«Αν το μάθει ο πατέρας σου, θα τις φας για τα καλά!»
«Άσε τον πατέρα σου, δεν ξέρει από αυτά»,
«Κάνε ησυχία, ο μπαμπάς ξεκουράζεται»:
Αυτές είναι μερικές ατάκες που ηχούν ακόμα στα αυτιά μας από τις μακρινές δεκαετίες του ’80, του ’90, ακόμα και του ’00. Επιβιώνουν, άραγε, ακόμα αυτά τα στερεότυπα πατέρα, εκείνου που ήταν φόβητρο και δυνάστης, κουβαλητής και ήρωας εκτός σπιτιού, αλλά εντός του μια σιωπηλή φιγούρα μπροστά από την τηλεόραση; Μια βόλτα σήμερα σε όλα τα σημεία όπου συχνάζουν μικρά παιδιά, σε παιδικές χαρές, πισίνες baby swimming, αναμονές παιδιάτρων, αναδεικνύει ότι οι πατεράδες τείνουν να δίνουν περισσότερο το «παρών». Είναι, όμως, αυτό αρκετό για να μιλήσουμε για ανατροπή των παλαιών προτύπων; Είναι εξίσου δραστήριοι και στο σπίτι; Συζητήσαμε με πέντε άντρες, που έχουν γίνει πρόσφατα γονείς, για το πώς βιώνουν τον ρόλο τους και πόσο συμμετέχουν στη φροντίδα και την ανατροφή των παιδιών τους.
Οι πρωινές «βάρδιες»
Είναι πέντε το πρωί. Η Φοίβη και η Χλόη, οκτώ μηνών, έχουν επαρκώς δοκιμάσει τις αντοχές των γονιών τους όλη τη νύχτα. «Τα αντανακλαστικά της μαμάς τους είναι πιο οξυμμένα, πετάγεται πιο γρήγορα όταν ακούει το κλάμα τους και δύσκολα ξανακοιμάται», λέει ο πατέρας τους, Κώστας Νικολόπουλος. Έτσι, εκείνος, κατά τι πιο ξεκούραστος, αναλαμβάνει τις δύο κόρες το ξημέρωμα, από τις 5 έως τις 7 π.μ. «Είναι ένα δίωρο μεταξύ ύπνου και ξύπνιου που απολαμβάνω, διότι είναι και οι δύο ξεκούραστες και χορτάτες, δεν γκρινιάζουν, αντίθετα είναι πολύ τρυφερές».
Λίγο πιο μετά, γύρω στις 6 π.μ., ξυπνάει και ο Γιώργος Κολοφώτης, πατέρας της τρίχρονης Μαριάννας. «Θέλω το πρωί λίγη ησυχία για να ανασυγκροτηθώ πριν ξυπνήσει», λέει ο Γιώργος, που εκτός από την πρώτη πρωινή «βάρδια», έως τις 9 π.μ., αναλαμβάνει και τη βραδινή και τη μεταμεσονύχτια. «Η γυναίκα μου εργάζεται όλο το απόγευμα μέχρι και τις 9-10 το βράδυ, ήταν λοιπόν εξαρχής σαφές ότι θα έπρεπε εγώ να αναλάβω δράση. Άλλωστε, ανέκαθεν μοιραζόμασταν τις δουλειές του σπιτιού». Από παιδιά δεν είχε εμπειρία, ήταν όμως αποφασισμένος να αποκτήσει, αυτοσχεδιάζοντας και ακολουθώντας τις ανάγκες της κόρης του. Μετά τη δουλειά αναλαμβάνει το μπάνιο και το κοίμισμα. Καθώς η δουλειά του δεν έχει καθορισμένο ωράριο –εργάζεται σε ναυτιλιακή–, προσπαθεί πάντα να αφήνει δύο «καθαρά» δίωρα για το παιδί. Τα παπάκια στην μπανιέρα, τα παραμύθια στο κρεβάτι και τα νανουρίσματα στο σκοτάδι είναι συνυφασμένα στο μυαλό της μικρής με τον μπαμπά της σε τέτοιο βαθμό, που όταν μέσα στη νύχτα ξυπνάει και πάει η μαμά της, εκείνη φωνάζει επιτακτικά: «Θέλω τον μπαμπά μου!».
