Έχουμε την επιλογή να δούμε το ποτήρι μισογεμάτο. Ή και εντελώς γεμάτο, εν προκειμένω. Να δούμε, δηλαδή, ότι δύο ελληνικές ομάδες βρίσκονται (όπως και πέρυσι) στο Final Four. Μπορούμε να θυμηθούμε ότι ο Παναθηναϊκός θα αγωνιστεί ως πρωταθλητής, ότι ο Κέντρικ Ναν μάζεψε όλα τα βραβεία (MVP, πρώτος σκόρερ), ότι ο Ολυμπιακός τερμάτισε πρώτος (και άνετα) στην κανονική διάρκεια. Μπορούμε επίσης να σχολιάσουμε ότι ήταν μια –άλλη μια– πολύ ανταγωνιστική σεζόν στη Euroleague, με το ενδιαφέρον να διατηρείται μέχρι και την τελευταία αγωνιστική, που την ακολούθησαν (δύο από τις τέσσερις) συγκλονιστικές σειρές στα playoff. Και μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι για πέμπτη συνεχή χρονιά σημειώθηκε αύξηση στα εισιτήρια, με τον μέσο όρο να φτάνει τους 10.589 θεατές ανά αγώνα. Και ίσως το πιο σημαντικό: πουθενά στον κόσμο δεν μπορεί κανείς να ζήσει την ατμόσφαιρα που δημιουργείται στα γήπεδα της Αθήνας, του Βελιγραδίου, του Κάουνας. Τότε, τι δουλειά έχει το Final Four στο Άμπου Ντάμπι; Στο σημείο αυτό μπορούμε να αρχίσουμε να βλέπουμε το ποτήρι μισοάδειο.
Όχι ότι ενοχλεί κανέναν το Άμπου Ντάμπι, αφού η συντριπτική πλειονότητα θα παρακολουθήσουμε τους αγώνες από την τηλεόραση. Ωστόσο είναι μια υπενθύμιση ότι η σημαντικότερη μπασκετική διοργάνωση της Ευρώπης έχει ανάγκη να μεταμορφωθεί σε θίασο για να μπορέσει να βρει έσοδα, συμμαχίες κ.ά. Είναι επίσης μια υπενθύμιση ότι, παρά το όνομά της και τις χώρες προέλευσης των ομάδων της, η Euroleague δεν εκπροσωπεί ακριβώς την ήπειρό μας, αλλά είναι μια κλειστή λίγκα μετόχων που απλώς κερδίζει σε δημοφιλία τις αντίστοιχες διοργανώσεις της FIBA. Το ευρωπαϊκό μπάσκετ είναι εδώ και καιρό διχασμένο. Μεσούσης της χρονιάς, παίκτες και προπονητές κλήθηκαν να διαλέξουν ανάμεσα στους συλλόγους και στις εθνικές τους ομάδες, αφού υπήρχαν παιχνίδια ορισμένα ταυτόχρονα. Βλέποντας το ποτήρι μισοάδειο, μπορούμε να δούμε ότι στον μέσο όρο των εισιτηρίων δεν συνυπολογίζεται η Μακάμπι, που αγωνίζεται αυτοεξόριστη στο Βελιγράδι μπροστά σε άδειες κερκίδες. Κι αν είναι να δούμε το ποτήρι εντελώς άδειο, ας αναλογιστούμε τι έχει να γίνει με τον ερχομό του ΝΒΑ στα μέρη μας.
Για την ώρα, αυτός ο ελέφαντας στο δωμάτιο ας είναι ένα λούτρινο κουκλάκι. Ας το χαρούμε. Για λίγες ακόμα συγκινήσεις που θα έρθουν να προστεθούν σε όσα έχουμε δει κοντά τριάντα χρόνια τώρα σε Final Four, από εκείνες τις Μεγάλες Εβδομάδες που οι προσπάθειες του Γκάλη και του Γιαννάκη μπλέκονταν με τα Δώδεκα Ευαγγέλια που έρχονταν από τα μεγάφωνα της εκκλησίας της πλατείας. — Άθως Δημουλάς
Αυτοκράτορες δίχως στέμμα (1988-1993)

