Υπάρχουν κάποια πιάτα που στη γεύση τους κρύβεται ο μόχθος των ανθρώπων που τα έφτιαξαν. Στα συστατικά τους βρίσκονται οι ρίζες και η διαδρομή τους. Το χινκάλι, το παραδοσιακό γεωργιανό βραστό ζυμαρικό, που δοκιμάζω στα τραπέζια του Ιμπέρια, της κλασικής πια γεωργιανής ταβέρνας στην Καλλιθέα, είναι ένα από αυτά. Στο κρέας, στο κρεμμύδι, στον μαϊντανό και στον άνηθό του υπάρχει κάτι από την ιστορία του Μαμούκα και της Ία, ενός ζευγαριού Γεωργιανών που έφτασαν στην Ελλάδα πριν από 17 χρόνια. «Είναι σαν χθες», μου λέει η Ία, που κάθεται μπροστά από μια χρωματιστή τοιχογραφία της Τιφλίδας, της πρωτεύουσας της χώρας.
Στην είσοδο που βρίσκεται πάνω στον δρόμο, οι περαστικοί σταματούν για να αγοράσουν ένα φρέσκο ψωμί ή την περιζήτητη γεωργιανή τυρόπιτα που γίνεται ανάρπαστη από τους Αθηναίους, το χατσαπούρι. Η μυρωδιά του, όπως βγαίνει από τον παραδοσιακό γεωργιανό φούρνο (τόνε), φτάνει μέχρι τη σάλα όπου καθόμαστε.
«Πολλοί Έλληνες μου λένε ότι τα παιδιά τους δεν τρώνε άλλο ψωμί, μονάχα αυτό», λέει η Ία. Κάποτε, τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της ταβέρνας, εδώ έμπαιναν μόνο οι άντρες της γειτονιάς. Κάθονταν, κοιτούσαν γύρω τους ανιχνευτικά, δοκίμαζαν τα φαγητά. Με τον καιρό, κι ενώ η εμπιστοσύνη τους μεγάλωνε, άρχισαν να φέρνουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Σιγά σιγά, το Ιμπέρια γέμισε και εξελίχθηκε σε ορόσημο της γεωργιανής κουλτούρας στην Αθήνα. Εάν κάποτε το εστιατόριο του Μαμούκα και της Ία σύστηνε για πρώτη ίσως φορά τη γαστρονομική παράδοση αυτής της περιοχής του Καυκάσου στη γειτονιά, σήμερα η ευρύτερη γεωργιανή κουλτούρα έχει αποκτήσει νέο αέρα και διεκδικεί με αυτοπεποίθηση τη δική της θέση στο γίγνεσθαι της πόλης. «Πολλοί γείτονες μού αφήνουν τα παιδιά τους όταν πάνε σε μια δουλειά. Μου αρέσει που με εμπιστεύονται και αισθάνονται ότι είμαι δικός τους άνθρωπος», μου λέει η Ία. Ανήκουν στους Γεωργιανούς που ήρθαν εδώ μετά τις συγκρούσεις του 2008 (με επίκεντρο τις περιοχές της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας). Όταν η συζήτηση πάει στα πολιτικά, μετράει τα λόγια της προσεκτικά. Πρόκειται για το δεύτερο κύμα Γεωργιανών, οι οποίοι, λόγω του εμπόλεμου σκηνικού και των εμφύλιων συγκρούσεων στην πατρίδα, αναζήτησαν την τύχη τους σε νέα μέρη.