Περίπου την ίδια ώρα στον Λυκαβηττό, ο Φοίβος, 27 μηνών, τσουγκρίζει το φλιτζάνι με το γάλα του με εκείνο του πατέρα του, Γιάννη Ιωαννίδη. «Σηκώνομαι πρώτος, πίνω τις πρώτες γουλιές καφέ, ετοιμάζω το γάλα του μικρού και τον καφέ της γυναίκας μου· σηκώνεται ξεκούραστος και χαμογελαστός, έτοιμος για παιχνίδι, γιατί προφανώς δεν έχει τις σκοτούρες των ενηλίκων, οπότε μάλλον σκέφτεται: “Τι ωραία που θα περάσουμε και σήμερα”». Μπαμπάς και γιος συζητούν περί ανέμων και υδάτων ή τραγουδούν μέχρι η ώρα να φτάσει περίπου 8.30 π.μ. Ο μικρός παρακολουθεί τον μπαμπά του να ντύνεται για το δικαστήριο και προσπαθεί να καταλάβει τι δουλειά κάνει. «Έχει μάθει να λέει “δικηγόρος”, έχει ξεπατικώσει την κινησιολογία της αγόρευσης και από καιρού εις καιρόν πετάει με έμφαση “αθώος”».
«Project manager είναι η μαμά»
Στον Κεραμεικό, ο Σάββας Κοβλακάς ετοιμάζει τα δύο του παιδιά, τον Στάθη και την Ελισάβετ, για το σχολείο. «Εγώ τα ξυπνάω και τα ντύνω, η μαμά τους ετοιμάζει το πρωινό». Ο Σάββας είναι ευγνώμων για τα μαθήματα ανώδυνου τοκετού και λοχείας τα οποία είχε παρακολουθήσει συστηματικά με τη σύντροφό του πριν από το πρώτο παιδί. «Ήμουν παρών και στις δύο γέννες, η δεύτερη δε έγινε στο σπίτι. Από την πρώτη μέρα ενεπλάκην στη σίτιση του γιου μας, διότι λόγω ίκτερου έπρεπε να τον ταΐζουμε συνεχώς με μητρικό μεν γάλα, αλλά σε μπιμπερό, οπότε του το δίναμε εναλλάξ, ώστε να ξεκουράζεται λίγο και η μαμά του».

Σήμερα, τα πηγαίνει και τα φέρνει στο σχολείο, «όπου οι μπαμπάδες στην παράδοση-παραλαβή παραμένουμε μειοψηφία». Λόγω της φύσης της δουλειάς του –είναι ηθοποιός– έχει χρόνο να αφιερώσει στα παιδιά, οπότε μοιράζεται τα καθήκοντα με τη σύντροφό του. «Τα παραλαμβάνω από το σχολείο, συνοδεύω το ένα από τα δύο στις απογευματινές δραστηριότητες, τα κοιμίζω· όμως η project manager είναι η μαμά», λέει γελώντας. «Εκείνη μιλάει με τις δασκάλες, συνεννοείται με τους άλλους γονείς, αποφασίζει τι θα φάνε, διεκπεραιώνει όλα τα γραφειοκρατικά». Το δυνατό, ωστόσο, σημείο του εν λόγω μπαμπά το ανακαλύπτουν μόνο όσοι τον έχουν συναντήσει σε παιδικές χαρές και ακρογιαλιές. Η φαντασία και η ευρηματικότητα του Σάββα, που έχει επί μακρόν εργαστεί με παιδιά σε θεατρικά εργαστήρια και παραστάσεις, ξετυλίγονται χωρίς ιδιαίτερη αφορμή. Έτσι ένα απλό σχοινί μπορεί να μετατραπεί σε κούνια, ένα πανί σε ινδιάνικη σκηνή και δύο σχισμένα χαρτόνια σε κάστρο… Στα έξι χρόνια που είναι μπαμπάς, έχει πάρει «απουσία» μόνο δύο εβδομάδες, κατά τις οποίες πήγε περιοδεία με τον θίασό του.
