Στις 30 Απριλίου 1975, ο Βου Ντανγκ Τόαν ήταν διοικητής του πρώτου τανκ που έσπασε την κεντρική πύλη του Παλατιού της Ανεξαρτησίας της Σαϊγκόν. Αφού είδε τόσο πολλούς να πεθαίνουν και αφού και ο ίδιος ξόδεψε τα νιάτα του πολεμώντας τους Αμερικανούς και τις δυνάμεις του Νοτίου Βιετνάμ, ήταν εκεί, ζωντανός και έκπληκτος, για να δει το τέλος ενός εξαντλητικού πολέμου. Ήταν μια πλήρης παράδοση. Ελικόπτερα είχαν ήδη πάρει τους τελευταίους Αμερικανούς από την πρεσβεία των ΗΠΑ, την ώρα που οι μαχητές του Νότου εξαφανίζονταν, πετώντας τις στολές και τις μπότες τους στους δρόμους.
«Είμαι περήφανος που ως στρατιώτης ολοκλήρωσα την αποστολή», είπε ο Τόαν. Πενήντα χρόνια αργότερα κάθεται στο άνετο σπίτι του βόρεια του Ανόι, περικυκλωμένος από ορυζώνες, όχι μακριά από τα εργοστάσια που κατασκευάζουν Apple Watches. Οι φωτογραφίες στον τοίχο δείχνουν το τανκ του στο γκαζόν του Παλατιού. Φορώντας τη στρατιωτική του στολή, πίνει τσάι σε μια σκούρα ξύλινη καρέκλα δίπλα στον εγγονό του, Ντανγκ Χόανγκ Αν, 14 ετών, έναν φανατικό ποδοσφαιρόφιλο με λαμπερά μάτια, που φοράει σχολική στολή στο μπλε της Τσέλσι.

Το αγόρι φαντάζεται τη ζωή του με διαφορετικούς όρους. Ο στόχος του; «Να σπουδάσω στον Καναδά». Η αποστολή του; «Να βγάλω χρήματα». «Η γενιά των παππούδων μου έπρεπε να πάει στον πόλεμο και άνθρωποι πέθαναν», λέει ο Χόανγκ Αν. «Τώρα δεν ανησυχούμε γι’ αυτό. Ανησυχούμε για το σχολείο και τη δουλειά».
Το τέλος της ιδεολογίας
Ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν πολλά πράγματα: μια εθνικιστική εξέγερση κατά του αποικισμού, μια φονική μηχανή που στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 1 εκατομμύριο Βιετναμέζους και 58.000 Αμερικανούς στρατιώτες, και ένας εμφύλιος πόλεμος στην Ασία που διέλυσε την Αμερική. Αλλά ήταν επίσης μια σύγκρουση ανάμεσα σε οικονομικά συστήματα και κουλτούρες – ο επαναστατικός σοσιαλισμός του Βορρά εναντίον της ελεύθερης αγοράς του Νότου.
«Η γενιά των παππούδων μου έπρεπε να πάει στον πόλεμο και άνθρωποι πέθαναν», λέει ο Χόανγκ Αν. «Τώρα δεν ανησυχούμε γι’ αυτό. Ανησυχούμε για το σχολείο και τη δουλειά».
Μισό αιώνα αργότερα, η ιδεολογία έχει εν πολλοίς πεθάνει και ο πραγματισμός ευδοκιμεί. Το Βιετνάμ έχει περάσει από τον πόλεμο στην ειρήνη, από την αγροτική στην όλο και περισσότερο αστική ζωή, από τη φτώχεια στη σχεδόν μεσαία τάξη, και από ένα καθαρό κομμουνιστικό καθεστώς σε ένα σύνθετο υβρίδιο ελεύθερων αγορών και κρατικού ελέγχου. Μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες (Nike, Samsung, Apple και άλλες) έχουν καταστήσει το Βιετνάμ εξαγωγικό κόμβο. Η χώρα, η οποία απελευθέρωσε την οικονομία της στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ωθείται προς την παραγωγή υψηλότερης τεχνολογίας και τα επίπεδα εισοδήματος βρίσκονται πιο κοντά σε εκείνα των πλουσιότερων χωρών της Ασίας.