Ήδη από τη δεκαετία του ’90, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το χαμηλό επίπεδο διαβίωσης οδήγησε μαζικά τους Γεωργιανούς στη μετανάστευση. Η Ελλάδα, που ως ορθόδοξη χώρα μοιραζόταν το ίδιο θρήσκευμα, αποτέλεσε βασικό τους προορισμό. Το 2001 καταγράφονταν επισήμως στη χώρα μας 22.875 Γεωργιανοί. Το 2011 ο αριθμός ανήλθε στους 27.000 και έχει παραμείνει έως σήμερα περίπου στα ίδια επίπεδα. Οι περισσότερες Γεωργιανές μπήκαν κυριολεκτικά στα σπίτια των Ελλήνων, πιάνοντας δουλειές ως οικιακές βοηθοί, μεγαλώνοντας τα παιδιά και φροντίζοντας τους γονείς τους. Σήμερα, μια νέα, πλήρως ενσωματωμένη γενιά διευρύνει την ταυτότητά της στην πόλη. Είναι παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, που μεγάλωσαν μιλώντας ελληνικά, που έκαναν παρέα με Ελληνάκια και τώρα ενηλικιώνονται στις γειτονιές όπου κάποτε κατέφθασαν οι παππούδες τους αντικρίζοντας ένα άγνωστο αύριο.
Βασιλιάς στον τόπο του
«Κανένας δεν φεύγει από την πατρίδα του εάν δεν έχει προβλήματα. Ο άνθρωπος στον τόπο του είναι βασιλιάς», λέει η Ία. Στην Καλλιθέα, όπου και εγκαταστάθηκαν, η κουλτούρα των παλιννοστούντων που είχαν έρθει από τις χώρες του Καυκάσου ενώθηκε με τη δική τους. «Όταν ήρθαμε, κάναμε όποια δουλειά μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος που δεν ξέρει τη γλώσσα», λέει η Ία. Ο Μαμούκα, μάγειρας από τη Γεωργία, έπιασε δουλειά σε γεωργιανά εστιατόρια, ενώ εκείνη δούλευε σε σπίτια. Σχολούσαν αργά, σπάνια έβλεπαν ο ένας τον άλλον. Έτσι αποφάσισαν να ανοίξουν το Ιμπέρια, πρώτα σε έναν άλλο, μικρό χώρο κι έπειτα εδώ, στην οδό Φιλαρέτου 72. «Οι άνθρωποι της γειτονιάς άρχισαν να πιστεύουν σε εμάς και τελικά μας έβαλαν στην καρδιά τους». Πλέον, όσοι Έλληνες θέλουν να επισκεφθούν τη Γεωργία πηγαίνουν σ’ αυτούς για συμβουλές. «Θέλουν να ξέρουν πού να πάνε και τι να δουν».
Δίπλα μας, οι ανιψιές του Μαμούκα (ο οποίος έχει άλλα έξι αδέλφια) βοηθούν στο σερβίρισμα. «Όλοι όσοι είναι πίσω στην πατρίδα μας μάς λείπουν», λέει η Ία. «Προσπαθούμε να τους φέρνουμε εδώ μία φορά τον χρόνο. Δεν υπάρχει οικογένεια που να μην έχει ανθρώπους στο εξωτερικό. Μόλις γυρνάμε στην πατρίδα, είναι τόσα τα προβλήματα τα οποία βλέπουμε, που επιστρέφουμε πάλι εδώ. Πρέπει να βοηθήσουμε όσους είναι εκεί. Στέλνουμε πολλά πράγματα, ακόμη και φάρμακα. Οι άνθρωποι εκεί ζουν από εμάς». Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες από τις οποίες οι Γεωργιανοί μετανάστες που εργάζονται στο εξωτερικό στέλνουν σημαντικά ποσά πίσω στην πατρίδα τους. Το 2024, τα εμβάσματα από την Ελλάδα έφτασαν τα 241,7 εκατομμύρια ευρώ. Αυξημένα κατά 12,8% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο.