Το πρωινό ξύπνημα και ο ύπνος είναι απαιτητικά πρότζεκτ, τα οποία ωστόσο αφήνουν το δικό τους αποτύπωμα στη σχέση μπαμπά-παιδιού. «Όταν αποφασίσαμε με τη μητέρα του γιου μου να χωρίσουμε, η πιο τραυματική σκέψη ήταν ότι δεν θα κοιμόμασταν κάθε μέρα στο ίδιο σπίτι», λέει σήμερα ο Άκης Σακελλαρίου, πατέρας του τρίχρονου Αλέξανδρου. Το πρώτο τριήμερο που ο μικρός έμεινε στο σπίτι του Άκη, όπως ο ίδιος λέει, ήταν το δυσκολότερο της ζωής του και ο ίδιος δεν έκλεισε μάτι. «Και αυτό λόγω της δικής μου αγωνίας. Συνεχώς τσέκαρα αν κοιμάται καλά, αν αναπνέει στρωτά, αν κρυώνει ή αν ζεσταίνεται», λέει. Είχαν, άλλωστε, προηγηθεί έξι μήνες έντονης προετοιμασίας. «Είχα κάνει ανακαίνιση στο σπίτι, το είχα γεμίσει με μαξιλάρια και λούτρινα, είχα καλύψει τις γωνίες, είχα εφοδιαστεί με όλα τα κατάλληλα φάρμακα και είχα συμβουλευτεί φίλους με μικρά παιδιά». Τώρα πλέον περνούν μαζί τρία από τα τέσσερα Παρασκευοσαββατοκύριακα του μήνα και δύο απογεύματα την εβδομάδα. Άλλοτε κάνουν παζλ και παίζουν στη μοκέτα, άλλοτε επισκέπτονται παιδικές χαρές.
Τα πεταμένα παιχνίδια στο πάτωμα
«Μένουμε στην ίδια γειτονιά εδώ και 15 χρόνια, όμως μέχρι να γεννηθεί το παιδί ήμασταν αόρατοι. Με εκείνον στην αγκαλιά αρχίσαμε να γνωρίζουμε κόσμο, όχι μόνο γονείς άλλων παιδιών». Τώρα, ο Γιάννης ξέρει όλους τους μαγαζάτορες και τον ξέρουν κι εκείνοι· είναι ο μπαμπάς του Φοίβου. Πολλοί, μάλιστα, βλέποντας μόνο εκείνον στην αρχή με το καρότσι, είχαν πιστέψει ότι είναι single father. «Το πρώτο διάστημα είχα μεγάλη συμμετοχή, επειδή μεταξύ άλλων εγώ είχα και εμπειρία, έχω μια αδελφή δώδεκα χρόνια μικρότερη, οι γονείς μου με είχαν εμπιστευτεί από την αρχή, την άλλαζα, την έβαζα να ρευτεί, την κρατούσα όταν έβγαιναν». Έτσι, όταν πήρε στην αγκαλιά του τον Φοίβο, «ήταν κυριολεκτικά σαν να μην είχε περάσει μία μέρα».
