Λένε πως χρειάζονται 21 μέρες για να εδραιωθεί μια νέα συνήθεια. Είναι η 21η μέρα μου στην Κεράλα, την παραδεισένια πολιτεία στη νοτιοδυτική ακτή της Ινδίας και ακόμη δεν ξέρω ποια είναι η συνήθεια που θα μπορούσα να απομονώσω και να πάρω πίσω τώρα που φεύγω, μαζί με το μπρελόκ που αγόρασα και το καινούργιο μου μεταξωτό πουκάμισο. Θα ήθελα να φέρω λίγη ινδική ζωή στην Αθήνα. Πώς γίνεται να περπατάω αργά και να χαμογελάω σε όλους και να ρωτάω «από πού είσαι»; Ο δάσκαλος της γιόγκα με το κολ κάτω από τα μάτια μας έλεγε στο τέλος του μαθήματος: «Are you happy?». Δεν ξέρω με τι μοιάζει η ευτυχία αν δεν έχει ζέστη κι αν δεν κουνάς μια βεντάλια μπροστά στο πρόσωπο κι αν δεν ακούγεται το μάντρα «Om mani padme hum» (που σημαίνει: «Το κόσμημα του μυαλού αναπαύεται στην καρδιά του λωτού») κι αν δεν τρέμει το τουκ τουκ στο ξεχαρβαλωμένο οδόστρωμα. Άνοιξα το ημερολόγιό μου μήπως βγάλω κάποιο συμπέρασμα.
21.1.25
Ριψοκίνδυνο βαλς
Έφτασα στο αεροδρόμιο του Κοζικόντε αργά το βράδυ, μέσω Μπαχρέιν. Με περίμενε οδηγός με ταμπελίτσα: «Amanda Michalopoulou, Kerala Literary Festival (KLF)». Μόλις άνοιξαν οι πόρτες, η υγρασία μάς τύλιξε με τη μεγάλη μαλακή γλώσσα της. Άλλες μυρωδιές, άλλοι θόρυβοι: καυσαέριο, πουλιά που έσκιζαν τον αέρα με τις ινδικές κραυγές τους, φοιτητές καθισμένοι στη βαλίτσα τους περίμεναν τους γονείς τους. Οι οικογενειακές αγκαλιές είχαν κάτι ελληνικό – φωνές, ξεσπάσματα, κελαρυστά γέλια. Στον δρόμο για το ξενοδοχείο, ο οδηγός φούλαρε τον κλιματισμό. Άρχισε το layering – πουλόβερ, φουλάρι, σακάκι. Άρχισε και η ινδική οδήγηση, μια χορογραφία που θα είχε για όνομα «πρόσχαρη αποφυγή κινδύνου» ή «ριψοκίνδυνο βαλς». Σκοτάδι βαθύ ως το κέντρο του Κοζικόντε. Οι προβολείς των αυτοκινήτων τρυπούσαν τον μαύρο ορίζοντα. Οι κόρνες παραμιλούσαν. Στην υποδοχή όλοι οι υπάλληλοι ήταν λες και προσλήφθηκαν για το χαμόγελό τους. Το ξενοδοχείο μας είναι καινούργιο, που πάει να πάει: σχεδόν καθαρό. Μόνο που στο μπάνιο έχει χαρτί υγείας λεπτό σαν φλούδα αβοκάντο. Κι ένα βρυσάκι δίπλα στη λεκάνη αντί για μπιντέ. Μόνη μου έγνοια: να μην εξωτικοποιώ –τις συμπεριφορές, την ομορφιά, τις συνήθειες–, να κοιτάζω χωρίς να κρίνω. Δεν υπάρχει χειρότερο βλέμμα από της λευκής Ευρωπαίας που νιώθει σίγουρη. Τίποτα δεν ξέρω.
