Σούρουπο Σαββάτου και στον τερματικό σταθμό του Ελληνικού, ασυνήθιστα πολλοί επιβάτες αποβιβάζονται από τον συρμό και κατευθύνονται προς την έξοδο στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, με κατεύθυνση προς Αθήνα. Παραδοσιακά, μια τέτοια ώρα και μέρα, η κίνηση θα εντοπιζόταν κυρίως στην απέναντι πλατφόρμα, όπου οι χρήστες του μέσου, καλοντυμένοι και περιποιημένοι, θα ξεκινούσαν τη νυχτερινή τους έξοδο τους στην Αθήνα. Ωστόσο, εκείνο το Σάββατο διαφέρει από τα υπόλοιπα για ένα μέρος των κατοίκων των νοτίων προαστίων, οι οποίοι δίνουν το ετήσιο ραντεβού τους στο «Παμποντιακό Πανοΰρ» που διοργανώνεται αμέσως μετά το Πάσχα στα Σούρμενα.
Κατά πού πέφτουν τα Σούρμενα;
Ο καιρός είναι μαλακός, με κάτι μαύρα σύννεφα όμως να απειλούν με μπόρα διαρκείας, αλλά ο κόσμος δεν πτοείται και ανεβαίνει τη λεωφόρο Ιασωνίδου, η οποία έχει κατακλυστεί από τους πάγκους των μικροπωλητών και τις ψησταριές και τα λαδοκάζανα των φορητών καντίνων. Ο δρόμος ενώνει τη Βουλιαγμένης και τον σταθμό του μετρό με την πλατεία, τον πυρήνα των Σουρμένων.

«Πού είναι αυτά τα Σούρμενα; Εδώ μόνο Ελληνικό γράφει», φωνάζει στο τηλέφωνο μια γυναίκα που προσπαθεί να βρει κάποιο άλλο άτομο μέσα στην κοσμοσυρροή της εμποροπανήγυρης. Πολλοί Αθηναίοι δεν γνωρίζουν πού να τα τοποθετήσουν γεωγραφικά. Στο άκουσμα του τοπωνυμίου, κάποιοι νόμιζαν πως βρίσκονται κάπου στους πρόποδες της Πεντέλης, άλλοι στον κάμπο της Βοιωτίας ή κάπου προς Κόρινθο.
Οι παλαιότεροι βέβαια θυμούνται ακόμη τις λεωφορειακές γραμμές που ανέγραφαν «Αθήνα – Σούρμενα», οι οποίες σύνδεαν το Ζάππειο με τη βόρεια πλευρά της λεωφόρου Βουλιαγμένης, εκεί όπου, πριν από έναν αιώνα και κάτι, οι Πόντιοι πρόσφυγες από τα Σούρμενα εγκαταστάθηκαν εκεί και έχτισαν τις εστίες τους στις ακαλλιέργητες εκτάσεις της περιοχής, κουβαλώντας μαζί τους το βιος, τις ιστορίες των προγόνων τους, τις παραδόσεις και τα έθιμά τους. «Για τους κατοίκους της περιοχής, δεν υπάρχει Ελληνικό πάνω από τη Βουλιαγμένης. Μόνο Σούρμενα. Ελληνικό είναι το αεροδρόμιο», μας λέει η κυρία Έλλη που πιάνει την κουβέντα μας γύρω από την προέλευση της ονοματοδοσίας, την ώρα που στεκόμαστε και οι δύο στην ουρά του «Ελληνικού», του κλασικού σουβλατζίδικου επί της Ιασωνίδου, όπου περιμένουμε υπομονετικά για μια λαδωμένη πίτα με μπιφτέκι.
Λίγο η αναλλοίωτη εμφάνιση του μαγαζιού, λίγο η μυρωδιά από τους τηγανιτούς λουκουμάδες, λίγο αυτό το πατείς-με-πατώ-σε που καιρό είχαμε να συναντήσουμε στην Αθήνα, συν η εικόνα των παιδιών να κατασπαράζουν ένα ξυλάκι μαλλί της γριάς, όπως και οι παραινέσεις των γονιών στα ατίθασα μικρά τους, για να μην ανοιχτούν τα παιχνίδια που μόλις αγοράστηκαν από κάποιον πάγκο, υπάρχει μια αίσθηση πως μπήκαμε αυτόματα σε μια χρονοκάψουλα και επιστρέψαμε στην παιδική μας ηλικία, μέχρι που τελικά αντικρίζουμε την πλατεία, όπου θα λάβει χώρα το ποντιακό πανηγύρι.

