Δεν έχει περάσει καιρός απ’ όταν αλώνιζα τους δρόμους της Βαρκελώνης με ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, εφοδιασμένος με ένα μπουκάλι Vichy Catalan –όλοι εκεί Vichy Catalan πίνουν– και μια μεγάλη tote, να ρίχνω μέσα της οδηγούς μουσείων, βιβλία και βινύλια. Δεν πήγα για να δω από κοντά Πικάσο και Γκαουντί, όπως πάνε όσοι την επισκέπτονται πρώτη φορά, ούτε για να ξαπλώσω το κορμάκι μου στην Μπαρσελονέτα, την περίφημη καίτοι κορεσμένη από τουρίστες παραλία της. Εδώ και ενάμιση χρόνο –απ’ όταν ιδρύθηκε– ήθελα να επισκεφθώ το Μουσείο Απαγορευμένης Τέχνης (Museu de l’Art Prohibit, γενική είσοδος: 12 ευρώ), που βρίσκεται στη συνοικία Εϊσάμπλε και αναδείχθηκε Best Hidden Gem 2024 στα Tiqets Awards, τα «Όσκαρ» του πολιτιστικού τουρισμού. Πρόκειται για ιδιωτικό μουσείο και στεγάζεται στην Κάζα Γκαρίγκα Νογκές, ένα εξέχον δείγμα αρ νουβό αρχιτεκτονικής, με υπέροχα βιτρό, στο εσωτερικό της οποίας δεσπόζει μια σκάλα με καμπυλόμορφες γλυπτές διακοσμήσεις.
Στην είσοδο με υποδέχτηκε για μια ιδιωτική ξενάγηση η Μόνσε Σάντσες, εργαζόμενη στο μουσείο. Μας είχε εκ των προτέρων συστήσει η Μαρία Μουνιόθ-Μαρτίνεθ, δημοσιογράφος και εκπαιδευτικός τέχνης, αρχισυντάκτρια στο πολιτιστικό σάιτ A-desk.org. Στα δύο του επίπεδα φιλοξενούνται περίπου διακόσια έργα τέχνης που απαγορεύτηκαν, λογοκρίθηκαν, θεωρήθηκαν βλάσφημα, έγιναν αντικείμενο επίθεσης (ένα ταμπλό εκτίθεται «μαχαιρωμένο») ή έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή των δημιουργών τους. Συχνά, μου λέει η Μόνσε, ο κόσμος που μπαίνει μέσα νομίζει ότι θα δει κάτι βίαιο ή σεξουαλικό. Κι ενώ υπάρχουν κάποια τέτοια εκθέματα, τα περισσότερα είναι «απλώς ή πολύ αμφιλεγόμενα». Ανάμεσά τους, ένα ταμπλό του Άι Γουέι Γουέι, φιλοτεχνημένο από Lego το 2016, που απεικονίζει τον Φιλίπο Στρότσι – έναν εύπορο κάτοικο της Φλωρεντίας που εκδιώχθηκε από την πόλη του για πολιτικούς λόγους τον 15ο αιώνα. Ο λόγος που εκτίθεται στο Μουσείο Απαγορευμένης Τέχνης; Το ότι η δανέζικη εταιρεία είχε αρχικά αρνηθεί να πουλήσει στον διάσημο Κινέζο καλλιτέχνη τουβλάκια σε χονδρική για να κάνει «πολιτική τέχνη» και εκείνος το έφτιαξε με Lego που του δώρισαν υποστηρικτές του.