22.1.25
Πώς ζούσαμε κάποτε
Σήμερα γνώρισα στο πρωινό τη νέα διευθύντρια της Alliance Française, μια νεαρή Γαλλίδα με γυαλιά και εμπριμέ φόρεμα γαλλοϊνδικό. Η Μαργκό μού είπε να πιω άφοβα το ροζ χλιαρό νερό που μας προσφέρουν, είναι χωνευτικό, φτιαγμένο με pathumugham, ένα ροζ ξύσμα που χρησιμοποιείται στην Αγιουρβέδα, την παραδοσιακή ιατρική της Κεράλα. Μοιραστήκαμε ένα τουκ τουκ ως το KLF. Πρώτη φορά στους δρόμους του Κοζικόντε. Πάλι η τεράστια γλώσσα της ζέστης μάς έγλειφε ξεδιάντροπα. Αλλά το ξεχνούσα. Ως και το τουκ τουκ μας μούγκριζε ευχαριστημένο. Η Μαργκό είναι εξωστρεφής και ανέμελη. Κι είναι άριστη πηγή πληροφοριών: πού θα φάμε, τι να κάνω στους επόμενους σταθμούς του ταξιδιού, πώς προφέρουμε τις λέξεις «right», «left», «straight» για να καταλαβαίνει ο οδηγός, με έμφαση στο τελικό «t», σαν να φτύνουμε. Σε μια στροφή εμφανίστηκε η μεγάλη παραλία του KLF. Πρώτη φορά βρισκόμουν σε φεστιβάλ βιβλίου θηριωδών διαστάσεων: ανοιχτά και κλειστά περίπτερα, βιβλιοπωλεία, εστιατόρια, οικογένειες που τρώνε πλάι στο κύμα, μεγάλες παρέες κοριτσιών ή αγοριών που ρίχνουν πίσω το κεφάλι και γελάνε ανέμελα, μωρά που τρέχουν στην άμμο. Στον Φάρο στηνόταν με ράθυμους ρυθμούς το γαλλικό περίπτερο (η Γαλλία είναι η τιμώμενη χώρα του φεστιβάλ φέτος).

«Αμφιβάλλω αν θα είναι έτοιμο αύριο για τα εγκαίνια», είπε η Μαργκό σηκώνοντας τους ώμους. Η ζωή στην Ινδία την έχει αλλάξει. Παίρνει τη μέρα όπως έρχεται και τη νύχτα επίσης: μετά τις διαβουλεύσεις με εργάτες και υπαλλήλους, στριμωχτήκαμε σε ένα καφενείο στην άκρη του δρόμου για dosa (φτιαγμένη από αλεύρι ρυζιού και οσπρίων).
Ήρθε μαζί μας και η Γαλλίδα συγγραφέας και περφόρμερ Κλερ Λεμισέλ, που περνάει μεγάλα διαστήματα στην Ινδία. Ρούφηξα όσα έλεγαν για τη δική τους Κεράλα: για τα ήρεμα δέλτα των ποταμών (backwaters), για το παραδοσιακό μασάζ shirodara με το ζεστό λάδι που ρέει στο μέτωπο, τη γλυκύτητα της ζωής, το δώρο που μπορεί να είναι η εγκατάλειψη του ελέγχου, της τάξης, του δυτικού κανόνα.
Η dosa μας έφτασε τυλιγμένη σαν πάπυρος μέσα σε μπανανόφυλλο, συνοδευμένη από τσάτνεϊ καρύδας. Αργορουφήξαμε ζεστό τσάι. Όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω μας. Στον δρόμο της επιστροφής μικρά κορίτσια ζητούσαν να φωτογραφηθούν μαζί μου. Με έβρισκαν εξωτική; Παράξενη; Το πλατύ τους χαμόγελο μου θύμισε πώς ζούσαμε κάποτε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η Κεράλα μοιάζει με ελληνικό καλοκαίρι της δεκαετίας του ’80.