Ο Μαμούκα, που πηγαινοέρχεται στην κουζίνα, μας σερβίρει σπιτικό κρασί και κονιάκ. Η Γεωργία είναι γεμάτη αμπέλια. Στο Λαχοντέχι, μια πόλη στα σύνορα με το Αζερμπαϊτζάν, από την οποία και κατάγεται, κάθε Σεπτέμβριο μαζεύουν το σταφύλι από τα αμπέλια και φτιάχνουν κρασί που το στέλνουν εδώ μαζί με άλλα τοπικά προϊόντα. Τα τυριά, δικής τους παραγωγής, τα φασόλια (με τα οποία φτιάχνουν πεντανόστιμες φασολόπιτες) και τα ευωδιαστά μπαχαρικά τους, όλα έρχονται από εκεί. Ο Μαμούκα σερβίρει σουβλάκι χοιρινό (μσουάντι) και ρολάκια ψητής μελιτζάνας με σκόρδο και καρύδι. «Χωρίς σκόρδο δεν γίνεται γεωργιανή κουζίνα», σχολιάζει η Ία. Δοκιμάζουμε και από τα γεωργιανά αναψυκτικά, με γεύση αχλάδι, μαύρο σταφύλι. «Όταν πάω στη Γεωργία, μαγειρεύω μουσακά και γεμιστά στους δικούς μου. Να ξέρει και η οικογένειά μου πώς τρώμε εδώ», λέει η Ία και προσθέτει: «Στη Γεωργία, ακόμη κι ένα φτωχό σπίτι έχει κρασί, τυρί, ψωμί και αλάτι». Πολλές φορές το μαγαζί γεμίζει με Γεωργιανόπουλα που φέρνουν τους Έλληνες φίλους τους εδώ για να διασκεδάσουν.
«Μεγαλώνουν μαζί, είναι δεμένοι, δεν καταλαβαίνεις ποιος είναι Γεωργιανός και ποιος Έλληνας», προσθέτει και καταλήγει: «Δεν φαντάζεσαι τι έχει κάνει η Ελλάδα για εμάς. Τον τελευταίο καιρό στο μαγαζί, αφού οι πελάτες πιουν τα πρώτα δύο ποτήρια, υψώνουν τα ποτήρια τους και φωνάζουμε μαζί: Για την Ελλάδα, για τη Γεωργία».
«Σε αγαπώ Kartlis»

Μετά τα δύο πρώτα μεταναστευτικά κύματα, το 1991 και μετά το 2008, έφτασαν εδώ και οι συγγενείς όσων είχαν ήδη εγκατασταθεί, αναζητώντας κι αυτοί ένα καλύτερο μέλλον στη χώρα μας. Στα στέκια της κοινότητάς τους στην Αθήνα συνδέθηκαν με άλλους συμπατριώτες τους. Σήμερα αποτελούν φιλόδοξους επιχειρηματίες που συνεργάζονται, προσδίδοντας στη γεωργιανή κουλτούρα μια νέα ταυτότητα. Η Κατερίνα και ο Ταμάζ, αφού γνωρίστηκαν εδώ, συνεργάστηκαν με τον ποντιακής καταγωγής Μάριο Βεργιώτη κι έφτιαξαν το Kartlis Guli, που σημαίνει «Σε αγαπώ Kartlis» (η πόλη καταγωγής του ζευγαριού στη Γεωργία). Ο Ταμάζ μαγειρεύει εδώ και 13 χρόνια. Έφτασε από την Ουκρανία μετά το ξέσπασμα του πολέμου, ενώ η Κατερίνα ζει ήδη δέκα χρόνια στην Αθήνα, ακολουθώντας μια συγγενή της. Στο μαγαζί δεν θα βρεις ζωντανή μουσική, όπως συμβαίνει στα τυπικά στέκια όπου διασκεδάζουν οι Γεωργιανοί της Ομόνοιας, είναι όμως ένα εστιατόριο της εποχής μας που προσελκύει τουρίστες κάθε εθνικότητας.
«Τον τελευταίο καιρό στο μαγαζί, αφού οι πελάτες πιουν τα πρώτα δύο ποτήρια, υψώνουν τα ποτήρια τους και φωνάζουμε μαζί: Για την Ελλάδα, για τη Γεωργία», λέει η Ία, ιδιοκτήτρια της ταβέρνας Ιμπέρια.
