Πριν από τρία χρόνια, όταν κυκλοφόρησε η «Yenna», το πρώτο άλμπουμ της Μαρίνας Σάττι, πήγα στην παρουσίασή του στον κήπο του Black Duck και άρχισα να πίνω ένα κοκτέιλ με πιπερόριζα και μέλι ενώ προσπαθούσα να ακούσω προσεκτικά τα τραγούδια του, που έπαιζαν στο background. Είχε φασαρία και δεν ακούγονταν καλά. Για να σχηματίσω, λοιπόν, γνώμη, τις επόμενες μέρες άκουσα πολλές φορές, προσεκτικά, τον δίσκο της στο Spotify και κατέληξα ότι ήταν το πιο συναρπαστικό ντεμπούτο στην ελληνική δισκογραφία, μετά τον «Αραμπά» της Μαρίζας Κωχ.
Με έκανε να βιώσω τέτοιο highness, που στην κριτική που της έγραψα την περιέγραψα ως «σπάνιο πουλί που κελαηδεί» και «εικόνισμα της έθνικ ποπ που τραπάρει». Με την κυκλοφορία του «Pop Too» δεν παίρνω ούτε μισή λέξη μου πίσω. Παρ’ όλα αυτά, δεν περίμενα η δισκογραφική της πορεία να πάρει την τροπή που πήρε, από την Eurovision και μετά.
Η βασίλισσα του star system
Ο ήχος της έγινε πιο εμπορικός, η επιτυχία της πραγματικά μαζική, το στιλ της πιο πολύχρωμο και συμπεριληπτικό. Το «Pop Too» ξεκινάει με την «Ανατολή», ένα συμβατικά όμορφο ποπ τραγούδι, για να πάρει άλλη φόρα με τη «Lola», το δεύτερο τραγούδι στην tracklist. Το βιντεοκλίπ του βγήκε στο YouTube ανήμερα της κυκλοφορίας του δίσκου και πήγε κατευθείαν στην 1η θέση των ανερχόμενων μουσικών βίντεο στις τάσεις του YouTube – τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, πλησιάζει το μισό εκατομμύριο προβολές.
Η «Lola» αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των νέας κοπής σουξέ της Σάττι, που θα μπορούσαν να μπουν υπό την κατηγορία της μεταμοντέρνας ποπ. Ναι, υπάρχει μία ταμπέλα που μπορεί να τους δώσει κάποιος, αν αρέσκεται στις ταμπέλες (μακριά από εμάς), δεν είναι ακατάτακτα. Ακολουθεί την ίδια συνταγή με το «Επάνω στο τραπέζι», το «Tucutum» ή το «Lalalala».
Σε αυτά, οι αμανέδες συνδυάζονται με την τραπ και ολόκληρες μουσικές ή ενορχηστρωτικές φράσεις παραπέμπουν σε τραγούδια ξένων σούπερσταρ (της Σεβνταλίζα, της FKA twigs, της Rosalía) ή παραδοσιακά άσματα. Στα, δε, βιντεοκλίπ τους, που συνεισφέρουν στην πολυαισθητηριακή εμπειρία που είναι η μουσική, η Σάττι άλλοτε δείχνει «cute» και άλλοτε σέξι, με έναν τρόπο που άλλοι μεταφράζουν ως ενδυναμωτικό και άλλοι, δυστυχώς, ως επιθετικό ή «βήτα».

Πού καταλήγουμε;
Το «Pop Too» περιλαμβάνει άλλα οκτώ κομμάτια που ανισορροπούν (και πολύ καλά κάνουν) ανάμεσα στη ’90s ποπ, τη σύγχρονη μουσική που ανεβαίνει στα charts, την έθνικ, την indie και την τουρμποφόλκ. Το τελικό αποτέλεσμα είναι αυτό που (περίπου) λέει ο τίτλος του. Συνέχεια του EP «P.O.P.», με το οποίο η Σάττι εξαργύρωσε τη μετεωρική της άνοδο στο εντόπιο star system, μετά τη συμμετοχή της στη Eurovision. Δεν εκπλήσσει. Ούτε με θετικό τρόπο, όπως είχε συμβεί με τη «Yenna», ούτε με διχαστικό, όπως συνέβη με το «Ζάρι». Ακούγεται, όμως, ευχάριστα. Γιατί η φωνή της Σάττι είναι όντως σπάνια και η ίδια μουσική ιδιοφυΐα.

