Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν κάμπινγκ. Υπάρχουν άλλοι που δηλώνουν digital nomads και μένουν σε αυτοκινούμενα με κλιματισμό, ντουσιέρα με υδρομασάζ και ντουλάπια με κρυφούς φωτισμούς. Κι έπειτα υπάρχει ο Γιάννης. Που περιφέρεται στην ύπαιθρο σαν ημι-μοντέρνος Παυσανίας, με ένα θερμός αντί για πιθάρι και μια γάτα αντί για λάπτοπ.
Αν το να γυρίζεις την Ελλάδα με ένα βαν σού φαίνεται ανιαρό, δεν έχεις δοκιμάσει να το κάνεις με γάτο. Και δη με γάτο ονόματι «Φάτσα». Οι δυο τους ταξιδεύουν στο επαρχιακό δίκτυο και στους χωματόδρομους, κατασκηνώνουν σε κάτι που παλαιότερα λεγόταν «άγρια φύση» και σήμερα λέγεται «κινητό σήμα δύο μπάρες», και ζουν τη ζωή που το Instagram θέλει να έχεις – χωρίς το Instagram.
Ο Γιάννης και ο Φάτσας δεν είναι ακόμα ένα χαριτωμένο ντουέτο στα σόσιαλ. Είναι αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν «the real deal». Ο πρώτος είναι που οδηγεί, μαγειρεύει, επιδιορθώνει το αμάξι με μονωτική ταινία, σάλιο και πίστη. Και που έχει ξεχάσει τι σημαίνει ΚΤΕΟ, γιατί το βαν του έχει ανακηρυχθεί από την UNESCO ως κινητό μνημείο εναλλακτικής ζωής.
Ο δεύτερος εποπτεύει. Από το παράθυρο. Από την οροφή. Από το κλαδί μιας καστανιάς. Από ψηλά. Πάντα από ψηλά. Γιατί ο Φάτσας δεν κάθεται ποτέ χαμηλά. Εκτός κι αν είναι για να κατουρήσει επιδεικτικά δίπλα από την πολυθρόνα παραλίας του Γιάννη.
Αναρωτιέμαι συχνά, με εκείνο το μειδίαμα που μόνο τα άρθρα του Σαββατοκύριακου επιτρέπουν, αν ο Γιάννης έχει καταλάβει πως ο Φάτσας δεν είναι απλώς σύντροφος στο ταξίδι, αλλά ο πραγματικός ιδιοκτήτης του βαν.
Το vanlife του Γιάννη δεν είναι μόδα. Είναι θρησκεία. Και ο Φάτσας είναι ο αρχιερέας. Δεν μιλάει – δεν χρειάζεται. Το βλέμμα του λέει τα πάντα: «Εσύ διάλεξες τον ρόλο του οδηγού. Εγώ διάλεξα να είμαι θεός». Ο Φάτσας, φυσικά, δεν οδηγεί· ακόμα. Αλλά έχει γνώμη. Βγάζει μια ελαφριά απαξίωση κάθε φορά που το βαν παρκάρει σε χωματόδρομο με κατηφορική κλίση. Εντοπίζει με ακρίβεια χιλιοστού το μόνο σημείο μέσα στην καμπίνα που δεν έχει τρίχες και κάθεται εκεί. Έχει αποδεχθεί την εκδρομική μοίρα του με την αξιοπρέπεια Βρετανού λόρδου που μόλις αντιλήφθηκε ότι ο μπάτλερ ξέχασε να του ζεστάνει τη θερμοφόρα.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια, οι δυο τους έχουν εξερευνήσει βουνά, φαράγγια, χιονισμένες βουνοκορφές και κάτι ξέμπαρκες ταβέρνες που σερβίρουν κρασί από ντεπόζιτο και κοψίδια από απαλλοτριωμένη γίδα. Κι ενώ εμείς οι υπόλοιποι ασφυκτιούμε σε διαμερίσματα με οπτική ίνα και 14 εφαρμογές delivery, ο Φάτσας και ο Γιάννης ποζάρουν δίπλα σε λίμνες, πάνω σε απόκρημνα βράχια, ζώντας μια ζωή αυθεντική, ανεπιτήδευτη και πλήρως ασύμβατη με τις σύγχρονες ανάγκες. Ενώ εσύ κι εγώ κάνουμε κύκλους γύρω από το τετράγωνο ψάχνοντας πάρκινγκ ή ψυχοθεραπευτή, ο Γιάννης ξυπνάει δίπλα στο ποτάμι, πλένει τα μούτρα του με νερό που τρέχει και πίνει καφέ που φιλτράρει μέσω οικολογικής νοοτροπίας και τρίχας γάτας.
Αν τους πετύχεις κάπου, ρώτα τον Φάτσα αν του λείπει η αστική ζωή. Θα σε κοιτάξει με βλέμμα που λέει: «Αστική ζωή; Αγάπη μου, έχω προσωπικό οδηγό, θέρμανση και θέα. Εσύ;».