«Με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φιλίππου και τα άλλα παιδιά», έλεγε το άτυπο σάουντρακ της τριετίας 1988-1990, όταν ο Άρης έδινε τον «νυν υπέρ πάντων» αγώνα για να στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης. Παρότι, όμως, είχε ενώσει όλους τους Έλληνες φιλάθλους (πράγμα μοναδικό, αν όχι ανήκουστο), δίνοντας την αίσθηση ότι μετά τον θρίαμβο του 1987 η νέα επιτυχία θα ερχόταν ντετερμινιστικά, εκείνη δεν ήρθε ποτέ. Σε Γάνδη, Μόναχο και Σαραγόσα το όνειρο δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα, ενώ τα εάν της Ιστορίας (αν, για παράδειγμα, ο Γιαννάκης δεν μπλεκόταν σε καβγά με τον Μαγκί της Μακάμπι Τελ Αβίβ, στον ημιτελικό του 1989) συνεχίζουν να ταλαιπωρούν τους ρομαντικούς ακόμη και σήμερα. Το 1993, ο έτερος «μεγάλος» της Θεσσαλονίκης, ο ΠΑΟΚ, θα έπεφτε μαχόμενος στο Final Foυr της Αθήνας· το τελευταίο σουτ του Μπάνε Πρέλεβιτς, στον ημιτελικό απέναντι στην Μπενετόν, αποτελεί τον ορισμό του «σουτ απελπισίας». Ναι, κάποιες φορές οι αυτοκράτορες μένουν χωρίς στέμμα.
Στα χαρακώματα (1994-1999)

Το 1994, στον τελικό του Τελ Αβίβ, ο Πάσπαλι χάνει μία βολή και ύστερα άλλη μία απέναντι στην Μπανταλόνα, ο Γιάννης Ιωαννίδης βάζει-βγάζει το σακάκι του, ο Ολυμπιακός πέφτει θύμα μιας από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις του θεσμού, ο χρόνος και ο κόσμος παγώνουν. Εκείνον τον καιρό, το μπάσκετ για την Ελλάδα δεν ήταν απλώς διασκέδαση: ήταν λατρεία, εμμονή και ενίοτε «πόλεμος»· Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός διαγωνίζονταν σε κάθε επίπεδο μέχρις εσχάτων. Μετά από δύο «εμφύλιους» ημιτελικούς ανάμεσα στις δύο ελληνικές ομάδες, το 1994 και το 1995, οι οποίοι έστελναν «σκασμένο» τον νικητή στον τελικό, η τάπα του Βράνκοβιτς στο Παρίσι το 1996 θα έφερνε τελικά το πολυπόθητο τρόπαιο στον Παναθηναϊκό. Για τη χώρα μας χρειάστηκαν έξι (!) χαμένα Final Four μέχρι τον πρώτο τίτλο.

του πρώτου τίτλου του Ολυμπιακού. (Φωτογραφία: GERARD JULIEN / AFP)
Την επόμενη χρονιά, η ραψωδία του Ντέιβιντ Ρίβερς θα έχριζε πρωταθλητή τον Ολυμπιακό στη Ρώμη, πριν έρθει η σειρά για άλλους δύο χαμένους ημιτελικούς, το 1998 και το 1999, από την ΑΕΚ και την ομάδα του Πειραιά αντίστοιχα. Οι ελληνικές ομάδες βρίσκονταν και επισήμως στην κορυφή της Ευρώπης – μια κορυφή από την οποία δεν θα έφευγαν, με κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις, ξανά ποτέ.
Γαλαξίας αστεριών (2000-2011)

Και εγένετο Ζέλικο Ομπράντοβιτς.
O «Γκαστόνε» των μέχρι τότε τριών τροπαίων με τρεις διαφορετικές ομάδες (Παρτιζάν, Μπανταλόνα, Ρεάλ) έδωσε τις διαπιστεύσεις του σε Θεσσαλονίκη, Μπολόνια, Αθήνα, Βερολίνο και Βαρκελώνη, βάζοντας –όχι άδικα– υποψηφιότητα για κορυφαίος Ευρωπαίος προπονητής όλων των εποχών σε κάθε ομαδικό σπορ. Πέντε διαφορετικές πόλεις, πέντε ισάριθμοι τίτλοι και μυθικές εμφανίσεις από ένα σπάνιο καστ πρωταγωνιστών (από τους Ντέγιαν Μποντίρογκα, Ζέλικο Ρέμπρατσα, Ντάριλ Μίντλεντον και Ιμπραΐμ Κουτουλάι μέχρι τους Δημήτρη Διαμαντίδη, Μάικ Μπατίστ, Σαρούνας Γιασικεβίτσιους και Βασίλη Σπανούλη), που όμως ακολουθούσε κατά γράμμα τις σκηνοθετικές οδηγίες του σπουδαίου auteur της πορτοκαλί μπάλας. Κάπως έτσι, λοιπόν, ο Παναθηναϊκός έστησε τη δική του μπασκετική δυναστεία. Στο ενδιάμεσο, το ελληνικό μπάσκετ είχε γίνει δισδιάστατο σε επίπεδο συλλόγων και ο Ολυμπιακός σπαταλούσε πακτωλό χρημάτων προσπαθώντας, ανεπιτυχώς, να ρίξει τον «αυτοκράτορα» από τον γεμάτο αστέρια θρόνο του. Τελικά, θα τα κατάφερνε με τον πιο ανέλπιστο τρόπο.
Από θέση αουτσάιντερ (2012-2019)

