. Όσο για τον στίχο που υπογράμμισα, έρχεται στο A sunset: «Ο πρώτος κανόνας της οικονομίας: Οι στενοχωρημένοι άνθρωποι ξοδεύουν περισσότερα».
Τα πρώτα χρόνια
Οι Pulp γεννήθηκαν στο μυαλό του Τζάρβις Κόκερ ή, αν θέλετε, στο παντελόνι του. Η επίσημη εκδοχή λέει ότι γεννήθηκαν στο Σέφιλντ της Αγγλίας. Εργατικές συνοικίες, παζάρια, σπιτικές λεμονάδες, μυρωδιά βροχής, χλωμά αγόρια και κορίτσια που ανακαλύπτουν το σώμα τους, τα πολύχρωμα ρούχα και την ποπ. Σε ηλικία επτά ετών, ο Τζάρβις βλέπει τον πατέρα του να εγκαταλείπει την οικογένεια, μετακομίζοντας στο Σίδνεϊ. Μεγαλώνει με τη μαμά, την αδερφή και τις θείες. Πολλά μεσημέρια, υποδυόμενος ότι διαβάζει, κρυφακούει τους διαλόγους της μαμάς με τις φίλες της στο καθιστικό. «Μια συζήτηση που πραγματικά μού είχε κάνει εντύπωση», θυμάται στο απολαυστικό βιβλίο Good Pop, Bad Pop, «ήταν όταν μια κυρία έλεγε ότι θα “σουτάρει” τον σύντροφό της επειδή ήταν “υπερβολικά καλός”. Δύσκολο κόνσεπτ για να το κατανοήσω εκείνη την εποχή, καθώς, όταν είσαι μικρός, ακούς συνέχεια ότι πρέπει να είσαι καλό παιδί».

Ο πρώτος δίσκος των Pulp, με τίτλο It, κυκλοφορεί το 1983 και ακολουθεί indie φολκ μονοπάτια. Δεν πάει μακριά. Ομοίως και το σκοτεινό Freaks, το οποίο έρχεται τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά. Είναι τόσο απογοητευτικό, που ο παραγωγός ζητάει να αφαιρεθεί το όνομά του από τα credits. Εν τω μεταξύ, ο Τζάρβις ζει με επιδόματα ανεργίας. Κάποια βράδια, κοιμάται σε ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο. «Θυμάμαι χαρακτηριστικά να τριγυρνάω στο Σέφιλντ με ένα κίτρινο φορητό πλυντήριο ρούχων, προσπαθώντας να το πουλήσω ώστε να βγάλω χρήματα για λίγο φαγητό». Στα 25 του, φεύγει στο Λονδίνο για σπουδές κινηματογράφου, όπου εξακολουθεί να τη βγάζει με ελάχιστα χρήματα. Ένα βράδυ σε κάποιο μπαρ, μια ευκατάστατη Ελληνίδα συμφοιτήτρια θα του πει ότι «θέλει να ζήσει σαν τους απλούς ανθρώπους».
Κάτι άλλαξε
Σε πείσμα της αδιαφορίας του κοινού, οι Pulp συνεχίζουν. Μετά το Separations, το 1994 στρέφονται προς μια πιο ανάλαφρη ποπ (ήχος, θεματολογία, αισθητική), υπογράφουν με την Island και κυκλοφορούν το His ’n’ hers. «Αν αυτό το άλμπουμ δεν πετύχει», έλεγε ο Τζάρβις, «θα πάθω νευρική κατάρρευση». Τελικά πέτυχε. Συνδέθηκε με την άνθηση της Britpop, πέρασε στα ραδιόφωνα, μίλησε για το σεξ με έναν τρόπο αθώο, βρόμικο και ειλικρινή μαζί. Στους στίχους μια κυρία πουλάει φωτογραφίες της σε Γερμανούς μπίζνεσμεν. Mια παντρεμένη αγοράζει ένα sex toy. Ροζ γάντια, κραγιόν, εσώρουχα και ανάμεσά τους ένα αγοράκι, που ανακαλύπτει το σεξ κρυμμένο μέσα σε ντουλάπα. Tην ίδια χρονιά, στο φεστιβάλ του Ρέντινγκ η μπάντα παρουσιάζει το ακυκλοφόρητο ακόμα τότε Common People. Είναι η πρώτη και τελευταία φορά που το κοινό αποκάτω δεν ξέρει τα λόγια! Ούτε ο Τζάρβις τα ξέρει. Mπερδεύεται. Όμως το τραγούδι έχει γραφτεί και λίγους μήνες μετά θα συμπεριληφθεί στο Different Class, το κατά γενική ομολογία κορυφαίο άλμπουμ των Pulp, αυτό που τους εκτίναξε. Στο βιβλιαράκι του CD, η μπάντα συνοψίζει το μήνυμά της: «Δεν θέλουμε μπελάδες, μονάχα το δικαίωμα να είμαστε διαφορετικοί. Αυτό είναι όλο».