Πανοΰρ» με χαμψία
Κάνουμε πρώτα μια στάση στο κτίριο της Ένωσης Ποντίων Σουρμένων. Ο πολιτιστικός σύλλογος στεγάζεται στο κτίσμα στην ανατολική πλευρά της πλατείας, το οποίο κάποτε λειτουργούσε ως εμβολιαστικό κέντρο. Εκτός από την έδρα του συλλόγου, φιλοξενεί ένα μουσείο με κειμήλια και φωτογραφίες από τις απαρχές του οικισμού, πολύτιμα έγγραφα και παραδοσιακές φορεσιές, αντικείμενα της καθημερινής ζωής, αλλά και μια βιβλιοθήκη με ένα πλούσιο ιστορικό αρχείο, το οποίο φιλοξενείται στο υπόγειο τμήμα του κτιρίου. Παράλληλα, ο σύλλογος λειτουργεί και σπουδαστήριο.
Πλησιάζουμε τα μέλη της Ένωσης που ξεναγούν τους επισκέπτες στην ιστορία των Ποντίων, όπως η μουσικός και λαογράφος Ιοκάστη Τραυλού. Αν και έχει ερευνήσει την λαογραφία διαφόρων περιοχών της Ελλάδας, τα τελευταία χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με τον ποντιακό πολιτισμό, παίζοντας και κεμεντζέ. Η ιστορικός και φιλόλογος Όλγα Σιούτη επίσης δεν κατάγεται από τον Πόντο, αλλά συμμετέχει και συνεισφέρει με την πείρα και τις γνώσεις της στο τμήμα Έρευνας και Ιστορίας της Ένωσης Ποντίων Σουρμένων. «Κάθε χρόνο, το πανηγύρι συγκεντρώνει 15.000 άτομα. Μίνιμουμ. Πόσες χιλιάδες κόσμου περνάνε από την πλατεία. Βέβαια, το βράδυ ο παλμός του πανηγυριού και του κόσμου είναι συγκλονιστικός. Οι οικογένειες ζουν το πανηγύρι πολύ έντονα, γι’ αυτό και είναι παθιασμένοι οι Σουρμενιώτες. Συνεισφέρουν εθελοντικά άνθρωποι από τη γειτονιά, με τον σύλλογο να έχει καταφέρει να ενώσει την περιοχή. Την έχει κάνει μια γροθιά», αναφέρει.

Όσο οι τεχνικοί ελέγχουν και δοκιμάζουν τα συστήματα ήχου, οι μαγείρισσες κοσκινίζουν το αλεύρι, με το οποίο θα καλύψουν τα «χαμψία» και θα τα τηγανίζουν σε καυτό λάδι στο «χαμψοτήγανο». Η κατανάλωση του γαύρου έχει κυρίαρχη θέση στην ποντιακή γαστρονομική κουλτούρα, με τον «γαλάζιο χρυσό» της Μαύρης Θάλασσας να καλύπτει τις ανάγκες των λαϊκών νοικοκυριών και να συναντάται σε πολλά παραδοσιακά τραγούδια. «Κάθε χρόνο το περιμένουμε πώς και πώς. Σημειώνουμε στα ημερολόγια την Κυριακή του Θωμά και ερχόμαστε. Ο κόσμος είναι μονίμως ενθουσιασμένος», μας λέει η κ. Γιάννα που δουλεύει αυτές τις ημέρες στην εκδήλωση. Η 19χρονη Εβελίνα Καστριώτη, με τη μητέρα της, Σεβαστή, επίσης συμμετέχουν στο τηγάνισμα. «Βλέπουμε συνέχεια να έρχονται άτομα, και πιο μικρά και πιο μεγάλα σε ηλικία. Είναι πολύ ωραίο να τηρείς τα έθιμα και νομίζω ότι η γενιά μας κρατάει τις παραδόσεις», αναφέρει.
Λίγο πριν το ρολόι δείξει έντεκα, μετά την ολοκλήρωση των χορευτικών συγκροτημάτων, πανοΰρ ξεκινάει. Το ταούλ’ (νταούλι) δίνει τον παλμό, ο κεμεντζές τον ρυθμό, οι ερμηνευτές ξεκινούν το τραγούδι και τότε, οι Πόντιοι και μη που γνωρίζουν τους χορούς ενώνονται και σχηματίζουν ομόκεντρους κύκλους στον χώρο κάτω από τη σκηνή. Τα νεαρά άτομα βρίσκονται στον πυρήνα της πλατείας, αφιερώνουν ποντιακά τραγούδια το ένα στο άλλο, ουρλιάζουν ένα ρεφραίν. «Αρ έλα με τ’ εμένα, κανείται ντ’ ενεμένα / εσέναν ενεμένα, αρ’ έλα με τ’ εμένα» που θα πει «Έλα λοιπόν μαζί μου, αρκετά περίμενα/ εσένα περίμενα, έλα λοιπόν μαζί μου». Σηκώνουν τα χέρια ψηλά, σαν να τραγουδούν στον ουρανό να τους ακούσει κάποιος, πιάνονται απ’ τους ώμους για το κότσαρι και χειροκροτούν μόλις τελειώσει ο μακρόσυρτος χορός.
Η εικόνα και η ενέργεια διαφέρει εντελώς από λοιπά πανηγύρια, αυτοσχέδια και οργανωμένα, που στήνονται ανά την Αττική. Άπαντες γνωρίζουν τα βήματα του χορού που μαθαίνουν, τα οποία μεταβάλλονται με την αλλαγή του τέμπου. Κάποιοι τολμούν να βγάλουν βίντεο την ώρα που χορεύουν, αλλά σύντομα επιπλήττονται από τους νεότερους. «Τα ποντιακά πανηγύρια δεν είναι τάση, όπως βλέπεις να συμβαίνει με τα υπόλοιπα πανηγύρια, ούτε είναι ένα μέρος για τους φασέους που έρχονται μόνο για να ανεβάσουν στο Instagram, χωρίς να έχουν ιδέα για το πού βρίσκονται και για το τι συμβολίζει ένας χορός. Είναι ένας τρόπος να θυμόμαστε τους γονείς και τους παππούδες μας», μου λέει ο 19χρονος Γιάννης από την Αγία Βαρβάρα, την ώρα που χορεύουμε ένα αργό «τικ».