Όμως το μοντέλο του Βιετνάμ –που συνδυάζει νεαρούς εργαζομένους, τεράστια εργοστάσια, ευέλικτη διπλωματία και ανοικτές αγορές για τις εξαγωγές του– αντιμετωπίζει τώρα έναν πιο εχθρικό κόσμο. Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας προκαλεί αβεβαιότητα σε ένα σύστημα που έχει ωφελήσει σε μεγάλο βαθμό το Βιετνάμ, παγώνοντας τις επενδύσεις και μειώνοντας τις προβλέψεις για την ανάπτυξη. Και η αναστάτωση έρχεται σε μια κακή στιγμή, την ώρα που ο πληθυσμός της χώρας γερνάει. Και όμως, για ένα ανθεκτικό έθνος που είναι περισσότερο παρμπρίζ παρά καθρέφτης, η ελπίδα βρίσκεται πάντα κάπου εκεί έξω. Το Βιετνάμ βρίσκεται σταθερά στην κορυφή των κατατάξεων των πιο αισιόδοξων χωρών, και, σύμφωνα με πολλούς Βιετναμέζους, υπάρχει λόγος. Μέχρι τη δεκαετία του ’90, οι περισσότεροι ήταν φτωχοί, σήμερα όμως λιγότερο από το 4% του πληθυσμού ζει κάτω από αυτό που η Παγκόσμια Τράπεζα θεωρεί ως εθνικό όριο φτώχειας, βγάζοντας λιγότερο από 3,65 δολάρια την ημέρα. Το κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα έχει υπερεξαπλασιαστεί από το 2020, φτάνοντας περίπου τα 4.500 δολάρια.
«Η ηγεσία είναι επιλογή»
Τίποτα δεν χαρακτηρίζει το Βιετνάμ αυτή τη στιγμή περισσότερο από την επιθυμία να αποκτήσει μια καινούργια εικόνα, να αναγνωριστεί η χώρα και οι πολίτες της για τις αρετές τους. Αυτή η επιθυμία έχει δημιουργήσει έναν έντονο και πατερναλιστικό εθνικισμό. Οι εσωτερικές συγκρούσεις στην κυρίαρχη ελίτ κάποιες φορές προκαλούν στοχευμένες κριτικές (όπως για παράδειγμα για τη διαφθορά). Όμως, ακόμα και η ήπια αμφισβήτηση του συστήματος μέσω της τέχνης, των βιβλίων, της θρησκείας ή του διαδικτύου εξακολουθεί να επισύρει αστυνομική καταστολή.

Οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος παρουσίασαν πρόσφατα ένα τολμηρό σχέδιο για την ενοποίηση επαρχιών, τη συγχώνευση υπουργείων και τη μείωση του δημόσιου εργατικού δυναμικού κατά ένα τρίτο. Ο στόχος είναι να κινηθούν γρήγορα, και αυτή η επιδίωξη είναι ιδιαίτερα ορατή στις σχολικές αίθουσες.
Στο ιδιωτικό σχολείο Tan Phu της πόλης Χο Τσι Μινχ, το οποίο ανήκει σε ένα κερδοσκοπικό δίκτυο που δίνει έμφαση στην παγκόσμια συνείδηση, η ημέρα διαρκεί από τις 7.20 π.μ. έως τις 4.50 μ.μ. Στις σκάλες αναγράφονται αποφθέγματα στα αγγλικά, όπως «Η ηγεσία είναι επιλογή και όχι θέση». Πριν από μία δεκαετία, το Tan Phu ήταν ένα από τα λίγα ιδιωτικά σχολεία της περιοχής. Τώρα υπάρχουν πενήντα οκτώ. Και σε όλο το Βιετνάμ, οι καλύτεροι μαθητές του λυκείου επιδιώκουν και αναμένουν κοινωνική ανέλιξη. Στο Tan Phu φοιτούν κυρίως παιδιά καταστηματαρχών, υπαλλήλων γραφείου ή στελεχών εργοστασίων. Ρωτήστε αυτούς τους εφήβους τι θέλουν και σχεδόν όλοι θα πουν σπουδές στο εξωτερικό. Πολλοί τα καταφέρνουν.