Όσο ο Φοίβος μεγαλώνει, ο Γιάννης ονειρεύεται να τον μυήσει στα αναγνώσματα που αγαπάει και να τον ξεναγήσει στους τόπους που τον έχουν καθορίσει, στο Παρίσι, στην Ιταλία… «Ωστόσο, αντιλαμβάνομαι πλέον ότι, όσο σημαντικός κι αν είναι ο ποιοτικός χρόνος, για να συνδεθείς με το παιδί και να εισπράξει εκείνο την αγάπη σου, χρειάζεται να του αλλάξεις την πάνα, να μαζέψεις τα πεταμένα παιχνίδια στο πάτωμα, να του ετοιμάσεις το αυγό του, εσύ και κανένας άλλος». Σε αυτή την παραδοχή καταλήγει και ο Άκης. «Για να φτάσεις τη σχέση σε ένα καλό επίπεδο, πρέπει και να το φροντίσεις, όπως μια μαμά». Ο ίδιος δεν ήθελε ποτέ να γίνει όπως οι πατεράδες της προηγούμενης γενιάς, «που κυριολεκτικά δεν ήξεραν να αλλάζουν πάνα». Από την άλλη, όμως, «δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα μπορούσα να αντεπεξέρχομαι στον ρόλο του φροντιστή απολύτως μόνος μου». Εν προκειμένω, ο Άκης αυτό το διεκδίκησε συνειδητά και σθεναρά. «Δεν θέλω να μου πει κάποτε “εσύ πού ήσουν όταν ήμουν μικρός;”. Είμαι πεπεισμένος ότι τα παιδιά χρειάζονται και τον πατέρα τους, και για να είμαι ειλικρινής και εμείς τα χρειαζόμαστε. Για μένα ήταν ένα μεγάλο στοίχημα να βιώσω την πατρότητα». Όσοι τον γνωρίζουν, δεν τον έχουν ακούσει ποτέ να μιλάει για τα επαγγελματικά του επιτεύγματα –είναι πολιτικός επιστήμονας και εργάζεται ως σύμβουλος– με τον ενθουσιασμό που περιγράφει όσα έκανε μαζί με τον γιο του το Σαββατοκύριακο. «Όταν τα καταφέρνω με τον μικρό, νιώθω μεγάλη αυτοπεποίθηση, που δεν συγκρίνεται με οποιαδήποτε άλλη διάκριση, ακαδημαϊκή ή επαγγελματική». Όταν φτάνει η στιγμή να τον συνοδεύσει στο σπίτι της μαμάς του, «στην αρχή νιώθω ανακούφιση, ότι όλα πήγαν κατ’ ευχήν». Μέχρι, όμως, να φτάσει στο άδειο του σπίτι, «ο μικρός μού λείπει ήδη».
Ο μπαμπάς της Μαφάλντα
Η ύπαρξη των παιδιών λειτουργεί καταλυτικά. «Από τότε που έγινα πατέρας, έχω γίνει πιο συναισθηματικός και ευσυγκίνητος, μπορώ να κλάψω με την παραμικρή αφορμή. Είναι σαν να άλλαξαν οι ορμόνες μου», ομολογεί ο Σάββας, που παρατηρεί τα παιδιά του να μεγαλώνουν, να αποκτούν αυτοπεποίθηση και να έχουν χιούμορ. Η μικρή χορεύει όλο χάρη, ο μεγάλος είναι δυνατός στο σχέδιο και στις κατασκευές. «Καμαρώνω σιωπηλά, μάλλον δεν είμαι αντικειμενικός, έχω γίνει χαζομπαμπάς», μονολογεί. «Κάποιες στιγμές θυμάμαι τον μπαμπά της Μαφάλντα, που άφηνε ένα σημείο στο μάγουλο αξύριστο, για να τον φιλάει η κόρη του· τώρα τον νιώθω».
«Δεν θέλω να μου πει κάποτε “εσύ πού ήσουν όταν ήμουν μικρός;”. Τα παιδιά χρειάζονται και τον πατέρα τους, και για να είμαι ειλικρινής και εμείς τα χρειαζόμαστε», λέει ο Άκης.