Ένα με το art crowd

Η Μαρία, ως insider της καταλανικής πολιτιστικής σκηνής, με βοήθησε να φτιάξω τη λίστα μου για ένα culture break διάρκειας τριών ημερών, μαζί με τον τραγουδοποιό και εικαστικό Ευριπίδη Σαμπάτη, περισσότερο γνωστό ως Evripidis and His Tragedies, μόνιμο κάτοικο Βαρκελώνης εδώ και δύο δεκαετίες. Με ορμητήριο την Πλάθα Καταλούνια, χώρισα την πρωτεύουσα της Καταλονίας σε «πολιτιστικές ζώνες» και στη συνέχεια μπερδεύτηκα με το art crowd της. Σε όλους μου τους προορισμούς πήγα με τα πόδια και το μετρό. Κάθε διαδρομή κοστίζει 2,40 ευρώ και εισιτήριο μπορείτε να βγάλετε επιτόπου. Τα δε κινητά έχουν σήμα παντού, κάτι που κάνει την πλοήγηση εύκολη με χάρτες Google. Κατά τα άλλα, οι σταθμοί του μετρό είναι γεμάτοι με μηχανήματα αυτόματης πώλησης αναψυκτικών και φορτιστών για τηλέφωνα, που μοιάζουν με εικαστικές εγκαταστάσεις. Μια άλλη πλευρά της πόλης αποκαλύπτουν οι μετανάστες που απλώνουν σε σεντόνια, κατάχαμα, την πραμάτεια τους και οι πολλοί άστεγοι.
Στον λόφο Μοντσουίκ για Ιστορία της Τέχνης

Όταν τελείωσα με την «απαγορευμένη» τέχνη, το γύρισα στη «νόμιμη», στην πλέον θεσμοθετημένη της μορφή. Αφιέρωσα μισή μέρα στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης της Καταλονίας (MNAC − Museu Nacional d’Art de Catalunya, γενική είσοδος: 12 ευρώ). Στεγάζεται στο Εθνικό Παλάτι του Μοντσουίκ και κυριαρχεί στον ομώνυμο του παλατιού λόφο με τη θέα στην Πλάθα ντ’ Εσπάνια και το λιμάνι της πόλης. Στρέφοντας το βλέμμα στην ουρανογραμμή του, συνειδητοποίησα ότι την είχα ξαναδεί στο πρώτο πλάνο του βιντεοκλίπ Slow της Κάιλι Μινόγκ. Το μουσείο, στο ισόγειό του, φιλοξενεί συλλογές μεσαιωνικής-ρομανικής, μεσαιωνικής-γοτθικής, αναγεννησιακής και μπαρόκ τέχνης, όπως και ένα μέτριο αναψυκτήριο, επαρκές για να πάρει κανείς δυνάμεις. Ο πρώτος του όροφος αποτελεί «εισαγωγή» στη νεότερη και μοντέρνα τέχνη της Καταλονίας, με έργα των Φορτούνι, Μιρό και Νταλί. Σε απόσταση δεκαπέντε λεπτών με τα πόδια από το MNAC, έπειτα από μια ανηφορική διαδρομή σε ένα καταπράσινο τοπίο, βρίσκεται το Ίδρυμα Ζουάν Μιρό (Fundación Joan Miró, γενική είσοδος: 15 ευρώ), που φέτος γιορτάζει μισό αιώνα λειτουργίας. Ήταν γεμάτο όμορφους, χίπστερ Ασιάτες με Canon μηχανές περασμένες από τον λαιμό τους. Στάθηκα περισσότερο στα πειραματικά έργα σύγχρονων καλλιτεχνών που φιλοξενούνται στο Espai13, τον υπόγειο χώρο του.
Ανεξάρτητα δισκάδικα

Ωραία τα μουσεία, αλλά σαν τα τοπικά δισκάδικα, στα οποία πέρασα το πρωινό της δεύτερης μέρας μου στη Βαρκελώνη, δεν έχει. Όταν μπήκα στο Ultra-Local Records, στην Πόμπλε Νόου, έπαιζε μπόσα νόβα και μετά Depeche Mode. Το πρώτο πράγμα που εντόπισα ήταν τα βινύλια της (Καταλανής) Ροζαλία. «Την είχα δει στο φεστιβάλ Sónar, πριν γίνει διάσημη. Είχε μερικές εκατοντάδες κόσμο μόνο, δεν μου άρεσε πολύ ο φλαμένκο ήχος της και έφυγα. Λίγο μετά έγινε σούπερ σταρ», μου λέει η πωλήτρια. Εντόπισα έναν δίσκο του Ευριπίδη και της είπα ότι είναι φίλος μου. Ενθουσιάστηκε: «Οι φίλοι του Ευριπίδη είναι και δικοί μου φίλοι». Μετά κατευθύνθηκα προς το El Genio Equivocado, στην Γκράθια. Από τα ηχεία έπαιζε Garbage, μετά Cardigans. Έφυγα με το Flag, ένα βινύλιο που κυκλοφόρησε το 1988 από το ελβετικό synth pop ντουέτο Yello. Δεν τους γνώριζα, αλλά μου άρεσε το εξώφυλλο του δίσκου τους. Τα καλύτερα ξοδεμένα 12 ευρώ μου στη Βαρκελώνη.