Μια απελπιστική περίοδος
Το 2000, το Βιετνάμ έστειλε περίπου 1.300 φοιτητές στις ΗΠΑ για να συνεχίσουν τις σπουδές τους – πέρυσι τα αμερικανικά πανεπιστήμια υποδέχτηκαν 22.000. Άλλοι 37.000 σπούδασαν στην Αυστραλία. Γιατί όμως οι σπουδές στο εξωτερικό είναι τόσο σημαντική υπόθεση για τους Βιετναμέζους; Έπειτα από συζητήσεις με γονείς και καθηγητές, προέκυψε το συμπέρασμα ότι, εκτός από την οικονομική προοπτική, υπάρχει και κάτι βαθύτερο: δεν έχει ξεχαστεί ούτε ο πόλεμος ούτε ο δύσκολος καιρός που ακολούθησε. Η δεκαετία μετά το 1975 ήταν μια απελπιστική περίοδος, με πείνα και καχυποψία.

Ο σοβιετικού τύπου σχεδιασμός παρέλυσε την οικονομία, ενώ οι ηγέτες του Βορρά έστειλαν εκατοντάδες χιλιάδες από τον Νότο σε στρατόπεδα αναμόρφωσης, αποκλείοντάς τους από κυβερνητικές θέσεις εργασίας και απαγορεύοντας στα παιδιά τους να φοιτήσουν σε πανεπιστήμια. Περισσότεροι από 1 εκατομμύριο Βιετναμέζοι διέφυγαν από τη χώρα με βάρκες τη δεκαετία του ’70 και στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Για όσους θυμούνται εκείνη την εποχή, οι ευκαιρίες του παρόντος μοιάζουν εντυπωσιακές – και πρέπει να τις εκμεταλλευτούν, σαν μια ευκαιρία να αντικατασταθεί το Βιετνάμ από ένα καινούργιο. Οι μεταπολεμικές γενιές έχουν να αποδείξουν ότι η πατρίδα τους είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα μέρος όπου έγινε ένας πόλεμος ή μια χώρα που οι πολίτες της έγιναν πρόσφυγες. «Το Βιετνάμ μπορεί να συμπορευτεί με όλα τα άλλα ανεπτυγμένα έθνη», δήλωσε η Λε Τρα Μάι, 39 ετών, υποδιευθύντρια του Tan Phu και μητέρα τριών παιδιών. «Θέλουμε να τους δείξουμε τις δυνατότητες του βιετναμέζικου λαού».
Σκουπίδια και ψάρια

Στις μεγάλες πόλεις του Βιετνάμ, η αιθαλομίχλη έχει φτάσει σε επίπεδα κρίσης. Πολλές ημέρες φέτος, το Ανόι βρέθηκε στην κορυφή της κατάταξης των πιο μολυσμένων πόλεων του κόσμου και η κατάσταση στη Χο Τσι Μινχ δεν ήταν πολύ καλύτερη. Είναι το τίμημα της απεριόριστης ανάπτυξης του Βιετνάμ. Ο άνθρακας χρησιμοποιείται για την παραγωγή περισσότερης από τη μισή ηλεκτρική ενέργεια της χώρας κατά την κορύφωση της ζήτησης. Όταν οι αγρότες απέκτησαν περισσότερη ελευθερία, παρήγαγαν τεράστιες ποσότητες λόγω της υπερβολικής χρήσης λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την κλιματική κρίση, απειλούν μία από τις πιο παραγωγικές περιοχές του πλανήτη για τροφή και αλιεία.
Οι μεταπολεμικές γενιές έχουν να αποδείξουν ότι η πατρίδα τους είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα μέρος όπου έγινε ένας πόλεμος ή μια χώρα που οι πολίτες της έγιναν πρόσφυγες.
Ο Λε Χόανγκ Φουκ, 25 ετών, μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό αγρόκτημα βαθιά στον Νότο. Είχε εγκαταλειφθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν οι ηγέτες της Σαϊγκόν μετεγκατέστησαν τους κατοίκους της υπαίθρου στους λεγόμενους «στρατηγικούς οικισμούς» (Σ.τ.Μ.: Χρηματοδοτούμενο πρόγραμμα των ΗΠΑ για τον περιορισμό των αγροτών). Όταν ο Φουκ επέστρεψε πίσω ως παιδί, μπορούσε να βάλει τα χέρια του στο λαμπερό νερό των κοντινών ρυακιών και να βλέπει τα ψάρια να σπαρταράνε στα δάχτυλά του. «Σήμερα έχουμε περισσότερα σκουπίδια παρά ψάρια», λέει.

