Εχει περάσει καιρός από τότε που διάβασα μια φρέσκια ελληνική ταξιδιωτική αφήγηση· έχω βαρεθεί να βλέπω την εμπειρία να συμπυκνώνεται στο ποστάρισμα ενός reel στο Instagram ή σε ένα βίντεο στο TikTok, αντί να ξεδιπλώνεται στις σελίδες ενός βιβλίου. Βρίσκω πολύ πιο ενδιαφέρον κάποιος να μη μου λέει απλά πού πήγε και τι έφαγε, αλλά κόντρα στην κυρίαρχη τάση να δημιουργεί μια αφήγηση, καταθέτοντας σκέψεις, παρατηρήσεις και συγκρίσεις. Με λίγα λόγια, όταν επικοινωνεί το ταξίδι του ως βίωμα και όχι απλώς ως περιεχόμενο.
Μια τέτοια περίπτωση είναι το Bar Italia, του νομικού Ζώη Κάσαρη και του πολιτικού επιστήμονα Γιάννη Μπαλαμπανίδη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις. Σε διαφορετικούς χρόνους, oι συγγραφείς από χόμπι και φίλοι στη ζωή από τη Θεσσαλονίκη ταξίδεψαν στην Ιταλία· ο ένας σε πόλεις του Βορρά και ο άλλος στη Νάπολη. Καρπός αυτών των ταξιδιών είναι δύο ιστορίες που υμνούν διαφορετικές πτυχές της ιταλικής κουλτούρας, φέρνουν στο προσκήνιο αναπόφευκτες συγκρίσεις με την Ελλάδα, αλλά και εκθέτουν επιχειρήματα για το αν η Θεσσαλονίκη είναι «ούνα φάτσα, ούνα ράτσα» με την Τεργέστη ή τη Νάπολη. Με την απορία ποια είναι τελικά η ιταλική εκδοχή της πόλης όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα κι εγώ, τους συνάντησα ένα απόγευμα μετά τη δουλειά σε μια αθηναϊκή σπριτσερία για απεριτίβο.
Αναγέννηση, ΠΑΟΚ, Σορεντίνο
Η σύνδεση των δύο συντοπιτών με την Ιταλία ξεκίνησε από τα φοιτητικά τους χρόνια, όταν σε ένα μπαρ της Θεσσαλονίκης προσπαθούσαν να βρουν την πόλη που της μοιάζει «στην πιο ωραία χώρα του κόσμου», όπως τη χαρακτηρίζουν, λόγω των πολιτιστικών και γαστρονομικών επιρροών της στην Ελλάδα.
Για τον Κάσαρη, η αγάπη για την Ιταλία συνδέεται με μια γοητεία που απορρέει από τις ιδέες της Αναγέννησης και την άκρως δημοφιλή μουσική των δεκαετιών του 1960 και του 1970 μέχρι την επιρροή της ποπ κουλτούρας στα ελληνικά τηλεοπτικά προϊόντα των πρώτων χρόνων της ιδιωτικής τηλεόρασης. Ο Μπαλαμπανίδης νιώθει μια γλυκιά συγγένεια με τους Ναπολιτάνους λόγω της ιδιαίτερης σχέσης τους με την ποδοσφαιρική ομάδα τους. Παρατηρεί πως αυτοί οι ισχυροί δεσμοί αντιστοιχούν στα συναισθήματα που διατηρεί μερίδα Θεσσαλονικέων για τον ΠΑΟΚ. Εκεί όμως που εντάθηκε η αγάπη για τη Νάπολη ήταν με τις ταινίες του Πάολο Σορεντίνο, για τις οποίες ο Κάσαρης χαριτολογεί λέγοντας πως «ο Γαλλόφιλος Γιάννης ξαφνικά ανακάλυψε τον Ναπολιτάνο εαυτό του». Ταυτόχρονα, ο ίδιος εντοπίζει πως η γεωγραφική διαφοροποίηση Ελλάδας-Ιταλίας δεν είναι μεγάλη. «Σε εμάς, ο Βορράς είναι πιο φτωχός, ενώ η οικονομία βρίσκεται στον Νότο. Στην Ιταλία συμβαίνει το ίδιο, μόνο που γεωγραφικά εντοπίζεται ανάποδα».