«Στα γεωργιανά μαγαζιά, το 90% των πελατών είναι Γεωργιανοί και το 10% Ρώσοι, Ουκρανοί κ.ά.», λέει ο Μάριος. Στο Kartlis, πάνω από τους μισούς πελάτες είναι Πόντιοι. «Με τους Γεωργιανούς οι Έλληνες είμαστε αδέλφια», συνεχίζει και εξηγεί πως πολλοί λαοί του πρώην Ανατολικού Μπλοκ επισκέπτονται το μαγαζί εκτιμώντας τη γεωργιανή κουζίνα. Μας δίνει να δοκιμάσουμε τσάτσα, ένα δυνατό γεωργιανό τσίπουρο με πάνω από 50 βαθμούς αλκοόλ. «Ο κόσμος τώρα αρχίζει να καταλαβαίνει τη γεωργιανή κουζίνα. Επειδή χρησιμοποιούν διαφορετικά μπαχαρικά, όλοι έχουν στο μυαλό τους ότι είναι βαριά σαν την ινδική. Είναι όμως πολύ κοντά στις δικές μας γεύσεις», λέει.
«Τελικά, δεν γυρίσαμε ποτέ»

Ντερατζάν, Νάτια, Λίζα. Αυτά είναι τα ονόματα των τριών γυναικών –γιαγιάς, μητέρας και εγγονής– στην οικογένεια των οποίων αποτυπώνεται μια ιστορία μετανάστευσης τριών δεκαετιών. Έφτασαν εδώ από την Τιφλίδα, πρώτα στον Πόρο, έπειτα στο Χαλάνδρι και τα τελευταία δύο χρόνια στην Κυψέλη. «Η μητέρα μου ήρθε για πολύ λίγο, μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα. Δεν το πίστευε κανείς ότι θα καθίσουμε τόσο, αλλά πλέον μετράμε 30 χρόνια εδώ», λέει η Νάτια, που τη συναντάμε έξω από το Μάριλι, τον φούρνο της, στην πλατεία Αγίας Ζώνης, ένα μέρος που ερωτεύτηκε όπως λέει με την πρώτη ματιά. Μέσα, τα κορίτσια που τη βοηθούν πλάθουν το ζυμάρι και ψήνουν λιχουδιές που κάνουν περαστικούς κάθε εθνικότητας να μπαινοβγαίνουν.
«Όταν ήρθαμε εμείς με το πρώτο κύμα, εδώ δεν την είχαν καν ακουστά τη Γεωργία. Πολλοί που τους έλεγα ότι είμαι από τη Γεωργία, μου απαντούσαν “δεν ρώτησα το όνομά σου”», λέει γελώντας. Όπως επισημαίνει, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης «άδειασε η χώρα». Η μητέρα της, που δίδασκε τότε στο πανεπιστήμιο, ξαφνικά βρέθηκε χωρίς μισθό. «Πρώτα κόπηκε το ρεύμα, μετά το νερό», λέει. «Μέρα με τη μέρα η χώρα διαλυόταν».

Όταν η Νάτια, με εμπειρία 20 ετών στην εστίαση, αποφάσισε να ανοίξει το Μάριλι, η υποδοχή του κόσμου στη γειτονιά ήταν παραπάνω από θερμή. «Ήταν πολύ συγκινητικό. Όταν ανοίξαμε, έρχονταν μικροί και μεγάλοι και μας άφηναν λεφτά. Έπαιρναν ένα χατσαπούρι, μου άφηναν 20 ευρώ και έλεγαν: “Καλώς ήρθατε στη γειτονιά μας”. Σήμερα έρχονται Κυψελιώτες και μου λένε: “Ευχαριστώ, έδωσες ζωή στη γειτονιά μας”». Όπως τονίζει, δεν έχει νιώσει ποτέ ξένη στην Ελλάδα. «Ακόμη και στο σχολείο, με την κόρη μου, δεν μας αντιμετώπισαν ποτέ με άσχημο τρόπο». Η πρώτη της στάση, κάθε φορά που επέστρεφε στην πατρίδα της, ήταν σε έναν φούρνο. «Κατάλαβα ότι αυτό είναι που θέλω να δείξω και στους φίλους μου – κάτι που εγώ λαχταρούσα κάθε φορά που γυρνούσα, αλλά αυτοί δεν μπορούσαν να το έχουν».