Καθισμένος κοντά σε κυψέλες με μέλισσες, μας λέει ότι τα πόδια του καίγονταν από τα χημικά όταν στέκεται στα πιο βρόμικα κανάλια. Σε βίντεο στο TikTok και στο YouTube, ο Φουκ βιντεοσκοπεί τον εαυτό του εξηγώντας την αξία των εναλλακτικών λύσεων, όπως η βιολογική γεωργία, που έχει πλέον υιοθετήσει η οικογένειά του. Κάνουν αυτό που τους αναλογεί για να διατηρήσουν την περιοχή υγιή, αναγνωρίζοντας όμως ότι αυτό δεν είναι αρκετό. Προσθέτει ότι χρειάζονται αυστηρότεροι νόμοι για τον ποταμό Μεκόνγκ και απορριμματοφόρα για τις αγροτικές περιοχές. Ακόμα πιο σημαντικό, λέει, είναι να ανακτήσει η
βιετναμέζικη κοινωνία τη νοοτροπία της κοινότητας.
«Εδώ και πολλές ζωές…»
Τα Σαββατοκύριακα στην παγόδα Τζιακ Νγκο στη Χο Τσι Μινχ είναι πολύβουα, με δεκάδες νέους αθρώπους να ψέλνουν μαζί υπό το βλέμμα των χρυσών Βούδων. Έρχονται για διαλογισμό, τραγούδια (ορισμένα με ηλεκτρικές κιθάρες) και μηνύματα που προειδοποιούν κατά του καταναλωτισμού. «Εδώ και πολλές ζωές, έχουμε ξεχάσει την αληθινή μας φύση», λέει ένας μοναχός στην ομάδα. «Είμαστε παγιδευμένοι σε έναν κόσμο ψευδαισθήσεων, ζαλισμένοι από την απληστία και τον θυμό». Η εκδήλωση μεταδόθηκε ζωντανά στο Facebook για όσους δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν αυτοπροσώπως. Τα καθολικά σεμινάρια και μοναστήρια σε όλο το Βιετνάμ έχουν επίσης επεκταθεί τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να προκύψει μια μεγάλη φουρνιά νέων ιερέων και καλογριών.

Φολκλορικά τραγούδια, παραδοσιακές ενδυμασίες, αρχαίες τελετές τσαγιού, νέοι άνδρες και γυναίκες που στρέφονται στη θρησκεία – όλα αυτά για κάποιους δείχνουν μια τάση επιστροφής σε μια βιετναμέζικη ταυτότητα που προϋπήρχε του μαρξισμού και του πολέμου. «Ο βιετναμέζικος πολιτισμός είναι σαν ένα υπόγειο ρεύμα», δηλώνει ο Νγκουέν Ντουκ Λοκ, ανθρωπολόγος που μελετά την κοινωνική αλλαγή. «Είναι κρυμμένος από την επιφάνεια, αλλά πάντα παρών, καλλιεργώντας αθόρυβα τα πάντα γύρω του».
Αλλά η ελεύθερη έκφραση στο Βιετνάμ έχει όρια. Πρόκειται για ένα ακόμα μονοκομματικό κράτος, όπου η διαφωνία μπορεί να οδηγήσει στη φυλακή. Το Βιετνάμ δεν είναι η Κίνα, με το λογοκριμένο ίντερνετ και τα εξελιγμένα συστήματα αστυνόμευσης. Υπάρχουν όμως κόκκινες γραμμές που είναι πραγματικές και μερικές φορές δυσδιάκριτες, ειδικά για τους καλλιτέχνες, τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς και τους πιστούς που δεν ακολουθούν τους θεσμούς. «Είναι ένα πολύ απαιτητικό περιβάλλον, αλλά εμπνευσμένο και δυναμικό», λέει ο Κουίνχ Φαμ, ο οποίος έφυγε από το Βιετνάμ όταν ήταν παιδί και επέστρεψε πριν από 28 χρόνια για να ερευνήσει τη σύγχρονη καλλιτεχνική σκηνή.