Then it fell apart, όπως θα έλεγε ο Moby. O Tζάρβις χώρισε από τη μεγάλη του σχέση, εθίστηκε στην κοκαΐνη, ένιωσε βαθιά αποστροφή για τη διασημότητα που επί χρόνια κυνηγούσε και έχασε την έμπνευσή του. Το This is hardcore του 1998 αντικατοπτρίζει όλα τα παραπάνω. Για κάποιους, είναι η ταφόπλακα της Britpop. Οι Pulp θα έβγαζαν ένα ακόμα άλμπουμ, το ήρεμο και άνευρο We love life (2001). Έναν χρόνο μετά, ανακοίνωσαν τη διάλυσή τους. Δεν έκλαψε κανένας.
To 2012 επέστρεψαν μπροστά από ενθουσιώδη πλήθη. Ύστερα χάθηκαν πάλι, για να ακολουθήσει η δεύτερη επανένωση το 2022. Τους είδαμε πέρυσι στην πλατεία Νερού, σε μια υποδειγματική εμφάνιση που θα θυμόμαστε για χρόνια. Ο Νίκος Αναστασόπουλος, που ήταν μόλις 17 ετών όταν βγήκε το Different Class, τους είδε πρώτη φορά πριν από λίγες μέρες στο Δουβλίνο: «Εξαιρετικοί! Τζάρβις περσόνα, φοβερή σκηνική παρουσία και ο ήχος τους πολύ καλός. Είχαν τέσσερα-πέντε βιολιά μαζί τους και τους έδωσε πολύ. Τους αγαπούν οι Ιρλανδοί και ήταν sold out μήνες τώρα. Σούπερ περάσαμε».
Τα ασήμαντα

Στην κριτική για τον νέο δίσκο, ο Αλέξης Πετρίδης του Guardian θυμάται ένα παλιό τραγούδι τους: «Το Mis-shapes ύμνησε τα είδη των ανθρώπων που κάποιος θα υπέθετε ότι οι φαν των Oasis θα έσπαγαν άνετα στο ξύλο». ΟΚ, ας συμφωνήσουμε ότι οι Oasis εκπροσωπούσαν κάτι πιο μάτσο στα μέσα των ’90s. Οι Pulp ήταν πιο κοντά στον μοναχικό φοιτητή, o οποίος πήγαινε στη σχολή με σακάκι. Στην ιδιοκτήτρια καταστήματος ρούχων που, όταν το μαγαζί δεν είχε κίνηση, διάβαζε λογοτεχνία. Παρότι οι Blur φώναξαν πρώτοι ότι «η μοντέρνα ζωή είναι για τα μπάζα» (σε ελεύθερη μετάφραση), όλες οι σοβαρές βρετανικές μπάντες των ’90s στηλίτευσαν με τον τρόπο τους τον νεοπλουτισμό, τις προκαταλήψεις και τα ψεύτικα όνειρα της εποχής τους. Οι Pulp εστίασαν λίγο περισσότερο στο σεξ και στη λεπτομέρεια. Στα ασήμαντα, δηλαδή, από τα οποία πήραν και το όνομά τους. Όπως γράφει ο Τζάρβις στο Good Pop, Bad Pop, «η ιδέα ότι ένας πολιτισμός μπορεί να αποκαλυφθεί περισσότερο από τα άχρηστα αντικείμενά του παρά από τα υποτιθέμενα σεβαστά κειμήλια ήταν γοητευτική για μένα. Ακόμα είναι».