Ντόλτσε βίτα
Τις πρώτες ημέρες του Μαΐου του 2024, χωρίς πολλή σκέψη, ο Κάσαρης ταξιδεύει με πλοίο από την Πάτρα στην Ανκόνα και περιπλανείται για λίγες ημέρες σε διάφορες πόλεις της βόρειας Ιταλίας (Μπολόνια, Τεργέστη, Βενετία, Μιλάνο). Ορμώμενος από τη δυναμική παρουσία του ελληνισμού στο λιμάνι της Τεργέστης τον 19ο αιώνα, κάνει κάποιους παραλληλισμούς με τη Θεσσαλονίκη λόγω της σχέσης που έχουν οι δύο πόλεις με τη θάλασσα. Η ομορφιά της βόρειας Ιταλίας τον συνεπαίρνει. Έχοντας για συντροφιά την Πικρή Ζωή (εκδ. Ακυβέρνητες Πολιτείες) του Λουτσιάνο Μπιαντσιάρντι, συνομιλεί με αγνώστους όπου βρεθεί, σε μουσεία, μπαρ και ξενοδοχεία. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, λίγο πριν οι αναμνήσεις αρχίσουν να θαμπώνουν, καταλήγει ότι «ο μόνος τρόπος για να μοιραστώ αυτό το ταξίδι ήταν να το αφηγηθώ γραπτώς. Συν τοις άλλοις, θα μου έπαιρνε πολύ χρόνο να το διηγηθώ στους φίλους μου». Έτσι ανεβάζει για έναν μικρό κύκλο ανθρώπων στο Facebook τις ιστορίες του, σε μερικές από τις οποίες απευθύνεται στον φίλο του, σαν μια λογοτεχνική πρόσκληση για μοίρασμα εμπειριών.
Ο Μπαλαμπανίδης απαντά, καταθέτοντας τις δικές του αναμνήσεις από τη Νάπολη. Θα επισκεφθεί αργότερα τον ιταλικό Νότο, έχοντας συμπτωματικά στις αποσκευές του το ίδιο βιβλίο με τον αδερφικό του φίλο. Θέματα όπως ο υπερτουρισμός, η σχέση των ανθρώπων με τη θρησκεία, η στάση απέναντι στους μετανάστες, η καθημερινή ζωή, τον απασχολούν και του εξάπτουν την περιέργεια. «Όταν πηγαίνω σε μια πόλη, επισκέπτομαι πάντα ένα σούπερ μάρκετ, για να δω τι ψωνίζει ο κόσμος, αλλά και τις πλούσιες και στις φτωχές συνοικίες, για να παρατηρήσω τις αντιθέσεις. Βέβαια, στη Νάπολη υπάρχουν και οι αντιθέσεις σε άλλες πτυχές της ζωής. Βλέπεις τις κόγχες με τα αγαλματίδια της Παναγίας και του Χριστού και παραδίπλα την τοιχογραφία του Μαραντόνα, τη λατρεία για το ποδόσφαιρο, μια πιο κοσμική θρησκεία», λέει.
«Μητέρα Μεσόγειος»
«Το ταξίδι λειτουργεί απελευθερωτικά, σε αποδεσμεύει από τις ταυτότητες και τους ρόλους που έχεις στον τόπο σου και σου επιτρέπει να λειτουργήσεις πιο αυθεντικά. Το να συνομιλείς με ανθρώπους είναι εξίσου ουσιαστικό, καθώς μέσα από αυτές τις επαφές όχι μόνο κατανοείς καλύτερα την άλλη χώρα, αλλά και τον εαυτό σου. Το ταξίδι ενεργοποιεί και αυτή τη διαδικασία: ανατρέχουμε στον τρόπο που μιλάμε, διασκεδάζουμε και φλερτάρουμε. Κάθε εμπειρία μπορεί να γίνει γνώση, αρκεί να τολμήσεις να βγεις από το comfort zone σου και να πιάσεις κουβέντα. Η Ιταλία είναι μια χώρα που προφανώς το εμπνέει και είναι πρόσφορη για τέτοιες συγκρίσεις», τονίζει ο Κάσαρης.
«Αυτό που μας συγκινεί το ίδιο, σε όποιο λιμάνι κι αν βρεθούμε, είναι η μεγάλη αγκαλιά της Μεσογείου».
Διαβάζοντας και τα δύο αφηγήματα, αμφιταλαντεύομαι για το ποιο είναι το ιταλικό ταίρι της Θεσσαλονίκης. Τόσο στην περίπτωση της Τεργέστης όσο και της Νάπολης, οι δύο φίλοι συμφωνούν πως η γλυκιά μελαγχολία του θαλάσσιου μετώπου είναι κοινή συνισταμένη ανάμεσα στις τρεις πόλεις. «Νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε πως αυτό που μας συγκινεί το ίδιο, σε όποιο λιμάνι κι αν βρεθούμε, είναι η μεγάλη αγκαλιά της Μεσογείου· το κοινό σημείο αναφοράς όλων των ανθρώπων που έχουν συνδεθεί ιστορικά, πολιτιστικά, ποδοσφαιρικά και βιωματικά με διάφορα νήματα», καταλήγουν, καθώς πίνουν τις τελευταίες γουλιές από το απεριτίβο τους.
*Το Bar Italia – Δύο ταξίδια κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