23.1.25
«Να αγοράσεις ένα καθημερινό αντικείμενο»
Τα κορίτσια του φεστιβάλ –οι εθελόντριες– μας συνόδευσαν ως το πούλμαν. Παντού συνοδεύεσαι εδώ, θέλουν να σου κουβαλήσουν την τσάντα. Αρνούμαι ευγενικά, η εικόνα του βαστάζου είναι αποικιοκρατική στο μυαλό μου. Στην τέντα των συγγραφέων συνάντησα τον Γκιόργκι Γκοσμποντίνοφ. Με χαιρέτησε με ενθουσιασμό, για κάποια άλλη με πέρασε, πάντως πιάσαμε κουβέντα για τη λογοτεχνία των Βαλκανίων, για το Booker του, τι γράφω, αν έχω βιβλία στα βουλγαρικά. Από την άλλη άκρη, μου ένευαν δύο Ινδές συγγραφείς, που θα μπορούσαν να είναι μακρινές θείες μου. Στριμώχτηκα στον καναπέ ανάμεσά τους. Η Νέενα –με λευκά μαλλιά, γυαλιά και σάρι– μου συστήθηκε ως ψυχολόγος. Με τους ψυχολόγους είναι σαν να μιλάς σε γιατρούς: πάντα θέλεις να πεις κάτι πιο προσωπικό. Της εξομολογήθηκα λοιπόν ότι ταυτίζομαι με τα μέρη που επισκέπτομαι και μετά δυσκολεύομαι να γυρίσω σπίτι, θέλω να κρατήσω ζωντανή την επίγνωση που φέρνει ένα μεγάλο ταξίδι. «Να αγοράσεις ένα καθημερινό αντικείμενο, ένα μπρελόκ, ένα πουγκί, κάτι που θα το κοιτάς και θα θυμάσαι όσα έζησες», με συμβούλευσε.
Στον δρόμο της επιστροφής μικρά κορίτσια ζητούσαν να φωτογραφηθούν μαζί μου. Με έβρισκαν εξωτική; Παράξενη;
Το απόγευμα γνωρίσαμε την Αρουντχάτι Σουμπραμανιάμ, συγγραφέα της ριζοσπαστικής ποιητικής ανθολογίας Wild women (Penguin Press) με ιερά ινδικά κείμενα γυναικών που θεωρήθηκαν μάγισσες. Τον 13ο αιώνα η ποιήτρια Τζαναμπάι γράφει γράμματα στον Θεό. Στον «god my darling» προσεύχεται: «Θεέ μου, αγάπη μου, κάνε μου μια χάρη και σκότωσε την πεθερά μου / θα νιώθω μοναξιά χωρίς αυτήν αλλά εσύ που είσαι καλός Θεός σκότωσε τον πεθερό μου / θα είμαι χαρούμενη χωρίς αυτόν αλλά εσύ που είσαι καλός Θεός σκότωσε την κουνιάδα μου / Θα είμαι ελεύθερη χωρίς αυτήν / και μετά θα μείνουμε μόνοι μας εσύ κι εγώ».
26.1.25
Ζωή, καπιταλισμός και ποίηση
Τρεις μέρες στο φεστιβάλ κύλησαν σαν νερό. Με εντυπωσίασαν τα αγόρια και τα κορίτσια που διάβαζαν όρθια στο κεντρικό βιβλιοπωλείο DC Books. Οι φοιτητές έστελναν μέιλ μετά τις συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης, ζητώντας συμβουλές για το γράψιμο. Πώς να αρνηθείς; Τη μια μέρα μίλησα για τη μυθολογία στη σύγχρονη λογοτεχνία. Την άλλη είχαμε ένα πάνελ για την ελληνική οικονομική κρίση. Ευτυχώς η ποιήτρια Κατερίνα Ηλιοπούλου και η συντονίστρια Αλεξάντρα Μπούχλερ (ιδρύτρια του Literature Across Frontiers) δεν ευθυγραμμίστηκαν με το ευνόητο, ο Ελβετός Κρίστιαν Κραχτ μίλησε με χιούμορ, η συζήτηση απογειώθηκε. Στο τέλος στήσαμε πηγαδάκι. Μιλούσαμε με άγνωστους για τη ζωή, τον καπιταλισμό και την ποίηση.

Παρατήρησα αλλαγές στις συνήθειές μου: αντί να πάω στο πάνελ με τους νικητές του Booker (Πολ Λιντς, Τζένυ Έρμπενμπεκ, Γκοσμποντίνοφ), παρακολούθησα μια συζήτηση για το νόημα της ζωής. Κάναμε κι ένα ωραιότατο σκασιαρχείο με την Κατερίνα και τον Περουβιανό συγγραφέα Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο. Περάσαμε ένα μεσημέρι στην παλιά αγορά του Κοζικόντε, στο περίφημο «Sweet meat street», έναν λαβύρινθο με κοσμήματα, τσιπς μπανάνας και μοβ περλέ θήκες κινητών. Αγοράσαμε σαγιονάρες και μπαχαρικά. Όλοι ήθελαν να μας πουλήσουν κάτι που δεν χρειαζόμασταν. Στον δρόμο, μας σταματούσαν και μας ρωτούσαν από πού είμαστε κι αν μας αρέσει η Κεράλα. Σαν τα παλιά σχολικά λευκώματα. Μια παιδιάστικη περιέργεια για τον άλλο, τον «ξένο».
