η-νιότη-μου-αρέσει-γιατί-είναι-υπόσχε-563640142
(Πορτρέτα: Άγγελος Γιωτόπουλος)

«Η νιότη μου αρέσει γιατί είναι υπόσχεση»

Μια μεγάλη συνέντευξη με τον Βασίλη Κεκάτο, λίγο πριν δούμε τις «Αγριες μέρες μας», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του

(Πορτρέτα: Άγγελος Γιωτόπουλος)

Όταν ο πατέρας του Βασίλη Κεκάτου μεγάλωνε στην Αυστραλία, «κάπως μόνος του», μια και οι γονείς του δούλευαν σε εργοστάσια πολλές ώρες τη μέρα, συνήθιζε να κάνει μια «τελετουργική» διαδρομή, σπίτι-σχολείο, σχολείο-σπίτι, μέσα από μια παλιά εθνική οδό. Στην ερημιά της ασφάλτου, ένα βενζινάδικο ήταν μοναδικό σημείο ζωής, μα όχι αρκετό για να κάνει το μικρό παιδί να μη φοβάται. Ο κύκλος του φόβου θα έσπαγε όταν μια μέρα ένας υπάλληλος του βενζινάδικου θα του μιλούσε και θα του έδινε ένα καπέλο με την επωνυμία της φωτεινής επιγραφής και μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία: «Αυτό θα σε προστατεύει».  

Ο σκηνοθέτης αφηγείται αυτή την ιστορία, που μοιάζει βγαλμένη από την ψυχή κλασικών road movies, ενώ καθόμαστε σε ένα καφέ στην Άνω Κυψέλη, όπου ξέρουν εξίσου καλά τον ίδιο αλλά και το τσάι που πίνει. Η Αθήνα τον «χαώνει», λέει, όπως και οι μεγάλες πόλεις γενικά, ως παιδί που μεγάλωσε στην Κεφαλονιά. Αλλά στην Άνω Κυψέλη έχει βρει το «αστικό χωριό» που τον κάνει να νιώθει ασφάλεια. Για το πόσο πολύ μοιάζει να δυσκολεύεται στη ζωή της πόλης φαντάζει παράξενο πώς μετά το σχολείο και ένα σύντομο και αποτυχημένο πέρασμα από τη Νομική, έμεινε τελικά μία πενταετία στο αχανές Λονδίνο για κινηματογραφικές σπουδές. «Πώς άντεξες εκεί;», τον ρωτώ. «Ε, ήμουν μικρός τότε, δεν με ένοιαζε», λέει με έναν τρόπο που αποπνέει ξεγνοιασιά μετεφηβείας για εκείνη την περίοδο της ζωής του.

«Η νιότη μου αρέσει γιατί είναι υπόσχεση»-1
Η Δάφνη Πατακιά σε σκηνή από τις Άγριες μέρες μας. 

Ας επιστρέψουμε όμως στον πατέρα του και στην ιστορία με το βενζινάδικο. Πάνε μόλις δύο χρόνια από τότε που τον άκουσε να του αφηγείται την παραπάνω «μικρού μήκους» ιστορία από τη ζωή του, και αυτό ήταν κάτι που σχεδόν μεταφυσικά συνδέθηκε με την κινηματογραφική «εμμονή» του ίδιου με τα βενζινάδικα – άρχισε να τα ερωτεύεται σε κάποια μεγάλα road trips στην Αμερική, μια και τον έκαναν να νιώθει λιγότερο μόνος. Ήταν όμως και το σημείο μηδέν στο Απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς, που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους (καθώς και τον Queer Φοίνικα Ταινίας Μικρού Μήκους) στο Φεστιβάλ των Καννών το 2019. Αλλά και το σημείο-καταλύτης στη νέα του ταινία Οι άγριες μέρες μας, το πρώτο μεγάλου μήκους διάβημά του έπειτα από μια σειρά μικρού μήκους, αλλά και την τηλεοπτική σειρά Milky Way που συζητήθηκε πολύ την περσινή σεζόν. 