Η τέχνη του «τώρα» στο Ραβάλ

Έχοντας τελειώσει με την Ιστορία της Τέχνης και τα δισκάδικα, έβαλα στο πρόγραμμα τη γειτονιά Ραβάλ, που κάποτε ήταν διάσημη για τα πορνεία της. Ανάμεσα σε κτίρια από πέτρα και άλλα που έχουν χρόνια να βαφτούν, βρίσκονται δύο από τα σημαντικότερα μουσεία σύγχρονης τέχνης της Ισπανίας, το CCCB και το MACBA, «κολλημένα» μεταξύ τους. Στο CCCB (Κέντρο Σύγχρονου Πολιτισμού της Βαρκελώνης) έως το φθινόπωρο θα τρέχουν δύο εκθέσεις (συνδυαστικό εισιτήριο 8 ευρώ): Το ζωγραφίζειν εστί σκέπτεσθαι (Drawing is thinking) του κομίστα Κρις Γουέρ και Στην ταραχή της ατμόσφαιρας… (In the troubled air… ), που διερευνά το πώς αποδίδεται το συναίσθημα σε τριακόσια έργα καλλιτεχνών, όπως ο Μπρεχτ, ο Παζολίνι κ.ά. Πιο πολύ από τις εκθέσεις με ενθουσίασε το βιβλιοπωλείο του, το Laie CCCB, στο οποίο μπορεί κανείς να βρει από μια υπέροχη έκδοση του σεναρίου του Αστακού του Γιώργου Λάνθιμου έως κασετίνες με σχέδια του Tom of Finland.
Όταν, απογευματινή ώρα, περνούσα τη θύρα του MACBA (Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Βαρκελώνης, εισιτήριο: 12 ευρώ), στον περίβολό του φλέξαραν τις ικανότητές τους νεαροί σκεϊτάδες. Όταν έβγαινα, άνθρωποι ήταν ξαπλωμένοι στο έδαφος. Η περιοχή θεωρείται «hotspot σύγχρονου πολιτισμού και υψηλής εγκληματικότητας», παρ’ όλα αυτά δεν ένιωσα να απειλούμαι. Στον δεύτερο όροφό του είδα την πιο ενδιαφέρουσα έκθεση στην πόλη, τις Επικλήσεις αντίστασης (Pleas of resistance, έως 26.10) του εγκατεστημένου στις ΗΠΑ Κολομβιανού Κάρλος Μότα. Περιλαμβάνει φωτογραφίες, ντοκιμαντέρ, γλυπτά και βίντεο περφόρμανς από την 25ετή πορεία του, που τη διατρέχουν οι θεματικές του ιμπεριαλισμού, των σχέσεων εξουσίας, της σεξουαλικότητας, της κουίρ και οροθετικής εμπειρίας.
Ντιζάιν στην περιοχή 22@

Αφού ξεκουράστηκα το μεσημέρι στο ξενοδοχείο μου, συνέχισα την πολιτιστική μου περιήγηση με μια επίσκεψη στο Μουσείο Ντιζάιν (Museu del Disseny, γενική είσοδος: 6 ευρώ), που μοιάζει με γιγάντιο επιτραπέζιο συρραπτικό. Δίπλα του στέκει ένα άλλο αρχιτεκτονικό αξιοθέατο, ο ουρανοξύστης Τόρε Γκλόριες, σχεδιασμένος από τον Ζαν Νουβέλ (Βραβείο Πρίτσκερ 2008) ώστε να μοιάζει με θερμοπίδακα. Πιο πολύ, βέβαια, φέρνει σε δονητή. Αμφότερα τα κτίρια βρίσκονται στην Πλάθα ντε λες Γκλόριες Καταλάνες, γύρω από την οποία εκτείνεται η χιπ περιοχή 22@ του Πόμπλε Νόου, ένα από τα μεγαλύτερα εν εξελίξει ευρωπαϊκά πρότζεκτ αστικής ανάπλασης. Το Πόμπλε Νόου, κάποτε γνωστό ως «το Μάντσεστερ της Ισπανίας», είναι γεμάτο πρώην εργοστάσια που πλέον λειτουργούν ως κάτι άλλο. Το μουσείο εγκαινιάστηκε το 2014, οι μόνιμες εκθέσεις του εκτείνονται σε τέσσερα επίπεδα και περιλαμβάνουν εμβληματικά ή ιστορικής σημασίας αντικείμενα του καθημερινού πολιτισμού (όπως η σφουγγαρίστρα με κοντάρι – τι εφεύρεση κι αυτή!), ενώ καταγράφουν την έκρηξη του ισπανικού ντιζάιν στις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Είναι αρκετά ήσυχο, χωρίς πολύ κόσμο.
