Να ένας παράδοξος τρόπος να μετρηθεί η επιδραστικότητα μιας ταινίας: Το καλοκαίρι του 1975 υπολογίστηκε ότι ο κόσμος που επισκέφτηκε τις αμερικανικές παραλίες ήταν λιγότερος σε σχέση με το προηγούμενο. Τέτοιο ήταν το σοκ που είχε προκαλέσει ο μεγάλος λευκός καρχαρίας με τις βραδινές του εμφανίσεις στα σινεμά της χώρας. Τα Σαγόνια του καρχαρία είχαν κάνει πρεμιέρα στην αρχή εκείνου του καλοκαιριού, τέτοιες μέρες πριν από πενήντα χρόνια.
Για τη Universal ήταν ένα μεγάλο στοίχημα, εξ ου και επένδυσε πολύ στο μάρκετινγκ με μια καμπάνια που περιλάμβανε τηλεοπτικά σποτ 30 δευτερολέπτων σε prime time, αλλά και τη δημιουργία ενός άτυπου brand με μπλουζάκια, παιχνίδια, αξεσουάρ, ακόμα και στολές καρχαρία. Η σκηνοθεσία ανατέθηκε στον ελάχιστα γνωστό τότε Στίβεν Σπίλμπεργκ, 29 ετών, ο οποίος μάλιστα ανέλαβε τη δουλειά με σχετική βαρυθυμία, φοβούμενος μη στιγματιστεί ως κάποιος που γυρίζει «ταινίες με καρχαρίες». Στο δε καστ επιλέχθηκαν καλοί ηθοποιοί (π.χ. Ρόι Σάιντερ, Ρίτσαρντ Ντρέιφους), αλλά όχι μεγάλοι σταρ. Αυτό εν μέρει ήταν επιθυμία του Σπίλμπεργκ, ο οποίος δεν ήθελε πολύ αναγνωρίσιμα πρόσωπα: η ιστορία έπρεπε να μοιάζει καθημερινή και χωρίς χολιγουντιανή λάμψη, να νιώσει ο θεατής ότι αυτό που βλέπει είναι πιθανό να συμβεί στ’ αλήθεια.

Σημαντικός παράγοντας αποδείχθηκε και η πρωτότυπη μουσική που συνέθεσε ο Τζον Γουίλιαμς – κι ας τον κοίταξε απορημένος ο Σπίλμπεργκ όταν άκουσε ένα δίωρο μοτίβο στο πιάνο. Ο Γουίλιαμς είχε φτιάξει τον αρχετυπικό ήχο της αγωνίας.
Η επιτυχία ήταν σαρωτική. Με ένα σχετικά υψηλό για την εποχή μπάτζετ 9 εκατ. δολαρίων, η ταινία έφερε πίσω στα ταμεία το ποσό των 477 εκατ. και έγινε η πιο επικερδής όλων των εποχών, ρεκόρ που διατηρήθηκε για μία διετία· μια γέφυρα ανάμεσα στον Νονό και τον Πόλεμο των Άστρων. Κέρδισε και τρία Όσκαρ (μουσικής, μοντάζ, ήχου), χάνοντας αυτό της καλύτερης ταινίας από τη Φωλιά του κούκου.
Ο αόρατος εχθρός