Τα βράδια στο Raviz hotel ζούσαμε και ξαναζούσαμε τη μέρα της μαρμότας: τα ίδια φαγητά, οι ίδιοι άνθρωποι (εκδότες, λογοτεχνικοί πράκτορες, συγγραφείς), παρόμοιες συζητήσεις. Ο πιο ενδιαφέρων ανάμεσά τους ήταν ο Γάλλος πρόξενος Ετιέν Ρολάν Πιεγκ: αυτό το παλιό είδος διπλωμάτη που θα μπορούσε να είναι συγγραφέας αλλά βαριέται να γράφει. Κι ωστόσο κρέμεσαι από τα χείλη του, από τις εξωφρενικές ιστορίες του.
29.1.25
Με ενα βιβλιο στο χερι
Προχθές ταξιδέψαμε με τρένο ως το Φορτ Κότσι. Προορισμός μας το κολέγιο Vagamon, ιδιοκτησία του εκδοτικού κολοσσού DC Books, χτισμένο στη ζούγκλα. Μας κάλεσαν με την Κατερίνα για δύο διαλέξεις στους φοιτητές. Έξω από τα παράθυρα της πρώτης θέσης περνούσαν φοίνικες, μπανανιές, αυλές με απλωμένα ρούχα, τσουγκράνες. Λίγο πριν μπούμε στον σταθμό, άρχισαν οι διαφημίσεις: Vishnu Bank (φαντάσου μια τράπεζα με το όνομα Άρης ή Ερμής ή Μεγαλόχαρη), σάρι και γιγαντοαφίσες με γυναικεία εσώρουχα κατευθείαν από το παλιό Cosmopolitan τα μανεκέν φορούσαν νεγκλιζέ στο ίδιο χρώμα με το σουτιέν και μύριζαν μπουκέτα λουλουδιών.
Στον σταθμό περίμενε το ταξί μας. Ο Καρίμ, φοιτητής στο Vagamon, δεν έβαλε γλώσσα μέσα. Αλλά χάρη σε αυτόν λύθηκε το μυστήριο της πρωτόγνωρης φιλοαναγνωσίας στο KLF. «Είναι ο κομμουνισμός. Έχουμε μια ιδιαίτερη μορφή σοσιαλισμού στην Κεράλα, δεν υπάρχουν κάστες όπως στην υπόλοιπη Ινδία, η εκπαίδευση είναι ελεύθερη για όλους. Και στις πλημμύρες του 2018 έβλεπες μουσουλμάνους, χριστιανούς, ινδουιστές να βοηθάνε ο ένας τον άλλο. Αυτό κάνει η εκπαίδευση». Μας τα έλεγε αυτά στην άκρη του δρόμου όπου σταματήσαμε για χυμό ζαχαροκάλαμου, αλεσμένο σε έναν πολτοποιητή με λάιμ και τζίντζερ. Να πιούμε; Σιωπηλά συμφωνήσαμε με την Κατερίνα να πάψουμε να φοβόμαστε. Συμφωνήσαμε επίσης πως αυτός ήταν ο πιο νόστιμος χυμός –γλυκόξινος, ξεδιψαστικός– που είχαμε ποτέ πιει.