Πού ήσουν όταν ο Γιώργος Πρίντεζης έριχνε το «πεταχτάρι» του; Η επική ανατροπή που πέτυχε ο Ολυμπιακός, το 2012 στην Κωνσταντινούπολη, απέναντι στην πανίσχυρη ΤΣΣΚΑ Μόσχας ήταν τόσο επική και τόσο αναπάντεχη ώστε να αποτελεί κάτι περισσότερο από αθλητικό γεγονός· είναι ένα συμβάν με δική του θέση στην πρόσφατη συλλογική μνήμη. Για να συμβεί αυτό, έπρεπε πρώτα το μπάτζετ της πειραιώτικης ομάδας να μειωθεί αισθητά (αντί να αυξηθεί κι άλλο), να δοθούν τα κλειδιά των αποδυτηρίων σε έναν «Σοφό» (Ντούσαν Ίβκοβιτς) και να χριστεί απόλυτος ηγέτης ο Βασίλης Σπανούλης, ένας μεγάλος παίκτης που πήρε ένα μεγάλο ρίσκο, αφήνοντας την αυτοκρατορία του Παναθηναϊκού. Η Ιστορία τον δικαίωσε, όπως δικαίωσε και τους «Πειραιώτες», που κατάφεραν την επόμενη χρονιά, με τον Γιώργο Μπαρτζώκα στον πάγκο τους, να πετύχουν κάτι που καμιά άλλη ελληνική ομάδα δεν είχε πετύχει ποτέ: να κάνουν το back to back. Μέχρι να «κρεμάσει» τα παπούτσια του ο Kill Bill, θα βρίσκονταν κοντά στην κορυφή, όσο ο «αιώνιος» αντίπαλός τους είχε χάσει τον δρόμο του.
Η νέα κυριαρχία; (2020 → )

Κάθε χωράφι, όσο εύφορο και αν είναι, χρειάζεται ανά τακτά διαστήματα την αγρανάπαυσή του. Έτσι, ύστερα από τρία συνεχόμενα χρόνια χωρίς ελληνική συμμετοχή, ο Ολυμπιακός, με τον Γιώργο Μπαρτζώκα ξανά στον πάγκο του και σε executive ρόλο αυτή τη φορά, επέστρεψε δριμύτερος στα Final Four: το 2022, το χέρι του Μίσιτς έδωσε την πρόκριση στον τελικό στην Αναντολού Εφές, το 2023 το καλάθι-μαχαιριά του Γιουλ χάρισε τον τίτλο στη Ρεάλ Μαδρίτης (παρά το «μαγικό» μπάσκετ των «Πειραιωτών» σε όλη τη διάρκεια της σεζόν), ενώ το 2024 οι «Μαδριλένοι» έδειχναν ανίκητοι στον ημιτελικό. Ή μήπως όχι; Στον τελικό του Βερολίνου, ο Παναθηναϊκός επέστρεψε στον θρόνο του με την υπογραφή του Εργκίν Αταμάν, του Κώστα Σλούκα και του Κέντριν Ναν, ενός από μηχανής θεού που ήρθε να ανατρέψει τα δεδομένα του ευρωπαϊκού μπάσκετ από την άλλη άκρη του Ατλαντικού. Φέτος, οι δύο ελληνικές ομάδες βρίσκονται ξανά στο Final Four, ύστερα από μια «κούρσα εξοπλισμών» στο μεταγραφικό κομμάτι. Είμαστε, άραγε, στην αρχή μιας νέας «ελληνικής» δυναστείας στη Euroleague ή μήπως θα επιστρέψουμε στον πόλεμο των χαρακωμάτων;
Στο παρασκήνιο
Ο αθλητικογράφος Γιάννης Σταυρουλάκης συγκέντρωσε παραλειπόμενα από τα μεγάλα ραντεβού των τελευταίων ετών, τα οποία έμαθε από πρώτο χέρι ταξιδεύοντας και συναντώντας πολλούς πρωταγωνιστές. Του ζητήσαμε να μοιραστεί μαζί μας κάποια από αυτά.
Μαδρίτη, 2008
Η ΤΣΣΚΑ κέρδισε στον τελικό τη Μακάμπι με τα αρχικά «ΑΜ» στις φανέλες της: Αττίλιο Μεσίνα. Ήταν ο αδελφός του προπονητή της ομάδας, Έτορε. Όπως μου εκμυστηρεύτηκε ο Νίκος Ζήσης, «ο κόουτς περνούσε αυτό το προσωπικό δράμα και ταξίδευε αρκετά στην Ιταλία για να τον βλέπει, ήταν κάτι που δεν ήξεραν πολλοί. Τον έχασε μερικές ημέρες μετά την πρόκριση στη σειρά με τον Ολυμπιακό. Ήταν η ιστορία που ένωσε εκείνη την ομάδα».
Μαδρίτη, 2015
Ο Τζέισι Κάρολ θυμάται ότι ο προπονητής του, Πάμπλο Λάσο, πριν από το ξεκίνημα του τελικού της Ρεάλ με τον Ολυμπιακό, του επιφύλασσε μια έκπληξη: «Μας λέει την αρχική πεντάδα. “Κάρολ, μαρκάρεις τον Σπανούλη”. Και εγώ σκέφτηκα “τον Σπανούλη; Μα δεν είμαι καλός αμυντικός”. Αλλά μου άρεσε η πρόκληση, να μαρκάρω αυτόν τον τύπο, έναν από τους κορυφαίους πόιντ γκαρντ της Euroleague. Έκανα τη δουλειά μου και, όντως, ο Σπανούλης δεν έκανε τόσο καλό παιχνίδι».
Κωνσταντινούπολη, 2017