Η μυθολογία του φιλμ λέει ότι η αρχική πρόθεση της παραγωγής ήταν να χρησιμοποιηθεί στα γυρίσματα ένας εκπαιδευμένος (;) λευκός καρχαρίας, αλλά αυτό γρήγορα αποδείχθηκε ανεδαφικό. Αντ’ αυτού κατασκευάστηκαν τρεις ρομποτικοί καρχαρίες (κόστους 250.000 δολαρίων ο καθένας), οι οποίοι όμως απογοήτευσαν τον Σπίλμπεργκ. Δεν του φάνηκαν αρκετά ρεαλιστικοί. Γι’ αυτό και σκαρφίστηκε κάτι που αποδείχθηκε σοφό: τους έκρυψε. Η ταινία διαρκεί 124 λεπτά, αλλά μέχρι το 81ο ο καρχαρίας δεν έχει εμφανιστεί, και στην περίπτωση αυτή ισχύει ο κανόνας ότι αυτό που δεν φαίνεται είναι πιο τρομακτικό από αυτό που φαίνεται. Βλέπουμε, δηλαδή, τον μικρό Άλεξ να κολυμπάει, αλλά δεν βλέπουμε αυτό που τον σκοτώνει. Έτσι κι αλλιώς, το πραγματικά τρομακτικό βρίσκεται στο πλάνο που ακολουθεί, με τη μητέρα του μικρού να περιμένει να τον δει να βγαίνει στη στεριά, όπως όλα τα άλλα παιδιά, μέχρι που η θάλασσα αδειάζει και μια κόκκινη κηλίδα βάφει το κύμα. Το ύφος της είναι τόσο σπαρακτικό (συγκλονιστική η ερμηνεία της Λι Φιέρο, στον επί της ουσίας μοναδικό κινηματογραφικό της ρόλο), που ως θεατές δεν μπορούμε παρά να δεσμευτούμε συναισθηματικά ότι στο εξής δεν παρακολουθούμε απλώς μια ταινία τρόμου, αλλά τη μάχη του ανθρώπου με κάτι που τον απειλεί.

Η ταινία διαρκεί 124 λεπτά, αλλά μέχρι το 81ο ο καρχαρίας δεν έχει εμφανιστεί, και στην περίπτωση αυτή ισχύει ο κανόνας ότι αυτό που δεν φαίνεται είναι πιο τρομακτικό από αυτό που φαίνεται.
Αν ενδιαφέρεστε για μια τραβηγμένη ίσως θεωρία, αυτό το «κάτι» είναι ο καπιταλισμός και όλη αυτή η ιστορία είναι μια αλληγορία, τουλάχιστον έτσι εκτίμησε το νόημα της ταινίας ένας από τους διάσημους θαυμαστές της, ο Φιντέλ Κάστρο. Μια άλλη θεωρία αναφέρει ότι τα Σαγόνια του καρχαρία αποτελούν μια παράλληλη εξιστόρηση των γεγονότων του πολύ φρέσκου τότε σκανδάλου Γουοτεργκέιτ. Αν μείνουμε πάντως σε μια πιο επιφανειακή ανάγνωση, αυτό που βλέπουμε είναι ένα τέρας που σκορπάει τον τρόμο.
Ποιος απειλεί ποιον

Προϊόντων των ετών αναπτύχθηκε ο όρος «Jaws effect», η τάση δηλαδή να θεωρούμε τους καρχαρίες «κακούς», επιθετικούς και από επιλογή ανθρωποφάγους, απορώντας ενίοτε γιατί αποτελεί πρόβλημα η φωτογραφία του περήφανου ψαρά που έπιασε και σκότωσε έναν τέτοιο «δολοφόνο». Χρειάστηκε να γίνει ένας μεγάλος αγώνας από περιβαλλοντικές οργανώσεις (και την Pixar με το Ψάχνοντας τον Νέμο), ώστε να απενοχοποιηθεί ο καρχαρίας και να καταστεί σαφές ότι ακόμα και ο λευκός δεν έχει καμία διάθεση να επιτεθεί σε έναν άνθρωπο, εξ ου και οι ελάχιστες καταγεγραμμένες επιθέσεις. Σε αυτόν τον αγώνα προστέθηκε κάποια στιγμή και ο συγγραφέας Πίτερ Μπέντσλεϊ (1940-2006), στο ομώνυμο μυθιστόρημα του οποίου βασίστηκε η ταινία. Ο Μπέντσλεϊ κατέληξε στο άλλο «στρατόπεδο», εκδηλώνοντας δημόσια την ανησυχία του για το πόσο απειλούνται οι καρχαρίες από τους ανθρώπους και όχι το αντίθετο, ενώ δήλωσε και ότι, αν ήξερε τι θα προκαλούσε, δεν θα είχε γράψει ποτέ το βιβλίο.