Οι Ρομπέν των Δασών

Σε ένα βενζινάδικο, λοιπόν, η πρωταγωνίστρια Χλόη (την ερμηνεύει η μαγνητική μες στην απλότητά της Δάφνη Πατακιά) συναντά τυχαία την παρέα που θα της αλλάξει τη ζωή. Είναι ένα μπουλούκι σχεδόν τριαντάρηδων, καθένας από τους οποίους, για τους δικούς του λόγους, έχει απαρνηθεί την οικογένειά του και έχει βρει μια νέα, εν κινήσει, στέγη σε ένα τροχόσπιτο. Με αυτό γυρνούν γωνιές της Ελλάδας που μοιάζουν σχεδόν ξεχασμένες και γίνονται σύγχρονοι Ρομπέν των Δασών: κλέβουν ενεχυροδανειστήρια, μόνο και μόνο για να επιστρέψουν τα αντικείμενα αξίας σε εκείνους που τα «σκότωσαν» γιατί δεν «έβγαιναν». 

«Κάνω ταινίες γι’ αυτούς που είναι μόνοι και αναζητούν το μαζί», είχε πει πριν από κάποια χρόνια ο Κεκάτος στο forum της Καθημερινής, K-Inspiration, κάτι που όπως φαίνεται είναι μια βαθιά εγγραφή που ακολουθεί ακόμη στις ταινίες που φτιάχνει, αλλά και στο πώς τις βιώνει. Στήνει και αυτός μια παρέα σε κάθε γύρισμα, μέχρι η πραγματικότητα και η μυθοπλασία να αρχίσουν να μπλέκονται: «Η αλήθεια είναι πως ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι η μοναξιά. Ενώ μπορεί να είμαι κατά καιρούς κάπως μοναχικός, δεν είμαι στ’ αλήθεια. Μου αρέσει η παρέα. Μου αρέσει να ζω νομαδικά. Δηλαδή αγαπώ πολύ το γύρισμα, γιατί φτιάχνεις έναν πυρήνα, μια μικρή οικογένεια», λέει. 

Στις Άγριες μέρες μας βλέπουμε «συνήθεις υπόπτους» από προηγούμενες δουλειές του, όπως τον Νικολάκη Ζεγκίνογλου, τον Ιώκο Ιωάννη Κοττίδη, τη Ναταλία Σουίφτ, τον Σταύρο Τσουμάνη, αλλά και ηθοποιούς όπως η Εύα Σαμιώτη, η Σοφία Κόκκαλη, η Τόνια Σωτηροπούλου. Ο σκηνοθέτης συνεχίζει βέβαια να δείχνει αδυναμία σε μη επαγγελματίες ηθοποιούς και έτσι εδώ θα βρούμε τη μουσικό Πόπη Σεμερλίογλου αλλά και το μοντέλο Εμμάνουελ Ελοζιεούα. Την παρέα κάποια στιγμή έρχεται να συναντήσει σαν από μηχανής θεός και ο ΛΕΞ. Μία ακόμα συμμετοχή που ουσιαστικά προέκυψε φιλικά, μια και ο Κεκάτος έχει μια «αραιή, αλλά συνεπή και ωραία επαφή» με τον ράπερ, επομένως δεν το πολυσκέφτηκε να του προτείνει έναν μικρό ρόλο στην ταινία. 

«Η νιότη μου αρέσει γιατί είναι υπόσχεση»-2

Η φιλία τους φυσικά δεν ήταν ο μοναδικός λόγος που τον επέλεξε: «Ο ΛΕΞ σαφέστατα είναι μια προσωπικότητα που με αφορά πάρα πολύ και ένας δημόσιος χαρακτήρας που “εν τη απουσία του” είναι πολύ ηχηρός. Και γι’ αυτό μου άρεσε να παίζει και έναν χαρακτήρα που είναι πίσω από τα πράγματα. Δηλαδή είναι δραστική η συμβολή του σε αυτή την παρέα-συμμορία. Δεν φαίνεται και ιδιαίτερα, αλλά ξέρουμε ότι υπάρχει και κάπως τους προστατεύει. Και νομίζω ότι κάτι τέτοιο κάνει ο ΛΕΞ και στην κοινωνία γενικά. Δεν θέλει να εμφανίζεται και, κατ’ εμέ, καλά κάνει. Παρ’ όλα αυτά, είναι φοβερά παρών διαρκώς μέσα από τα λόγια του, μέσα από τη μουσική του και κυρίως μέσα από τις ιδέες του».