Ο Τζίτζι Ντατόμε είχε δηλώσει πως, αν η Φενερμπαχτσέ κατακτήσει τη Euroleague, θα κόψει την κοτσίδα του. Μετά το τέλος του τελικού με τον Ολυμπιακό, λοιπόν, ο Πέρο Άντιτς πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε την κοτσίδα του Ιταλού σε μια άκρη του γηπέδου. «Πολύς κόσμος το θυμάται πλέον. Ήταν το χαρακτηριστικό μου, με αναγνώριζαν από το μαλλί, οπότε το να το κόψω ήταν κάτι μεγάλο. Δεν θυμάμαι αν ο Άντιτς μού το ανέφερε ξανά μέσα στη σεζόν, σίγουρα θα το είχαμε συζητήσει πάλι. Και του είπα πως είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος τιμά τον λόγο του. Το στοίχημα είναι στοίχημα, είμαι χαρούμενος που το κάναμε». Η κοτσίδα αυτή χάθηκε στους πανηγυρισμούς. Ο Άντιτς την έδωσε σε κάποιον από το σταφ και από εκεί πιθανότατα κατέληξε σε κάποιον άντρα της ασφάλειας.
Βελιγράδι, 2018
Ο Λούκα Ντόντσιτς κατέκτησε τη Euroleague με τη Ρεάλ Μαδρίτης δίχως να έχει βγάλει ακόμα το δίπλωμα οδήγησης. Πώς ήταν, όμως, ως συγκάτοικος στις αποστολές εκείνη τη χρονιά; Ο συμπαίκτης του Φαμπιάν Κοζέρ θυμάται: «Ο Ντόντσιτς ήταν παιδί. Ένιωθα ότι ήμουν κάτι ανάμεσα σε μεγάλο αδελφό και μπέιμπι σίτερ! Ουσιαστικά, περνούσε τον χρόνο του διασκεδάζοντας με τους συνομηλίκους του, Σάντι Γιούστα και Ντίνο Ράντοντσιτς. Ήταν πάντα μαζί. Θυμάμαι, για παράδειγμα, ότι στο εκτός έδρας ματς με την Ανδόρρα για την ισπανική λίγκα πήγαν να αγοράσουν πιστόλια για σαπουνόφουσκες… Πριν από τον τελικό της Euroleague στο Βελιγράδι, κοιμόταν σαν να μη συμβαίνει τίποτα».
Κολωνία, 2021
O Κροάτης Κρούνοσλαβ Σίμον, παίκτης του Εργκίν Αταμάν στην Εφές, μου αποκάλυψε την ομιλία του τότε προπονητή του πριν από τον τελικό με την Μπαρτσελόνα: «Έπιανε τον κάθε παίκτη ξεχωριστά και τον ξεσήκωνε. Έλεγε, για παράδειγμα, στον Λάρκιν: “Σέιν, ποιος είναι καλύτερος παίκτης; Εσύ ή ο Νικ Καλάθης;”. “Εγώ, κόουτς”. Μετά έπιασε τον Μίτσιτς: “Βάσα, ποιος είναι καλύτερος; Εσύ ή ο Αμπρίνες;”. “Εγώ”. Το ίδιο και με εμένα: “Πες μου Κρούνο, είσαι καλύτερος από τον Κλαβέρ;”. “Ναι, κόουτς! Είμαι”. Αφού τελείωσε με όλους, ξεστόμισε την τελευταία κουβέντα: “Εντάξει, παιδιά. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, δεν γίνεται να χάσουμε αυτό το παιχνίδι”».
Το βιβλίο Τα Final Four της ζωής τους των Γιάννη Σταυρουλάκη και Δημήτρη Οικονόμου κυκλoφορεί από τις εκδόσεις Οξύ.

Βελιγράδι, 2018