Το ταφικό έθιμο
Το Πανοΰρ κορυφώνεται με το ταφικό έθιμο των Σουρμένων, το οποίο φέτος εγγράφηκε στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού. Από τις απαρχές της δημιουργίας του οικισμού, οι πρώτοι κάτοικοι του Σουρμένων Αττικής έφεραν τα οστά των προγόνων τους στη νέα γη και τήρησαν ένα έθιμο που χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ανήμερα την Κυριακή του Θωμά, μετά τη Θεία Λειτουργία, οι Πόντιοι κινούν προς το κοιμητήριο με πεσκέσια. Πάνω στα μνήματα των αγαπημένων τους, όπου χτες μπορεί να είχαν έρθει και να κλαίγανε, απλώνουν κόκκινα αυγά, τσουρέκια, πιροσκί, τσίπουρο ή κρασί και τα αγαπημένα φαγητά των κεκοιμημένων, περιμένουν τον ιερέα να τελέσει το τρισάγιο και τιμούν τα πρόσωπα που έχασαν, ενθυμούμενοι χαρούμενες στιγμές μαζί τους, ενώ κάποιοι τούς αφιερώνουν και τραγούδια. Βιώνουν τον θάνατο μαζί με τη ζωή και απομυθοποιούν τον φόβο του πρώτου.

«Το έθιμο μας ενώνει όλη την οικογένεια. Πάσχα μπορεί να μην κάνουμε όλοι μαζί, αλλά δίνουμε όλοι ραντεβού για τη Θωμά ‘ς σα Σούρμενα», λένε τα αδέρφια Σαραφίδη, της οικογένειας του προέδρους της Ένωσης Ποντίων, τα οποία επιμένουν να παραμείνουμε μέχρι το τρισάγιο στους στενούς διαδρόμους του κοιμητηρίου, για να κεραστούμε πιροσκί και τσίπουρο.
Λίγο παραπέρα, η Ναταλία και η Έλλη Συλογίδου ακολουθούν για πρώτη φορά τις επιταγές του ταφικού εθίμου. Πριν από μερικούς μήνες έχασαν τη μητέρα τους, η οποία έμενε στο Ελληνικό, και για τη μνήμη της έφεραν στο νεκροταφείο φαγητά και ποτά που της άρεσαν, όπως σαντουιτσάκια, ντοματίνια και λευκό κρασί, πλάι στα πιροσκί με πατάτα, παραδοσιακό έδεσμα του Πόντου. «Νιώθεις σαν να μην έχεις χάσει τελείως τον άνθρωπο σου. Υπάρχει μια αμεσότητα με τη συνθήκη του θανάτου. Δε νιώθεις λύπηση ή θρήνο, αλλά επαναφέρεις όλα τα βιώματα μαζί του».

Όπως συμβαίνει με όλες τις οικογένειες, το έθιμο μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η οικογένεια Ακερμανίδη. «Για εμάς είναι μια μέρα συγκίνησης και χαράς. Έχουμε μάθει από μικροί το έθιμο, ερχόμασταν μαζί με τους γονείς μας επειδή το θέλαμε. Έτσι και τα παιδιά μας», λέει η Βασιλική Ακερμανίδη, η οποία φοράει την παραδοσιακή φορεσιά του Πόντου. «Εδώ σεβόμαστε τους προγόνους μας, ακούμε ιστορίες από συγγενείς που προλάβαμε εν ζωή, αλλά και αυτούς που δεν προλάβαμε. Νιώθουμε πως, όταν έρθει και η απώλεια των δικών μας ανθρώπων, θα ήθελαν να τηρήσουμε το έθιμο και γι’ αυτούς. Γι’ αυτό και είμαστε εδώ μαζί τους, κάθε χρόνο», λένε. Πίνουμε ένα ποτήρι τσίπουρο μαζί τους, ευχόμαστε χρόνια πολλά» σε εκείνους και τους κεκοιμημένους συγγενείς τους και απομυθοποιούμε τον φόβο του θανάτου, βιώνοντάς και «αγκαλιάζοντας» τον ως κομμάτι της ζωής.