Ο Γιώργος αναρωτιέται τι απέγινε ο νευρικός και ανυπόμονος άνθρωπος που ήταν. «Όταν αναφέρω στους γονείς μου ότι η μικρή είναι ζωηρή, μου λένε: “Γιατί εσύ τι ήσουν;”». Καθώς η μέρα του κυλάει χωρίς σχεδόν διάλειμμα μεταξύ φροντίδας της μικρής και δουλειάς, χωρίς προσωπικό χρόνο ή περιθώριο για μια μπίρα με συναδέλφους, νιώθει την έκπληξη πολλών συνομηλίκων του. «Κάνει μακράν περισσότερα από τον “μέσο μπαμπά”», επιβεβαιώνει και η γυναίκα του. Ο ίδιος, πάντως, δυσκολεύεται να φανταστεί πλέον τη ζωή του μακριά από τη Μαριάννα. «Δεν φανταζόμουν ότι θα έκανα όσα κορόιδευα στους φίλους μου, αλλά τελικά τα κάνω», λέει γελώντας και ο Γιάννης. «Μιλάω συνέχεια για τον Φοίβο και έχω αυτοπεριοριστεί σπίτι, εγώ που κάποτε ήμουν κάθε μέρα έξω».
Ποιον αγαπάς πιο πολύ;
Τα συναισθήματα είναι έντονα και πρωτόγνωρα για όλους. «Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι το παιδί είναι κάτι σαν έρωτας», παρατηρεί ο Γιάννης, «γιατί δεν συνεπάγεται απλώς μεγάλες συγκινήσεις, είναι επίσης μια συνεχής προσπάθεια να καταλάβεις τι θέλει ο άλλος και μια διακαής επιθυμία να του αρέσεις. Κάποιες στιγμές περιλαμβάνει και μερικά τσιμπήματα ζήλιας: θέλεις να ηρεμεί μόνο με εσένα και, αν το καταφέρνει κάποιος άλλος, σε πειράζει, λες “γιατί;”. Αυτή η ανασφάλεια θυμίζει έναν ερωτευμένο, που συνεχώς αμφιβάλλει αν τα κάνει σωστά και αν είναι αρεστός στον άλλο».
«Δεν φανταζόμουν ότι θα έκανα όσα κορόιδευα. Μιλάω συνέχεια για τον Φοίβο και έχω αυτοπεριοριστεί σπίτι, εγώ που κάποτε ήμουν κάθε μέρα έξω», λέει ο Γιάννης.
Σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται μια έμμεση σύγκριση και ένας υποδόριος ανταγωνισμός με τις μαμάδες, που κατά κανόνα επιζητούν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εμπλοκή του συντρόφου τους. Η πάλαι ποτέ στερεοτυπική ερώτηση «ποιον αγαπάς πιο πολύ, τη μαμά ή τον μπαμπά;» δεν τίθεται πλέον, ωστόσο οι συγκρίσεις δεν λείπουν ούτε οι συγκρούσεις, καθώς η κάθε πλευρά θεωρεί ότι γνωρίζει καλύτερα τις ανάγκες του παιδιού. Εξ ου και τελικά βλέπουμε ζευγάρια να μοιράζονται διακριτά καθήκοντα, ώστε ο καθένας να έχει το τερέν του και να αποφεύγονται οι τριβές. Για λόγους, άλλωστε, ισορροπιών το δημοφιλές παιδικό τραγούδι «η καλύτερη μαμά του κόσμου» κυκλοφορεί πλέον και σε άλλη εκδοχή, ως «ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου», μεταφέροντας νοητά τη σύγκριση από την κλίμακα του σπιτιού σε παγκόσμια.