Η λήθη της ευημερίας

Το My Dien είναι ένα σύμπλεγμα κτιρίων διαφόρων μεγεθών, που υψώνονται σαν καλάμια σε έναν εύφορο βάλτο. Βρίσκεται εδώ και μία δεκαετία στη ζωή της πόλης, με την ενέργεια του νέον φωτισμού να αναμειγνύεται με την πρώιμη φθορά, λόγω της βιαστικής κατασκευής του. Το Βιετνάμ έχει μέσο όρο ηλικίας περίπου τα 32 έτη, αλλά γερνάει καθώς οι γεννήσεις μειώνονται. Οι εταιρείες αναγκάζονται να ψάχνουν εργαζομένους σε μακρινές περιοχές, γεγονός που ανεβάζει το κόστος σε μια εποχή έντονου διεθνούς ανταγωνισμού και μπορεί να εμποδίσει τη μελλοντική ανάπτυξη της χώρας.
Το 1946, ο πιο διάσημος επαναστάτης του Βιετνάμ, ο Χο Τσι Μινχ, είπε στους New York Times ότι οικονομική ανεξαρτησία θα ήταν πιο δύσκολο να επιτευχθεί σε σχέση με την πολιτική. Και είναι ακόμη αλήθεια. Το ερώτημα για όσα έρχονται τα επόμενα πενήντα χρόνια είναι πλέον επείγον. Τι θα ακολουθήσει;
Το αφήγημα της επαναστατικής νίκης έχει αποσιωπήσει τις συζητήσεις για τον πόνο των Βιετναμέζων που σκότωναν Βιετναμέζους και τη σκληρότητα που ακολούθησε.
Σήμερα συναντά κανείς περισσότερους εργάτες όπως ο 40χρονος Φαν Βαν Ντου, ο οποίος θα θεωρούνταν πολύ μεγάλος για εργοστασιακή δουλειά πριν από λίγα χρόνια. Όταν ένας υπεύθυνος προσλήψεων εμφανίστηκε στο χωριό του το 2023, συμφώνησε αμέσως να εργαστεί στη Foxconn, σημαντικό προμηθευτή της Apple. Σε έναν καλό μήνα, δουλεύοντας από τις 7 μ.μ. έως τις 5 π.μ., με κάποιες επιπλέον βάρδιες, λέει ότι βγάζει περίπου 11 εκατομμύρια ντονγκ, δηλαδή 430 δολάρια, λίγο πάνω από τον εθνικό μέσο όρο. «Για μένα, νομίζω ότι άξιζε τον κόπο», λέει. Θέλει όμως ο 15χρονος γιος του να στοχεύσει ψηλότερα. «Ελπίζω να σπουδάσει και να τα πάει καλύτερα, να γίνει μηχανικός, αλλά είναι δύσκολο, δεν ξέρω αν θα μπορέσει να το κάνει». Η ελπίδα, για πολλούς στο Βιετνάμ, είναι ότι ο πόλεμος και όλοι οι επακόλουθοι αγώνες θα σβήσουν στη λήθη της ευημερίας. Η συμφιλίωση με τις Ηνωμένες Πολιτείες έχει έρθει, αν και με κάποια σκαμπανεβάσματα.
Ο απολογισμός γίνεται επιλεκτικά. Το αφήγημα της επαναστατικής νίκης έχει αποσιωπήσει τις συζητήσεις για τον πόνο των Βιετναμέζων που σκότωναν Βιετναμέζους και τη σκληρότητα που ακολούθησε τη νίκη του Βορρά, με στρατόπεδα και διακρίσεις. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε την Κυριακή, ο ανώτατος ηγέτης του Βιετνάμ, Το Λαμ, έγινε ο πρώτος αρχηγός του κόμματος που αναγνώρισε ότι η εθνική συμφιλίωση θα μπορούσε να έρθει μόνο με την «αποδοχή διαφορετικών προοπτικών». Είπε ότι εμπνεύστηκε από συζητήσεις με Βιετναμέζους του εξωτερικού, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που «κάποτε ανήκαν στην “άλλη πλευρά”». Το δύσκολο έργο της ενοποίησης παραμένει. Χιλιάδες οικογένειες από τον Βορρά και τον Νότο εξακολουθούν να αναζητούν τις σορούς των συγγενών τους που χάθηκαν στον πόλεμο.