«Σήμερα έρχονται Κυψελιώτες και μου λένε: “Ευχαριστώ, έδωσες ζωή στη γειτονιά μας”», λέει η Νάτια, ιδιοκτήτρια του φούρνου Μάριλι.
Την Νταρεζάν Γκαμπασίντζε, τη μητέρα της Νάτιας, τη συναντήσαμε στην αίθουσα της Κοινότητας Ελληνογεωργιανών Μεταναστών Ιμπέρια, και συγκεκριμένα στο Κυριακάτικο Γεωργιανό Σχολείο Βάχτανγκ VI. Κάθε εβδομάδα, γονείς στέλνουν τα παιδιά τους προκειμένου αυτά να μάθουν τη γεωργιανή γλώσσα. Στον πίνακα μπροστά από τον οποίο κάθεται, είναι σχηματισμένα τα γράμματα της αλφαβήτου, ενώ μέσα, από έναν χώρο γεμάτο κειμήλια και παραδοσιακές φορεσιές, φτάνουν οι φωνές των γυναικών που τραγουδούν ή χορεύουν. Άλλοτε απλώς λένε τα νέα τους. Η Νταρεζάν, πρόεδρος της κοινότητας και δασκάλα, είχε όνειρο από τη στιγμή που έφτασε στην Αθήνα να ανοίξει ένα σχολείο για τα παιδιά των Γεωργιανών μεταναστών. Σήμερα, μετά από προσπάθειες δεκαετιών, έχει καταφέρει να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα.

Όπως μου λέει, για τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, είναι ένας τρόπος να έρθουν σε επαφή με την κουλτούρα του τόπου καταγωγής τους. Τη ρωτάω εάν σκέφτηκε ποτέ να επιστρέψει στη Γεωργία όλα αυτά τα χρόνια. Γελάει. «Κάθε φορά λέγαμε πως, αφού ολοκληρώσουμε κάτι ακόμη που είχαμε προγραμματίσει, θα επιστρέψουμε πίσω. Έτσι όπως τα έφερε η ζωή, τελικά δεν γυρίσαμε ποτέ. Μου έλειπε το σπίτι μου, οι γονείς μου, οι συγγενείς μου», λέει. «Η κόρη μου άνοιξε το δικό της μαγαζί, η εγγονή μου τελείωσε εδώ το σχολείο και το πανεπιστήμιο, εδώ έκαναν τους δικούς τους φίλους. Πώς να γυρίσουμε τώρα;»
Ο χορός της νέας γενιάς
Ανεβαίνοντας στον δεύτερο όροφο της οδού 3ης Σεπτεμβρίου, στο νούμερο 144, στη Βικτώρια, μπορείς να ακούσεις τα βήματα των νεαρών χορευτών στο ξύλινο δάπεδο της σχολής χορού του Γεωργιανού Πολιτιστικού Κέντρου «Καύκασος». Πατήματα δυνατά, γεμάτα συναίσθημα και πάθος, κατεξοχήν χαρακτηριστικά των γεωργιανών χορών. Όταν μπαίνουμε στην αίθουσα που είναι συγκεντρωμένοι, οι εντυπωσιακές φορεσιές –κόκκινες, λευκές και μπλε– των νεαρών κοριτσιών λάμπουν στους καθρέφτες γύρω μας. Τα αγόρια είναι ντυμένα με μαύρα. Σε λίγο αφήνονται σε έναν ρυθμό καταιγιστικό, γεμάτο ένταση, που δεν γίνεται να μη μαγνητίσει το βλέμμα σου.
Οι γεωργιανοί χοροί είναι από τους πιο απαιτητικούς σωματικά. Συνδυάζουν κινήσεις μπαλέτου και στρατιωτικής πειθαρχίας. Πολλά από τα παιδιά, όπως ο Σωκράτης Χαρτσιλάβα, έκαναν χιλιόμετρα για να έρθουν σήμερα εδώ. «Έρχομαι από το Μενίδι. Κάνω μιάμιση ώρα με το λεωφορείο για να χορέψω. Για μένα αυτό είναι η ζωή μου. Εδώ είμαστε σαν μια οικογένεια, κάνουμε και παρέα έξω από τη σχολή», λέει.