«Μια Ελλάδα που δεν ήξερα»

Με τη βοήθεια της Γιώτας Σκουβαρά βρήκαν τις τοποθεσίες των γυρισμάτων στα πέριξ της Αττικής, στην Εύβοια, στη Βοιωτία, αλλά και μερικά ακόμα μέρη που ο Κεκάτος διάλεξε μέσα από δικές του περιπλανήσεις. «Ανακάλυψα μια Ελλάδα που δεν ήξερα και στην πορεία έμαθα και πάρα πολλές ιστορίες που δεν φανταζόμουν ότι υπάρχουν», λέει περιγράφοντας το δικό του Nomadland, την ταινία περιπλάνησης που θριάμβευσε στα Όσκαρ πριν από τέσσερα χρόνια. Σε κάποια από τα χωριά απ’ όπου πέρασε θα ήθελε να επιστρέψει, λέει, πιθανώς με μια πιο ντοκιμαντερίστικη ματιά.

Τη νέα του ταινία άρχισε να τη γράφει στα 28 του, αμέσως μετά τις Κάννες, και το σενάριο γνώρισε αρκετές αλλαγές μέχρι να κατασταλάξει στην ιστορία που θα δούμε σε λίγες μέρες στη μεγάλη οθόνη. Ο πρώτος σπόρος ήρθε μια μέρα που καθόταν με δύο φίλους του στην αγαπημένη του ταβέρνα στη Φωκίωνος Νέγρη και τους εκμυστηρεύτηκε ότι θέλει να κάνει μια ταινία για μια κοπέλα που φεύγει και ψάχνει μια νέα ζωή στον δρόμο. 

Το γεγονός πως αυτή η ιστορία άρχισε να δημιουργείται τη στιγμή που ο Κεκάτος έλαβε μια αναγνώριση, δεν τον άγχωσε τόσο, παρά μόνο ένιωσε μεγαλύτερη ευθύνη απέναντι σε ένα κοινό που πλέον τον αναγνώριζε, αλλά και μια ελευθερία να αγκαλιάσει λιγότερο συγκεκαλυμμένα τις πιο πολιτικές ανησυχίες του. «Κατά τα άλλα, δεν αισθάνθηκα ποτέ κάποια πίεση για να κάνω κάτι καλύτερο ή να κάνω κάτι πιο σοβαρό. Γιατί δεν μπορείς να ανταγωνιστείς τον εαυτό σου. Δεν ένιωσα ότι έφτασα στην κορυφή ενός βουνού και τώρα πρέπει να πάω πιο ψηλά από αυτό. Αλλά ότι έχω να βρω άλλους λόφους και άλλα βουνά, τα οποία πρέπει να αρχίσω να σκαρφαλώνω για να δω κι εγώ ποιος είμαι. Αλλά στ’ αλήθεια κάνω σινεμά επειδή δεν θέλω να καταπιέζομαι. Ευελπιστώ να πετυχαίνουν οι ταινίες μου για να έχω τη δυνατότητα να προχωράω πιο γρήγορα στην επόμενη. Αλλά δεν θα γίνει το στρες μου η επιτυχία. Το στρες μου παραμένει να κάνω τις ταινίες μου με τους όρους μου». 

«Η νιότη μου αρέσει γιατί είναι υπόσχεση»-3
Γυρίσματα: O Βασίλης Κεκάτος με τον Σταύρο Τσουμάνη, που παίζει στην ταινία.

Μοιραία η κουβέντα γυρνά στο ελληνικό σινεμά, που μετά το «σπάσιμο του πάγου» με τον Κυνόδοντα δείχνει να περνάει μια δεκαπενταετία συνεχούς άνθισης. Παρ’ όλα αυτά, ο Κεκάτος δεν πιστεύει ότι τα πράγματα είναι πραγματικά ευνοϊκά για κάποιον που κάνει σήμερα κινηματογράφο στην Ελλάδα, αν και «κανένας Έλληνας σε οποιονδήποτε κλάδο δεν είναι εύκολο να κάνει αυτό που θέλει. Δεν πιστεύω ότι, για παράδειγμα, ένας μαθηματικός μπορεί να κάνει αυτά που θέλει. Όπως έλεγαν οι Στέρεο Νόβα, “Η χώρα μου είναι αποικία μιας πιο μεγάλης αποικίας”. Δεν έχουμε ανεξαρτησία. Εξαρτιόμαστε από τα λεφτά της Ευρώπης, και η Ευρώπη καταρρέει. Άρα όλοι οι άνθρωποι σε αυτή τη χώρα βρισκόμαστε σε πολύ δυσμενή θέση». 

«Κανένας Έλληνας σε οποιονδήποτε κλάδο δεν είναι εύκολο να κάνει αυτό που θέλει. Δεν πιστεύω ότι, για παράδειγμα, ένας μαθηματικός μπορεί να κάνει αυτά που θέλει».