Φυσικά η μπάντα δεν θα ήταν τίποτα χωρίς τον Τζάρβις, το μοναδικό μέλος που παραμένει από τα εφηβικά χρόνια έως τώρα. Προσωπικά συμπαθώ και τους άλλους τρεις εναπομείναντες από την παλιά φρουρά: Την Καντίντα Ντόιλ, που στα 16 της άρχισε να υποφέρει από ρευματοειδή αρθρίτιδα και λίγο μετά, απογοητευμένη, παράτησε το σχολείο («ήθελα απλώς να βγαίνω με αγόρια, να πηγαίνω για χορό και να βλέπω μπάντες»). Τον ήπιο Μαρκ Γουέμπερ, που αρχικά υπήρξε πρόεδρος του fan club, ύστερα σχεδίαζε τη σκηνή για τα λάιβ, κατόπιν πήρε τον ρόλο του tour manager και στο τέλος έγινε κιθαρίστας. Και βέβαια τον ντράμερ Νικ Μπανκς. Παίζοντας κάποτε σε λάθος χορδές μια λα ματζόρε, έστρωσε το έδαφος για την πρώτη επιτυχία της μπάντας, το Babies. Τον θυμάμαι στον Δαναό, να μιλάει με τον κόσμο μετά το ντοκιμαντέρ Pulp: A Film About Life, Death & Supermarkets. Ένας ευχάριστος Άγγλος.
Αλλά ναι, το σόου αρχίζει και τελειώνει με τον Τζάρβις. Τον άνθρωπο που ενώνει τον Κοέν με την αταξία του πανκ, τον Γκενσμπούργκ με τα μοβ φώτα της ντίσκο, τις φίλες μας με την Ντέμπορα, τον έφηβο που μόλις ανακάλυψε το σεξ με τον εξηντάρη που εξακολουθεί να το κάνει. Ακούω ξανά το Tina από τον νέο δίσκο, διαβάζοντας τους στίχους: «Το κάνουμε σε ένα φιλανθρωπικό κατάστημα/ πάνω σε μαύρες σακούλες απορριμμάτων γεμάτες δωρεές/ μυρωδιά digestive μπισκότων στον αέρα». Τι φαντασίωση είναι πάλι αυτή; Μιλάμε για έναν τύπο που στα 22 του έπεσε από παράθυρο, υποδυόμενος σε μια κοπέλα τον Spiderman. Στα 32, εισέβαλε στη σκηνή κατά τη διάρκεια περφόρμανς του Μάικλ Τζάκσον, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την υπερβολική λατρεία που δεχόταν. Σήμερα, στα 61 του, παραμένει ένας από τους καλύτερους φρόντμεν που μπορεί κανείς να δει ζωντανά, μια μακρόστενη κάθετη γραμμή που ενώνει το ρομαντικό με το ανήθικο. Του αρέσει να λέει αστεία, να κουνάει τα χέρια, να πετάει στον κόσμο λιχουδιές. Συγκεκριμένα, στη μία τσέπη του σακακιού έχει σοκολατάκια, στην άλλη ξηροκάρπια (γι’ αυτούς που κάνουν διατροφή!). Τα ώριμα τραγούδια του δεν ήρθαν ποτέ, αν και το I never said I was deep, από το δεύτερο σόλο άλμπουμ του, απαντά καταλλήλως σε όσους τα περιμένουν. Ομοίως και το χαζό χαμόγελο που βγαίνει κάθε τόσο στα χείλη του, υπενθυμίζοντας ότι τίποτα δεν είναι τόσο σημαντικό όσο πιστεύουμε.
*Το More κυκλοφορεί από τη Rough Trade. Αυτές τις μέρες το συγκρότημα εμφανίζεται σε φεστιβάλ της Ευρώπης. Θα ακολουθήσει περιοδεία στην Αμερική.