Η συζήτηση συνεχίστηκε με τον διευθυντή του κολεγίου. Βολευτήκαμε στα ωραία μας δωμάτια στο δάσος και πήγαμε να τον συναντήσουμε. Μας μίλησε για το «κίνημα των βιβλιοθηκών» και τον Ντ. Τσ. Κιζακεμούρι, ιδρυτή του DC Books, που αποφάσισε το 1974 ότι η αποστολή του ήταν η εκπαίδευση. Έφτιαξε vayanshala (βιβλιοθήκες) στα πιο απομακρυσμένα χωριά. Και, ω του θαύματος, όλοι άρχισαν να κυκλοφορούν με ένα βιβλίο στο χέρι. Στη διάρκεια της πανδημίας η φιλαναγνωσία εκτινάχτηκε σε πρωτοφανή ύψη με μια συντονισμένη νεανική καμπάνια μέσω σόσιαλ μίντια. Το νιώθεις όταν μιλάς στους φοιτητές. Ενδιαφέρονται για τη λογοτεχνία.
Στο δείπνο μετά τις ομιλίες μας, ο Τζένα, καθηγητής στο κολέγιο, μας εξήγησε πως η εκμάθηση σανσκριτικών απαγορευόταν στην Ινδία για να ερμηνεύουν οι βραχμάνοι τα ιερά κείμενα σύμφωνα με τα συμφέροντα της ανώτερης κάστας. Στην Κεράλα ωστόσο μάθαιναν ακόμη και κρυφά σανσκριτικά και διάβαζαν τις Βέδες χωρίς καθοδήγηση. Το ίδιο βράδυ ο διευθυντής του κολεγίου προσφέρθηκε να μας μυήσει στον διαλογισμό heartfulness. Η δύσπιστη φύση μου με έκανε να αναρωτιέμαι αν έπεσα στα δίχτυα κάποιας αίρεσης.
Τώρα κάθομαι στη βεράντα του δωματίου μου και γράφω αυτές τις γραμμές: από την ώρα που έφτασα, σκεφτόμουν πότε θα βρω μια ήσυχη στιγμή να θαυμάσω τη θέα, αλλά η στιγμή δεν ερχόταν. Κουρδισμένη από τις εικόνες που συνήθισα να βλέπω, ινσταγκραμικές ζούγκλες και κελαρυστά νερά, ξέχασα πως βρίσκομαι σε μια αληθινή ζούγκλα. Η μόνη μου ευκαιρία είναι τώρα. Κοιτάζω λοιπόν τα λεπτόκορμα κλαδιά, τα αραχνοΰφαντα φύλλα δέντρων που δεν θα μάθω ποτέ το όνομά τους, τους κοκκινοπράσινους λόφους στο βάθος. Κάτι έμαθα από τους διαλογισμούς με τον διευθυντή. Κάτι που βρήκα σε ένα ποίημα της Κατερίνας: «Και το ταξίδι είναι ξήλωμα, όχι προορισμός. / Ας ξηλώσουμε λοιπόν τις ραφές».
1.2.25
«Διεφθαρμένοι ηγέτες όλοι τους»

Ο Καρίμ μάς πήγε με το αυτοκίνητο στο Φορτ Κότσι, το ιστορικό κέντρο στο λιμάνι του Κότσι, στη νοτιοδυτική ακτή της Ινδίας. Καταλύσαμε με την Κατερίνα σε ένα ξενοδοχείο ολλανδικής επιρροής (είναι σαφές στην αρχιτεκτονική των κτιρίων ότι οι Ολλανδοί, οι Πορτογάλοι και οι Εγγλέζοι πέρασαν από εδώ) και φάγαμε ψάρι ψητό στο εστιατόριο Fragrant Nature. Στην υποδοχή δεσπόζει μια τοιχογραφία διεστραμμένου ρομαντισμού: ένας Βρετανός ακουμπισμένος σε μια κολόνα κοιτάζει ονειροπόλα τις γυναίκες και τους Ινδούς που μεταφέρουν εμπορεύματα. Ύστερα χώρισαν οι δρόμοι μας με την Κατερίνα: εκείνη πήγε σε ένα εργαστήριο ποίησης που διοργάνωσε το Literature Across Frontiers κι εγώ μόνη μου στη Βάρκαλα. Όχι ακριβώς μόνη μου. Η Άισα, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του κολεγίου, μου δάνεισε τον σοφέρ της. Και μετά αποφάσισε να έρθει κι αυτή. Έξι ώρες δρόμο. Εντυπωσιάστηκε από την ελληνική μου καταγωγή, επειδή θέλει να επισκεφθεί τους Παξούς – είδε το Μaestro στο Netflix.