Αξίζει ο Γκαουντί;
Δεκαπέντε λεπτά με το μετρό από την Πλάθα Καταλούνια βρίσκεται το διασημότερο έμβλημα της Βαρκελώνης, η Σαγράδα Φαμίλια που οραματίστηκε ο Γκαουντί. Ο Ευριπίδης θα μου πει: «Ναι, μπορεί να είναι τέρμα τουριστική, αλλά αξίζει». Αποφάσισα να πάω το πρωινό της τρίτης και τελευταίας μου μέρας στην πόλη. Μιλάμε για έναν μαξιμαλιστικό γοτθικό ναό που παραμένει υπό κατασκευή από το 1882. Καλυμμένος ανά τμήματα με σκαλωσιές και δίχτυα περίφραξης, τα περίτεχνα καμπαναριά του θα λάβουν την τελική τους μορφή του χρόνου. Γύρω του, σουβενιράδικα πωλούσαν φιγουρίνια Σπανιόλων χορευτριών, κούπες με κρακελέ σχέδια και φανέλες του Μέσι. Οι ορδές των τουριστών με απέτρεψαν να κλείσω επιτόπου, μέσα από ένα app, εισιτήριο για ξενάγηση στο εσωτερικό του. Για τον ίδιο λόγο δεν πήγα στο, σχεδιασμένο από τον Γκαουντί, Πάρκο Γκουέλ.
Συνέχισα τη βόλτα μου σε μια Βαρκελώνη γεμάτη ανθρώπους που έκαναν τζόγκινγκ και περιστέρια που μου φάνηκε ότι περπατούσαν σαν κότες.
Στο Μπορν για Τζεφ Κουνς και χάζι

Στη συνέχεια, κατευθύνθηκα προς το Moco Museum Barcelona (γενική είσοδος: 18 ευρώ). Άνοιξε πριν από πέντε χρόνια στην καρδιά του Μπορν και στεγάζεται στο Παλάου Θερβιγιό. Γειτνιάζει με το Μουσείο Πικάσο (Museu Picasso, γενική είσοδος: 15 ευρώ) που είναι γεμάτο τουρίστες και, αν έχει δει κανείς πολύ Πικάσο στη ζωή του, μπορεί να κάνει ότι δεν το είδε. Ανάμεσα σε γραφικά στενά και φοινικιές, παραμένει ανοιχτό επτά ημέρες την εβδομάδα, από τις 10 το πρωί έως τις 8 το απόγευμα. Εκεί είδα έργα των Ζαν-Μισέλ Μπασκιά, Μαρίνα Αμπράμοβιτς, Τζεφ Κουνς, Γιαγιόι Κουσάμα, Μπάνκσι, Beeple και Τακάσι Μουρακάμι, συνοδευόμενα από πολύ σύντομα, έξυπνα, εκλαϊκευτικά επιμελητικά σημειώματα, που κάνουν τη βόλτα ανάλαφρη. Ήταν γεμάτο κόσμο, που έμοιαζε έτοιμος να πάει σε πάρτι. Στο δε πάτιό του κυριαρχεί ένα τεραστίων διαστάσεων γλυπτό με το φιγουρίνι-σήμα κατατεθέν του Kaws, ενώ στο ισόγειο λειτουργεί το Moco Store.