Στην πλειονότητά τους είναι νέοι άνω των 20 χρονών. Το τμήμα χορού δημιουργήθηκε το 2000 και, μολονότι στην αρχή η κοινότητα δεν γνώριζε την ύπαρξή του, με τον καιρό μαθεύτηκε στα σπίτια των Γεωργιανών μεταναστών. «Στην αρχή είχαμε 12 παιδιά, μετά έγιναν 50, τώρα είμαστε 150», λέει η καθηγήτρια Έκα Γκιγκολασβίλι, που διδάσκει στον «Καύκασο» 25 χρόνια, αλλά κάποτε επισκεπτόταν τον σύλλογο για να χορέψει, όπως τα παιδιά γύρω της. Η κόρη της, Σωτηρία Μάτσκαρη, είναι μισή Γεωργιανή, μισή Ελληνίδα. Από μικρή ένιωθε ξεχωριστή που μεγάλωσε ανάμεσα σε δύο κουλτούρες. «Το 70% των παιδιών έχει γεννηθεί εδώ», λέει, «ενώ όλα πηγαίνουν σε ελληνικά σχολεία. Έξω είναι πιο ντροπαλά, είναι ακόμη πιο εσωστρεφή. Εδώ βγάζουν τον πραγματικό τους εαυτό», υποστηρίζει αναφορικά με τα παιδιά που έφτασαν στη χώρα τα τελευταία δύο-τρία χρόνια.
Γι’ αυτά, η σχολή είναι κατά κάποιον τρόπο ένα μέρος οικείο, όπου για κάποια απογεύματα την εβδομάδα μπορούν να νιώσουν πως είναι σπίτι τους. Δίπλα μου κάθεται ένας 15χρονος χορευτής που μετράει μόλις τρεις μήνες στην Ελλάδα. Έχει τα χέρια σταυρωμένα. Η συστολή του είναι έκδηλη. «Να μιλήσουμε στα αγγλικά;» με ρωτά όταν του μιλάω και μου εξηγεί στη συνέχεια ότι του λείπει ακόμη πολύ η πατρίδα και οι φίλοι του. Η σχολή, όπως μου εξηγεί η Σωτηρία, λειτουργεί ως κάτι παραπάνω από έναν χώρο διδασκαλίας χορού. Εδώ τα παιδιά θα δημιουργήσουν τους δεσμούς εκείνους που θα κάνουν ευκολότερη την κοινωνικοποίησή τους. «Συνήθως τα παιδιά που έρχονται εδώ από τη Γεωργία ψάχνουν καλύτερες συνθήκες και στην εκπαίδευση και στην εργασία», εξηγεί. Δεν είναι λίγα αυτά που θα επιλέξουν να σπουδάσουν. Αρκετοί βρίσκουν ενδιαφέρον στην πληροφορική, όπως ο Ενούκι, 24 ετών, που γεννήθηκε στο Ταΐσι της Γεωργίας και ήρθε στην Ελλάδα εννέα χρονών, ακολουθώντας τους γονείς του. Μου εξηγεί ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντα εύκολα μεγαλώνοντας. Ήταν, για παράδειγμα, ο μόνος Γεωργιανός στο σχολείο του. «Δεν μπορούσα να συνεννοηθώ με τα παιδιά, όμως προσπάθησα και σε δύο μήνες έμαθα να μιλάω, να γράφω και να διαβάζω». Στόχος του, όπως εξηγεί, είναι να τελειώσει το σχολείο, αφού το σταμάτησε για να φροντίζει τον τρίχρονο αδερφό του. Τον ρωτάω αν σκέφτεται να γυρίσει πίσω. «Μου αρέσει η Ελλάδα. Η Γεωργία για μένα είναι πολύ ξένη. Δεν έχω επιστρέψει ούτε νιώθω την ανάγκη να το κάνω. Τα πράγματα εκεί είναι πιο δύσκολα, δεν υπάρχουν προοπτικές. Εδώ είναι το σπίτι μου».