Ίσως τελικά να είναι και πιο εύκολη όλη αυτή η συνθήκη για τον κόσμο του σινεμά, στα μάτια του Κεκάτου: «Νομίζω ότι οι σκηνοθέτες έχουν μάθει να ζουν υπό αντίξοες συνθήκες, γιατί δεν έζησαν ποτέ με τρελή ευμάρεια. Δεν νομίζω ότι ο Λάνθιμος, όταν έκανε τον Κυνόδοντα, τον έκανε με ευκολία. Ή ότι ο Δαμιανός έκανε τις ταινίες του με ευκολία. Όσο πίσω κι αν πας στην ιστορία. Οπότε γιατί εγώ να τις κάνω με ευκολία; Ναι, θα ήθελα να μπορώ να τις κάνω, γιατί οι άνθρωποι οφείλουμε να εξελισσόμαστε», λέει, θεωρώντας πως δεν υπάρχει επαρκής μέριμνα για το ελληνικό σινεμά. «Αλλά δεν πιστεύω, ξαναλέω, ότι υπάρχει μέριμνα ούτε για τα ελληνικά νοσοκομεία. Νομίζω ότι βρισκόμαστε σε μια χώρα υπό κατάρρευση, σε μια ήπειρο υπό κατάρρευση και σίγουρα σε έναν πλανήτη υπό κατάρρευση. Οπότε το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθούμε να είμαστε μαχητικοί και να έχουμε χιούμορ για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε».

Οικογένειες-φαντάσματα

Για να γυρίσουμε στις Άγριες μέρες μας, η βαθύτερη ανάγκη του σκηνοθέτη ήταν να αφηγηθεί «το πώς ενδεχομένως επαναστατεί μια γενιά η οποία κουβαλάει το βάρος όλων των αποτυχημένων επαναστάσεων του παρελθόντος». Πώς λοιπόν οι σημερινοί νέοι μπορούν να «επαναστατήσουν» κουβαλώντας αυτό το «διαγενεακό βάρος»; Ο Κεκάτος βλέπει τα πράγματα χωρίς να χάνει τον ρομαντισμό του: «Λόγω του βεβαρημένου παρελθόντος μας, βιώνουμε μια πολύ βραδεία ακύρωση του μέλλοντος. Αυτό όμως δεν μας αποτρέπει από το να ζήσουμε πάρα πολύ έντονα το παρόν. Κάθε άνθρωπος οφείλει να μην κοιτάει μόνο την πάρτη του, αλλά να κοιτάει να βοηθήσει και τους άλλους. Δηλαδή ο αλτρουισμός είναι από μόνος του μια πολύ ισχυρή μορφή επανάστασης και ίσως είναι η μόνη που μας έχει απομείνει».

«Η νιότη μου αρέσει γιατί είναι υπόσχεση»-4
Στην παρέα βρέθηκε και ο Κωστής Μαραβέγιας, που έγραψε τη μουσική.

Αυτή τη φιλοσοφία ακολουθούν και οι νομάδες στην ταινία, αλλά την ίδια στιγμή κουβαλούν και ασυνείδητα αποζητούν κιόλας την οικογένεια που απαρνήθηκαν, ψάχνοντας «φαντάσματα» των συγγενών τους παντού. Είναι αναπόφευκτο να «είμαστε οι οικογένειές μας», όπως θα συμφωνήσει και ο σκηνοθέτης, ακόμα και τη στιγμή που βρισκόμαστε στη φωλιά μιας άλλης, όπως οι ήρωες: «Οι οικογένειές μας σαν μικρά φαντάσματα αιωρούνται πάντα από πάνω μας και είτε μας βοηθούν να ξεπεράσουμε τους φόβους μας και τις δυσκολίες μας είτε μας κάνουν ακόμα και τις πιο εύκολες στιγμές πιο δύσκολες. Θεωρώ ότι, επειδή ακριβώς κουβαλάω μια καλή οικογένεια μέσα μου, προσπαθώ να δημιουργώ καλές οικογένειες γύρω μου. Προφανώς όλοι έχουμε μια παρόμοια ανάγκη. Κάπως συναντιόμαστε και συμβαίνει αυτό, με έναν τρόπο πάλι λίγο μεταφυσικό. Θέλω να πω ότι η δουλειά μου είναι η οικογένειά μου, οι φίλοι μου είναι η οικογένειά μου. Νομίζω ότι, όταν έχεις μια καλή οικογένεια, αυτό σε ωθεί να ψάχνεις καινούργιες καλές οικογένειες. Και το να μην έχεις μια οικογένεια πάλι το ίδιο σε σπρώχνει να κάνεις».