Στο Moco Museum Barcelona θα δείτε έργα των Ζαν-Μισέλ Μπασκιά, Μαρίνα Αμπράμοβιτς, Τζεφ Κουνς, Γιαγιόι Κουσάμα, Μπάνκσι, Beeple και Τακάσι Μουρακάμι.
Στη γειτονιά υπάρχουν και άλλα μουσεία, γκαλερί και καταστήματα με σουβενίρ, στα οποία χάζεψα μπαινοβγαίνοντας την τελευταία μου νύχτα στη Βαρκελώνη. Δείπνησα στο Orvay (στον αριθμό 4 της Passeig del Born), που η τζαμαρία του βλέπει στη Βασιλική της Σάντα Μαρία ντελ Μαρ. Σερβίρει τάπας σε μορφή fine dining και τοπικά κρασιά. Δοκιμάστε οπωσδήποτε τα μακαρόν από ασιατικά μανιτάρια σιτάκε σε μορφή τουρσί και μαύρη τρούφα (7,95 ευρώ). Παρότι η Βαρκελώνη θεωρείται γαστρονομικός προορισμός, διασχίζοντάς την κανείς ανυποψίαστος του δίνει την εντύπωση μιας πόλης γεμάτης McDonald’s (εντός των ορίων της βρίσκονται 61) και φαγάδικα για τουρίστες που μυρίζουν ψάρι και αυγό. Για τους vegan, όπως είμαι εγώ, οι επιλογές ήταν περιορισμένες.
Νύχτες κουλτούρας

Η μέρα φεύγει, οι ψυχαγωγικές πολιτιστικές εμπειρίες έρχονται στην Κάζα Μπατγιό και στην Κάζα Μιλά (ή Λα Πεδρέρα), τα δύο εκλεκτικιστικά κτίρια του Γκαουντί που φτιάχτηκαν ως σπίτια για μεγαλοαστικές οικογένειες με προχωρημένο γούστο. Βρίσκονται κοντά το ένα με το άλλο, πέντε με δέκα λεπτά περπάτημα από την Πλάθα Καταλούνια, επί της Πασέιτζ ντε Γκράθια με τα όμορφα κυκλικά παγκάκια, ανάμεσα σε πολυτελείς μπουτίκ. Τα επισκέφθηκα, ένα κάθε βράδυ, την ώρα που έκλειναν τα μαγαζιά και οι καλοντυμένοι πωλητές μπλέκονταν με τους χίπστερ με τα φαρδιά παντελόνια και τα κρεμαστά σκουλαρίκια, αλλά και με τους κομψούς κατοίκους της περιοχής που έβγαζαν βόλτα τους σκύλους τους.
Την πρώτη μου νύχτα, πρόλαβα «στο τσακ» το τελευταίο slot εισόδου στην ψυχεδελικά φωτισμένη Κάζα Μπατγιό, στις 21.15. Το εισιτήριο, ανάλογα με τη μέρα και το slot, κοστίζει από 25 έως 34 ευρώ με ένα ποτήρι κάβα (τοπικός αφρώδης οίνος) ή ένα κοκτέιλ Μιμόζα. Με ένα τάμπλετ ανά χείρας αντί ξεναγού, περιηγήθηκα στις αίθουσες και στους ορόφους της, ζώντας μια εμβυθιστική εμπειρία γεμάτη αστρικά χρώματα, αλλά και αρώματα – στον χώρο που κάποτε ήταν το πλυσταριό μύριζε σαπούνι Μασσαλίας. Τη δεύτερη νύχτα μου έβαλα στο πρόγραμμα τον τελευταίο γύρο της La Pedrera Night Experience, με ξενάγηση στα αγγλικά, που ξεκίνησε στις 10 το βράδυ, μου κόστισε 39 ευρώ και ολοκληρώθηκε με ένα ποτήρι κάβα και γλυκά κεράσματα. Πριν από αυτά, απόλαυσα ένα σόου προβολών στην ταράτσα της με τους υπέροχους «τρούλους» και είδα με τέτοιο τρόπο τη Βαρκελώνη από ψηλά, που δεν θα την ξεχάσω ποτέ.