Κουρδισμένη από τις εικόνες που συνήθισα να βλέπω, ινσταγκραμικές ζούγκλες και κελαρυστά νερά, ξέχασα πως βρίσκομαι σε μια αληθινή ζούγκλα.
Σε όλη τη διαδρομή προσπαθούσα να καταλάβω πώς τα καταφέρνουν οι Ινδοί οδηγοί: η χορογραφία των αυτοκινήτων δεν έχει θυμό, μόνο ελιγμούς (να είναι άραγε μια ψυχική επιδεξιότητα; Υπάρχει κάτι κι εδώ για να μάθω;). Η Άισα έβαζε τον σοφέρ της να σταματάει στη διαδρομή για τσάι ή για να μου δείξει τους ινδουιστικούς ναούς (σε έναν από αυτούς αγόρασα και τη Rudraksha μου, το κολιέ προσευχής με τους καρπούς). Διαφωνεί με την άποψη του διευθυντή και του Καρίμ για τα καλά του κομμουνισμού: «Διεφθαρμένοι ηγέτες όλοι τους, σαν τον δήμαρχο στο Μaestro».
Γιατί μιλάνε τόσο πολύ οι Ινδοί; Ο Χρήστος Χρυσόπουλος, στο Σώμα του Τιρθανκάρα (εκδ. Νεφέλη), το οποίο διαβάζω ανελλιπώς τα βράδια, γράφει πως «ο ινδικός νους είναι πληθωρικός. Θρέφεται από την επανάληψη και την παραλλαγή. Η αισθητική του έχει τις αξίες του μπαρόκ».
Με απασχολεί η τήρηση ημερολογίου: νιώθω σαν τον Βρετανό στον πίνακα του Fragrant nature, σαν τους αποικιοκράτες που ακουμπάνε ράθυμα σε μια κολόνα και κοιτούν τους γηγενείς να απλώνουν τα δίχτυα τους στην Αραβική Θάλασσα, σαν εκείνους που ήρθαν στην Ινδία για το εμπόριο μπαχαρικών και τα βράδια στο καφενείο κοιτούσαν τις γυναίκες των άλλων, νομίζοντας πως έχουν ανατολική ψυχή, ενώ ήταν απλώς λαίμαργοι εκμεταλλευτές. Κάθε φορά που σηκώνω το κινητό για να φωτογραφίσω ψαράδες ή μικρά παιδιά, μουδιάζει το χέρι μου. Το μούδιασμα είναι η εκδήλωση ενός εσωτερικού διλήμματος: πώς μπορείς να κοιτάζεις και να μαθαίνεις χωρίς να εκμεταλλεύεσαι;
4.2.25
Όταν παρουσιάζεσαι στη θεά

Στη Βάρκαλα από προχθές. Βόλτες πάνω κάτω στην promenade αγναντεύοντας τον ωκεανό, χαζεύοντας το πολύχρωμο πλήθος, ζευγάρια Αμερικανών και οικογένειες Ινδών. Σήμερα γνώρισα στον δρόμο την Ανίτα, μια συνταξιούχο από το Βιετνάμ. Τη σταμάτησα για να ρωτήσω πού βρίσκεται η παραλία Παπανασάμ. Λένε πως τα ιερά νερά της ξεπλένουν τις αμαρτίες. Η Ανίτα ζει 15 χρόνια στη Βάρκαλα και με οδήγησε στην παραλία σαν άψογη τουριστική οδηγός. Στον δρόμο, μου διηγήθηκε τον θρύλο: εδώ εγκαταστάθηκε μια χήρα με τον γιο της, τόσο καλή και τίμια, ώστε, όταν πέθανε, ο ίδιος ο Σίβα ήρθε και ξερίζωσε την καρδιά του για εκείνη (βάλκαλα). Κι έτσι γεννήθηκε, από μια παραφθορά της λέξης, η ονομασία της περιοχής.