Ο κύκλος των αναμνήσεων

Τη στιγμή που οι ταινίες του φεύγουν από αυτόν, τις κρατάει συγχρόνως και σε ένα βαθύ συρτάρι, για να τις ανοίξει σαν σκονισμένες καρτ ποστάλ στο μέλλον. Με έναν τρόπο οι Άγριες μέρες μας είναι ήδη για τον ίδιο μια ματιά στην περασμένη πενταετία της ζωής του, με την οποία μπορεί να μην ταυτίζεται πια απόλυτα, αλλά σίγουρα την αγκαλιάζει: «Κοιτάζω πίσω σε μια ηλικία που είχα κάποιους προβληματισμούς, και μου αρέσει που τους είχα. Το κυριότερο που αποτυπώνω είναι η συνθήκη της συμβίωσης και μια ερωτική κατάσταση ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους, κάτι που καταλαβαίνω πολύ βαθιά ακόμη. Και χαίρομαι που υπάρχει αυτό το κομμάτι της νιότης μου για πάντα αποτυπωμένο σε μια ταινία. Δηλαδή εμείς βιώσαμε όντως τις άγριες μέρες μας. Και μου αρέσει που αυτό θα υπάρχει για πάντα. Ακόμα κι αν αλλάξω φοβερά ως σκηνοθέτης στην πορεία ή ενδεχομένως έχω αλλάξει ήδη.

«Θεωρώ ότι, επειδή ακριβώς κουβαλάω μια καλή οικογένεια μέσα μου, προσπαθώ να δημιουργώ καλές οικογένειες γύρω μου. Προφανώς όλοι έχουμε μια παρόμοια ανάγκη».

»Μου ανήκουν οι αναμνήσεις από το πώς γυρίστηκε μια ταινία μου ή τα συναισθήματα που μου προκαλούνται όταν τη βλέπω. Είναι κάτι που φτιάχνω για να μοιραστώ και να το ξεχάσω, και να το ξαναθυμηθώ μετά από καιρό, για να δω αν όντως με κάνει ακόμα να αισθάνομαι κάτι», σχολιάζει. Γιατί πολύ απλά, πέρα από όλα τα άλλα, «κάνω ταινίες για μένα και τους φίλους μου στο μέλλον. Γι’ αυτό και εμφανίζομαι στις ταινίες έστω για δέκα δευτερόλεπτα. Επειδή αλλάζουμε κάθε μέρα, θέλω να θυμάμαι πώς ήμουν. Είναι μια ανάγκη για διαφύλαξη, σαν προσωπικό ημερολόγιο» – οι παρατηρητικοί θα δείτε το «χιτσκοκικό» του cameo και στις Άγριες μέρες μας.

«Έχω μια εμμονή με τη νεότητα, γιατί θεωρώ ότι είναι η εποχή που τα πράγματα συγχωρούνται. Υπάρχει μια φρεσκάδα που δεν επαναλαμβάνεται».

Σε ένα σημείο της ταινίας, κάποιος λέει στη Χλόη πως «είναι ωραίο να μην ξέρεις τι θα σου ξημερώσει αύριο, γιατί αυτό σε κρατάει νέο». Ίσως και ο ίδιος ο Κεκάτος να γυρνάει ξανά και ξανά στη νιότη μέσα από τα έργα του, για να τη διαφυλάξει, μαζί με τις προσωπικές του «καρτ ποστάλ» και τα πανταχού παρόντα βενζινάδικα: «Έχω μια εμμονή με τη νεότητα, γιατί θεωρώ ότι είναι η εποχή που τα πράγματα συγχωρούνται. Υπάρχει μια φρεσκάδα που δεν επαναλαμβάνεται. Και φοβάμαι μη χάσω αυτή τη δυνατότητα. Φυσικά η ζωή έχει τον τρόπο να σε εκπλήσσει πάντα. Και εκεί που νομίζεις ότι έχεις καταλάβει κάτι, εντέλει αντιλαμβάνεσαι ότι δεν ξέρεις τίποτα. Αλλά η νιότη μού αρέσει γιατί είναι υπόσχεση. Μου αρέσουν οι υποσχέσεις, ακόμα και αν δεν εκπληρώνονται. Έχουν κάτι το γενναιόδωρο».

Η ταινία Οι άγριες μέρες μας έρχεται στις 12 Ιουνίου στους κινηματογράφους από το Cinobo.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT