«Είναι εκείνες οι ώρες που νιώθεις τα ντουβάρια να καίνε», λέει ο Γιώργος Σταυρακάκης, επίκουρος καθηγητής στο Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο της Κρήτης, σχολιάζοντας κάτι γνώριμο σε όλους τους Αθηναίους. «Τα περισσότερα κτίρια έχουν φτιαχτεί με παλιά υλικά, που απορροφούν και αποθηκεύουν θερμότητα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, αυτή η θερμότητα αποβάλλεται στο περιβάλλον, το οποίο όμως, λόγω του δομημένου χαρακτήρα της πόλης, δεν επιτρέπει τη γρήγορη απαγωγή της. Δημιουργούνται έτσι τα λεγόμενα “αστικά φαράγγια” και οι θερμοκρασίες μένουν υψηλές για πολλές ώρες».
Αντίστοιχα, σύμφωνα με έρευνα του LSE Cities, η οποία δημοσιεύτηκε το 2022, ο Δήμος Αθηναίων έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανοιχτού πράσινου χώρου πανευρωπαϊκά, με μόλις 6,6 τετραγωνικά μέτρα ανά κάτοικο. Αυτό σε συνδυασμό με το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας, κατά το οποίο η θερμοκρασία μιας πόλης είναι μεγαλύτερη απ’ αυτήν των προαστίων και της ευρύτερης περιοχής που την περιβάλλει, αλλά και άλλους μικρότερους ή μεγαλύτερους παράγοντες, δημιουργούν μια ασφυκτική πραγματικότητα για τους κατοίκους του κέντρου. Μοναδικό καταφύγιο; Τα μπαλκόνια, οι ταράτσες και τα (όχι και τόσο πολλά) πάρκα.
Ενάντια στην τσιμεντοποίηση

Ποιο χρώμα θα χρησιμοποιούσε ένας ξένος επισκέπτης για να χαρακτηρίσει την Αθήνα; Μάλλον το «πράσινο» δεν αποτελεί επιλογή. Όχι βέβαια ότι θα ήταν λογικό να οραματιζόμαστε μια κατάφυτη Αθήνα στα πρότυπα του Όσλο – το μεσογειακό κλίμα δεν ευνοεί κάτι τέτοιο. Η λύση ενάντια στην τσιμεντοποίηση θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Αττικής: «Οφείλουν οι τοπικές Αρχές να προχωρήσουν σε έργα που βασίζονται στη φύση – τα λεγόμενα Nature-Based Solutions (NBS). Δηλαδή σε φυτεύσεις, δημιουργία σκιάς, δροσερών πνευμόνων στην πόλη, ώστε να μειώνεται η θερμότητα που προσλαμβάνουν τα υλικά και να ενισχύεται η αίσθηση δροσιάς μέσω της εξάτμισης και της διαπνοής», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Σταυρακάκης.
Τονίζει, βέβαια, ότι για κάτι τέτοιο χρειάζεται σωστός και καλομελετημένος σχεδιασμός. «Αν δεν συνυπολογίσουμε τη σωστή ισορροπία ανάμεσα σε αειθαλή και φυλλοβόλα δέντρα, μπορεί τον χειμώνα να οδηγηθούμε στο αντίθετο πρόβλημα: σε ψυχρότερες θερμοκρασίες, που δεν θέλουμε». Με άλλα λόγια, οι λύσεις που μας προσφέρει η φύση είναι αρκετές, αλλά δεν είναι πανάκεια. Χρειάζονται, σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή, να συνδυάζονται με τεχνολογία και κυρίως αλλαγή στην κουλτούρα των κατοίκων.
Μπαλκόνια και δώματα

«Θερμική άνεση στην πόλη, απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα, δροσισμό», είναι οι απαντήσεις της Μαρίας Παπαφωτίου, καθηγήτριας Ανθοκομίας και Αρχιτεκτονικής Τοπίου, όσον αφορά το τι μπορεί να προσφέρει ένα «πράσινο» κτίριο. «Για να πετύχει αυτή η προσπάθεια, πρέπει να έχει συνέχεια. Αν γίνει μόνο σε ένα κτίριο, ενώ τα γύρω παραμένουν άδεια, δεν προσφέρει σχεδόν τίποτα – πέρα από την οπτική ευχαρίστηση αλλά και το γεγονός ότι ίσως λειτουργεί ως παράδειγμα». Επίσης, μπορεί στο μυαλό μας τα ζωύφια (έντομα, αρθρόποδα, μικροοργανισμοί) να είναι κατά κύριο λόγο ενοχλητικά, είναι όμως –ως επικονιαστές– κάτι θεμελιώδες για τον κύκλο της ζωής και για να ζήσουν χρειάζονται πράσινους χώρους, μεγαλύτερους ή μικρότερους.
Η ίδια θεωρεί ότι τα φυτοδώματα (ταρατσόκηποι) αποτελούν ιδανική λύση για την Αθήνα, τονίζει όμως τις δυσκολίες που έχουν, καθώς και το αυξημένο κόστος. Μάλιστα, στο Εργαστήριο Ανθοκομίας και Αρχιτεκτονικής Τοπίου που διευθύνει, καταβάλλονται συντεταγμένες προσπάθειες για να ξεπεραστούν αυτές οι δυσκολίες. Οι γλάστρες, λοιπόν, και τα αναρριχώμενα φυτά επανέρχονται στο προσκήνιο ως μικρές λύσεις, που όμως μπορούν αθροιστικά να αλλάξουν τόσο το τοπίο όσο και δυνητικά το μικροκλίμα. «Επειδή το νερό είναι πολύτιμο –ιδιαίτερα με τις θερμοκρασίες και τις ξηροθερμικές συνθήκες που έχουμε–, καλό είναι να επιλέγουμε κάποια συγκεκριμένα είδη φυτών που δεν καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες. Ιδανικά είναι τα ξηροφυτικά είδη της ελληνικής χλωρίδας, όπως τα φρύγανα. Μπορούν να μπουν και παχύφυτα – όχι ελληνικά, αλλά ανθεκτικά στην ξηρασία. Όμως τα παχύφυτα δεν ευνοούν τόσο τη βιοποικιλότητα όσο τα γηγενή φυτά. Τα ελληνικά, με την ανθοφορία τους, είναι πιο ωφέλιμα για τα μικρά ζώα και έντομα».
Αναρριχώμενες λύσεις
Στην περιοχή Πόρτα Νουόβα του Μιλάνου, ανάμεσα σε διάφορα άλλα «κλασικά» κτίρια, συναντά κανείς το Bosco Verticale: δύο δίδυμους ουρανοξύστες διάσημους για την ποικιλία της χλωρίδας (περισσότερα από 90 διαφορετικά είδη φυτών) που φιλοξενούν. Το βραβευμένο πρότζεκτ του 2014 θυμίζει τους «κρεμαστούς κήπους» της Βαβυλώνας και, όχι άδικα, διεκδικεί μια θέση ανάμεσα στα πράσινα θαύματα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Η ιταλική πόλη του βορρά έχει εντελώς διαφορετικό κλίμα από την ξερή –ή μήπως κατάξερη;– Αθήνα. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι εμείς τι κάνουμε.
Οι γλάστρες και τα αναρριχώμενα φυτά επανέρχονται στο προσκήνιο ως μικρές λύσεις, που όμως μπορούν αθροιστικά να αλλάξουν το τοπίο.
«Ο παρθενόκισσος (Αmpelopsis veitchii) είναι ιδανικός», αναφέρει ο Παναγιώτης Σκοτειδάκης, γεωπόνος και αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Επαγγελματιών Γεωτεχνιτών και Επιχειρήσεων Πρασίνου. «Ανεβαίνει σε τοίχους χωρίς να τους φθείρει και μπορεί εύκολα, αν χρειαστεί, να κλαδευτεί ή να απομακρυνθεί χωρίς να δημιουργεί προβλήματα στις κατασκευές. Αυτό είναι το μεγαλύτερό του πλεονέκτημα και ένα τεράστιο όφελος, ειδικά για κατοικίες». Πώς όμως περιμένουμε να «θεριέψουν» τα αναρριχητικά φυτά σε μικροσκοπικά μπαλκόνια; «Μια οικονομική και πρακτική λύση είναι οι επιτοίχιες γλάστρες. Αν το φυτό μας καλύψει δύο έως τρία τετραγωνικά από τον τοίχο, έχουμε βιοκλιματικά οφέλη, όπως για παράδειγμα προστασία από την ηλιακή ακτινοβολία». Τονίζει, μάλιστα, ότι μπορούμε να τοποθετήσουμε δύο ή και τρεις επιτοίχιες γλάστρες· τότε κερδίζουμε σε σκιά σαν να είχαμε βάλει τέντα. Με μια σημαντική διαφορά: η δροσιά που απολαμβάνουμε είναι εντελώς φυσική.
Συνδυαστικές λύσεις

«Η πράσινη μετάβαση δεν είναι μόνο τεχνολογικό ζήτημα. Είναι και θέμα καθημερινής στάσης. Το να μάθουμε να φροντίζουμε τον χώρο μας, να έχουμε σχέση με το πράσινο», τονίζει ο Γιώργος Σταυρακάκης. Μας ενημερώνει, μάλιστα, ότι υπάρχουν μέθοδοι υπολογισμού που αποτιμούν την επίπτωση των παρεμβάσεων –απαντούν, δηλαδή, στο ερώτημα «τι θα συμβεί αν»– με όρους μικροκλίματος και ότι καλό θα ήταν να τους συμβουλεύονται οι αρμόδιοι πριν προβούν στην εφαρμογή των εκάστοτε σχεδίων. «Ένα φυτεμένο δώμα σε ένα ψηλό κτίριο ωφελεί μονάχα τους δύο τελευταίους ορόφους. Πολλά φυτεμένα δώματα, όμως, είναι ωφέλιμα στο αστικό μικροκλίμα».
Ποιος είναι, λοιπόν, κατά την άποψή του ο πιο σωστός τρόπος να προσεγγίσουμε την ανάγκη για πιο πράσινες ελληνικές πόλεις; «Η επίτευξη της μείωσης της θερμοκρασίας κατά τουλάχιστον ενάμιση βαθμό και η βελτίωση της θερμικής άνεσης των ανθρώπων στη γειτονιά κατά τουλάχιστον 20% θα επιτευχθούν μόνο με συνδυαστικές λύσεις, που θα περιλαμβάνουν –προφανώς– NBS (Nature-Based Solutions), υδάτινα στοιχεία και τα λεγόμενα “ψυχρά υλικά”, όπως ο κυβόλιθος, που έχει μικρό συντελεστή απορρόφησης». Όσο για το πόσο σημαντικός είναι αυτός ο ενάμισης βαθμός; Ας μην ξεχνάμε ότι, πέρα από τη δική μας άνεση, ο πλανήτης πια βρίσκεται στο όριο· αυτός ο ενάμισης βαθμός μάς χωρίζει αυτή τη στιγμή από την καταστροφή.