Προκειμένου να είναι αρεστοί, οι μπαμπάδες κάνουν συνειδητές απόπειρες αυτοβελτίωσης… Ο Γιάννης ξεκίνησε γυμναστήριο και δίαιτα ήδη στη διάρκεια της εγκυμοσύνης της συζύγου του – «δεν ήθελα να μεγαλώσει με το στερεότυπο του μπαμπά με κοιλίτσα», ενώ τώρα προσπαθεί να γίνει πιο ευρηματικός στα παιχνίδια. Ο Άκης αποφάσισε να μάθει να οδηγεί – «ήμουν ανέκαθεν παιδί του κέντρου, όμως τώρα έφτασε ο κόμπος στο χτένι, δεν μπορώ να περιορίζω το παιδί χωροταξικά». Ο Κώστας ετοιμάζεται να αλλάξει δουλειά – θέτοντας τώρα ως κριτήρια το ωράριο και την απόσταση. «Ως μοναχοπαίδι, που μάλιστα έχω χάσει εδώ και χρόνια τους γονείς μου, αποφάσιζα για τη ζωή μου μόνος, τώρα γίνομαι team player, οι ατομικές αποφάσεις αποτελούν παρελθόν». Ως υπάλληλος γραφείου αποσκοπεί να κάνει χρήση μέρους από τη γονική άδεια εναλλάξ με τη σύζυγο, ώστε το καλοκαίρι να μείνει σπίτι «για να έχω ποιοτικό χρόνο και να ζήσω στιγμές με τα παιδιά, που δεν θα ξαναέρθουν». Άλλωστε, ο ίδιος αδημονεί για τα πρώτα οικογενειακά ταξίδια στη φύση.
Η ζωή δεν τελειώνει
Όσοι μας μίλησαν έγιναν μπαμπάδες μετά τα 35. Ο φόβος της δέσμευσης, οι επαγγελματικές φιλοδοξίες, η παρατεταμένη οικονομική κρίση, το σωστό, προσωπικό timing και η συμβατή σύντροφος είναι μερικοί λόγοι που ερμηνεύουν τη χρονική στιγμή που επέλεξαν να αποκτήσουν παιδιά. Όντας μεγαλύτεροι, έχουν συνήθως χάσει την ευκαιρία της βοήθειας από τους δικούς τους γονείς, τους οποίους ενδέχεται να πρέπει να φροντίσουν παράλληλα με τα δικά τους παιδιά. Ωστόσο, το «αντισταθμιστικό» όφελος της ωριμότητας είναι ανεκτίμητο: τα παιδιά αποτελούν μια συνειδητή τους απόφαση, την οποία τελικά είναι διατεθειμένοι να υποστηρίξουν έμπρακτα.
Η άποψη ότι ένας άνδρας προτού κάνει οικογένεια πρέπει να έχει αποκατασταθεί οικονομικά και να έχει συλλέξει εμπειρίες, μόνο εν μέρει ισχύει, σύμφωνα με τον Γιάννη. «Η ζωή αλλάζει με ένα παιδί, αλλά δεν τελειώνει». Ο Κώστας συμφιλιώθηκε με την ιδέα της πατρότητας στα 32. «Νίκησα τον φόβο, συνειδητοποίησα ότι είναι κάτι εφικτό, παρατηρούσα πώς συμπεριφέρονταν οι φίλοι μου ως γονείς. Άλλαζαν, αναδύονταν μέσα από τον γονεϊκό ρόλο νέες πτυχές του χαρακτήρα τους που έως τότε κρύβονταν». Τον δρόμο νοητά «άνοιξε» ένας παιδικός του φίλος που έγινε πατέρας στα 27, «ο οποίος πραγματικά “το έχει”». Ο Κώστας με τον πατέρα του είχε πολύ στενή και καλή σχέση. «Τον είχα ως πρότυπο σε όλα και μου λείπει πολύ η γνώμη του, θα ήθελα να τον φτάσω και να τον ξεπεράσω. Θεωρώ όμως άτοπη τη σύγκριση με την προηγούμενη γενιά, εγώ θέλω να συγκρίνω τον εαυτό μου με τους μπαμπάδες του σήμερα, για να χτίσουμε νέα οικογενειακά πρότυπα».