Δεν είναι μόνο δική του ευθύνη. Ο άνθρωπος ανέκαθεν έβρισκε στη θάλασσα εχθρούς και η φαντασίωση του θαλάσσιου τρόμου προϋπήρχε της ταινίας – από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη της μυθολογίας μέχρι τον φοβερό φυσητήρα στο Μόμπι Ντικ. Μετά τα Σαγόνια, πάντως, η αλήθεια είναι ότι το σινεμά αγκάλιασε το στερεότυπο του «κακού καρχαρία» και συνεχίζει να τον δαιμονοποιεί χωρίς τύψεις· έχει μετρηθεί ότι το 96% των περιπτώσεων που ένας καρχαρίας εμφανίζεται σε ταινία παρουσιάζεται ως απειλητικός. Δημιουργήθηκε «σχολή» με αυτή τη συνταγή. Από τα τρία σίκουελ των Σαγονιών (1978, 1983, 1987 – κανένα από τον Σπίλμπεργκ) μέχρι τα Βαθιά άγρια θάλασσα (1999), Άγριος ωκεανός (2003), Σε ρηχά νερά (2016), Ο κυρίαρχος του βυθού (2018) κ.ά., η ιστορία επί της ουσίας επαναλαμβάνεται. Υπάρχουν εκατοντάδες ακόμα τίτλοι, ταινίες ως επί το πλείστον μέτριες ή απερίγραπτα κακές, όπως π.χ. οι (πέντε!) τηλεταινίες Sharknado, όπου ένας τυφώνας φέρνει καρχαρίες στην πόλη.
«Θα χρειαστείς μεγαλύτερη βάρκα»

Πενήντα χρόνια μετά, λοιπόν, τα Σαγόνια του καρχαρία αντιμετωπίζονται ως ένα πολιτιστικό φαινόμενο, απ’ αυτά που οι προεκτάσεις τους ξεπερνούν την ίδια τους την ύπαρξη. Για το Χόλιγουντ υπήρξε μια τομή, η αρχή μιας νέας εποχής. Η επιτυχία της ταινίας καθιέρωσε τη λογική του «καλοκαιρινού μπλοκμπάστερ» και έδωσε το παράδειγμα για το πώς μια εμπορική περιπέτεια με πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο μπορεί να γεμίσει τα σινεμά όλου του κόσμου και να αποφέρει έσοδα εκατοντάδων εκατομμυρίων. Στο Μάρθας Βίνεγιαρντ, το νησάκι της Μασαχουσέτης όπου γυρίστηκε η ταινία, οργανώνεται αυτές τις μέρες ένα πολυήμερο φεστιβάλ με αφορμή την επέτειο της ταινίας. Εκθέσεις, πάρτι, προβολές, ομιλίες, κάπου θα εμφανιστεί και ο 63χρονος Τζέφρι Βούρχις, που είχε υποδυθεί τότε τον μικρό Άλεξ – ο άνθρωπος δεν έκανε καριέρα στο σινεμά και ασχολήθηκε στη ζωή του με την εστίαση, παρ’ όλα αυτά εκείνος ο ρόλος τού εξασφαλίζει ακόμα μια καλτ υπόσταση. Επιδιορθώθηκε επίσης και παρουσιάζεται το κλασικό σκάφος που χρησιμοποιήθηκε στην ταινία, το «Όρκα», αυτό για το οποίο ο Σάιντερ λέει την πιο διάσημη ατάκα, σοκαρισμένος από το μέγεθος του καρχαρία: «You’re gonna need a bigger boat».

Η επιτυχία της ταινίας καθιέρωσε τη λογική του «καλοκαιρινού μπλοκμπάστερ» και έδωσε το παράδειγμα για το πώς μια εμπορική περιπέτεια μπορεί να γεμίσει τα σινεμά του κόσμου.
Ωραία όλα αυτά. Ας κλείσουμε όμως έτσι: Κατά τη διάρκεια της περασμένης χρονιάς καταγράφηκαν 47 απρόκλητες επιθέσεις καρχαριών σε ανθρώπους που είχαν ως αποτέλεσμα τέσσερις θανάτους. Την ίδια στιγμή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο οργανισμός IFAW (International Fund for Animal Welfare), «οι άνθρωποι σκοτώνουν περίπου 100 εκατομμύρια καρχαρίες κάθε χρόνιο. Αυτό σημαίνει περίπου 274.000 καρχαρίες τη μέρα, πάνω από 11.000 καρχαρίες κάθε ώρα και κάπου τρεις καρχαρίες κάθε δευτερόλεπτο». Σκεφτείτε πόσο χρόνο κάνατε να διαβάσετε αυτό το κείμενο.

