Υπάρχει κάτι σχεδόν μεταφυσικό στη ζωή των αθηναϊκών γειτονιών. Είναι οι ήχοι, οι μυρωδιές, η αίσθηση της οικειότητας, το ότι ακόμα και σε αυτή την πόλη των εκατομμυρίων κατοίκων, στον μικρόκοσμο της γειτονιάς λες καλημέρα στον φούρναρη, σε αυτόν που σου φτιάχνει τον καφέ – τους ξέρεις καλά. Οι γειτονιές γύρω από το ιστορικό κέντρο ήταν κάποτε κυψέλες κατοίκησης, συνύπαρξης, αλληλοσεβασμού, κυρίως λόγω αυτής της οικειότητας. Σήμερα κυριαρχεί η κατανάλωση.
Η τουριστική έκρηξη, σε συνδυασμό με το μαζικό φαινόμενο Airbnb, λειτουργεί σαν επιταχυντής μιας νέας αστικής συνθήκης: του εποικισμού των μπαρ. Μικρά καφέ και μπαράκια που κάποτε ήταν διακριτικές ψηφίδες στο μωσαϊκό της γειτονιάς, πολλαπλασιάστηκαν σαν μανιτάρια μετά τη βροχή. Μα η βροχή αυτή δεν ήταν φυσική, παρά τοξική. Ήταν αποτέλεσμα πολιτικών αδειοδοτήσεων, επιχειρηματικής φιλοδοξίας και μιας δημοτικής ανοχής που συνεχίζεται και μετά την πανδημία.
Τα πεζοδρόμια στενεύουν κάθε μέρα. Οι καρέκλες που τοποθετήθηκαν με πρόσχημα τον κορωνοϊό δεν έφυγαν ποτέ. Περπατάς και νιώθεις δυσφορία, μπλέκονται οι ζακέτες μας στις σιδερένιες καρέκλες, ξένοι στη δική μας γειτονιά. Φρικτά neon φώτα, σκουπίδια από το προηγούμενο βράδυ που είχε πολύ κόσμο ξεχειλίζουν στους κάδους. Οι δρόμοι είναι χώροι στάθμευσης, γεμίζουν από διπλοπαρκαρισμένους οι οποίοι δημιουργούν εμφράγματα, εμποδίζουν τα τρόλεϊ να πάρουν στροφή, την ώρα που οι οδηγοί τους θέλουν «να βλέπουν το αμάξι» πίνοντας το ποτό τους, με τα πλαστικά ποτήρια να ακουμπούν στις οροφές των αυτοκινήτων σαν σύγχρονα εικονοστάσια της κατανάλωσης.
Ο θόρυβος ανεβαίνει στους ορόφους. Οι κάτοικοι δεν μπορούν να χαρούν τον γλυκό καιρό της Αθήνας στα μπαλκόνια τους, δεν ξεκουράζονται, δεν ησυχάζουν. Το δικαίωμα στην απόλαυση ενός κοκτέιλ γίνεται, ακούσια ή αδιάφορα, εισβολή στον ιδιωτικό χώρο του άλλου. Και όλα αυτά, στο όνομα της «ζωντανής πόλης».
Αναρωτιέμαι, αντιλαμβάνονται οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων την ευθύνη τους; Σκέφτονται ότι μπορεί να αλλοιώνουν τον χαρακτήρα μιας γειτονιάς; Πέρα από το αυτονόητο δικαίωμα στο επιχειρείν, υπάρχει και ένα άρρητο χρέος προς τον τόπο. Κάθε γειτονιά έχει ψυχή και δεν είναι ο τζίρος της Παρασκευής το μέτρο της. Αν την ξεζουμίσεις, μένει μόνο ένα ντεκόρ με ανθρώπους που μπαινοβγαίνουν χωρίς ποτέ να ανήκουν. Οι πόλεις μας δεν είναι θεματικά πάρκα. Είναι το κοινό μας σπίτι.