«Κατέβα τις σκάλες και διάλεξε όποιον πνευματικό δάσκαλο σου δημιουργεί εμπιστοσύνη», είπε η Ανίτα. Διάλεξα μια γυναίκα. Η Ινδή μου φορούσε γυαλιά μυωπίας και λευκό σάρι και δεν μιλούσε αγγλικά. Μου έβαζε στη δεξιά παλάμη εναλλάξ λουλούδια, ρύζι, καρπούς. Έσταζε νερό. Μουρμούριζε προσευχές. Ύστερα σχεδίασε στο μέτωπό μου έναν κόκκινο κύκλο και με έστειλε να βουτήξω στα κύματα τρεις φορές με το φόρεμά μου. Στέγνωσε σχεδόν αμέσως. Δεν ήταν θαύμα των θεών, αλλά της τρομερής ζέστης.
Σχεδίασε στο μέτωπό μου έναν κόκκινο κύκλο και με έστειλε να βουτήξω στα κύματα τρεις φορές με το φόρεμά μου. Στέγνωσε σχεδόν αμέσως.
Στον δρόμο για το σπίτι σκεφτόμουν πόσο εύκολη γίνεται μια διαδρομή όταν την επαναλαμβάνεις. Τις πρώτες δύο μέρες ο δρόμος ως τον ωκεανό ήταν σπαζοκεφαλιά: περνούσα μέσα από ξένες αυλές, δεν μπορούσα να βάλω σημάδι, όλες οι μπανανιές κι όλα τα σκυλιά έμοιαζαν μεταξύ τους. Τώρα άρχιζε η οικειότητα που περιέγραφα στη Νέενα, η αίσθηση ότι τα δεκάδες σκαλοπάτια που οδηγούν με απαλές στροφές από τη θάλασσα ως το εστιατόριο Holy Rabbit όπου τρώω Puttu με καρύδα με πάνε ίσια στο καινούργιο σπίτι μου.
Ποιο θα είναι άραγε το αντικείμενο αποχωρισμού όταν έρθει η ώρα; Βρήκα ωραία μπρελόκ χειροποίητα με ροζ χαλαζία και αμέθυστο. Κι ο ράφτης μου πήρε μέτρα για ένα μεταξωτό πουκάμισο και επιδιόρθωσε με το αζημίωτο το σακίδιό μου που όλο ξηλώνεται από το φορτίο.

Βρήκα στο κινητό μου μήνυμα από την Ανίτα: «Θα πάω αύριο στον ναό για darshan, αν θέλεις έλα». «Τι είναι το darshan;». «Όταν παρουσιάζεσαι στη θεά για να σε δει και να τη δεις κι εσύ».
5.2.25
Γλυκιά Κάλι
Η θεά είναι η θεά Κάλι, που εδώ στον νότο τη λένε Μπάτρα Κάλι, γλυκιά Κάλι. Είναι διαφορετική από την αιμοβόρα Κάλι του βορρά, με τον μανδύα από κομμένα κεφάλια, όχι ότι δεν κόβει κι αυτή κεφάλια, αλλά το κάνει με το χαμόγελο. Στην τελετή ψιθυρίζουμε την παράκλησή μας στον ταύρο του Σίβα ή στο ποντίκι του Γκανές, που είναι κάτι σαν προσωπικό όχημα των θεών. Αρχίζουν πάλι οι χορογραφίες χεριών και οι ψαλμοί. Ο ιερέας του ναού μού κόβει απόδειξη για πεντακόσιες ρουπίες (6 ευρώ) και μετά μου προσφέρει αγιασμό. Κάνω πως πίνω, αλλά είμαι ακόμη πολύ δυτική και διστακτική. Η Ανίτα δεν θέλει να την ευχαριστήσω, η δουλειά της λέγεται seva (selfless service στα αγγλικά). Κάθε seva σου δίνει βαθμούς κι όταν συνδέεις κάποιον με τους Θεούς η βαθμολογία ανεβαίνει. Ενδιαφέρων ορισμός της ανιδιοτέλειας.
«Θα πάω αύριο στον ναό για darshan, αν θέλεις έλα». «Τι είναι το darshan;». «Όταν παρουσιάζεσαι στη θεά για να σε δει και να τη δεις κι εσύ».
Το μεσημέρι ο Ταρίκ από το ξενοδοχείο με πήγε με το μηχανάκι του στην παραμυθένια Εντάβα, μια γαλήνια απομακρυσμένη παραλία που δεν την ξέρουν οι τουρίστες, με σπίτια ψαράδων και απλωμένα δίxτυα. Σήκωσα το κινητό να φωτογραφίσω. «Νο, νο», φώναξε ένας θυμωμένος ψαράς. Μάλλον ξεπέρασα κάποιο όριο.
10.2.25
Γιατί έγινα συγγραφέας
Το δεύτερο λογοτεχνικό φεστιβάλ στο Τριβάντρουμ ήταν μικρό και ανθρώπινο στις διαστάσεις του. Ο Μανουέλ Βίλας κι εγώ μιλήσαμε για τη συγγραφική ζωή απαντώντας στην απλή αλλά ύπουλη ερώτηση του πάνελ: «Γιατί έγινα συγγραφέας». Νομίζω πως η απάντηση ήρθε και με βρήκε στο Αμάρα, ένα αγιουρβεδικό ξενοδοχείο με ξύλινα σπιτάκια, λίμνες και μπαμπού φυτείες, όπου αποφάσισα να καταλύσω στο τέλος του ταξιδιού μου. Έγινα συγγραφέας για να βρίσκω ένα συμβολικό ξύλινο σπίτι, μια λίμνη κρυμμένου αλλά σταθερού νοήματος.

12.2.25
«Πες ψέματα»
Το ξενοδοχείο θυμίζει το Eat pray love, έχει και μια πισίνα με αλμυρό νερό, όπου λιάζονται ηλικιωμένα ζευγάρια ή γυναίκες μόνες τους από τη Γερμανία, το Λονδίνο, την Κοπεγχάγη. Στο πρωινό μάθημα γιόγκα ήταν σαν να ήρθα διακοπές με τη μαμά μου και τις φίλες της. Το απόγευμα έπιασα φιλία με τα δύο κορίτσια στο κέντρο Αγιουρβέδα. Χαζολογήσαμε μετά το μασάζ μου.
Η μια σπουδάζει ψυχολογία, είναι βοηθός του γιατρού. Η άλλη θέλει να γίνει δημοσιογράφος, αλλά όλο ζουλούσε και πασπάτευε τα σωληνάρια της χένας που έχει φέρει μαζί της. Η ψυχολόγος σήκωσε τα μανίκια και μου έδειξε περικοκλάδες με κόκκινα λουλούδια που έφταναν ως το εσωτερικό του αγκώνα. «Θέλεις να σου ζωγραφίσει κι εσένα το χέρι;». Φυσικά δέχτηκα.
Κι εκεί που καθίσαμε, εγώ με το χέρι απλωμένο, τα κορίτσια σκυμμένα πάνω μου, με τα μάγουλα να αγγίζονται, άκουσα για πρώτη φορά τι σημαίνει να είσαι 25 ετών στην Ινδία σήμερα. Η σχεδιάστρια χένας (ας την πούμε Σρι) είναι λογοδοσμένη με τον πρώτο της ξάδερφο κι οι γονείς της απαγόρευσαν να ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Βγάζει το απωθημένο της ζωγραφίζοντας κρυφά χέρια γυναικών. Ράγισε η καρδιά μου έτσι που την έβλεπα να σχεδιάζει πουλιά και λωτούς και ψάρια. Τι να πεις; Φύγε; Αργότερα το είπα κι αυτό, την έβγαλα για δείπνο με χίλιους κόπους. Παρότι ζει μακριά από το σπίτι της, δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί μετά τις έξι το απόγευμα και ούτε φανταζόταν τι βρίσκεται γύρω από το ξενοδοχείο όπου εργάζεται. «Πες ψέματα», τη συμβούλεψα. «Πως δήθεν γνώρισες μια διάσημη δημοσιογράφο που θα σου δώσει συμβουλές για την καριέρα σου». «Μα δεν τους ενδιαφέρει, θέλουν μόνο να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. Ο αρραβωνιαστικός μου θα πληρώσει τις σπουδές μου επειδή βλέπει πόσο το θέλω. Αλλά δεν του αρέσει η ιδέα να δουλέψω». Ο αρραβωνιαστικός έδωσε άδεια τελικά, καλέσαμε ένα τουκ τουκ και κατεβήκαμε στο Lighthouse beach. Στο δείπνο γνώρισα όλη την οικογένεια, η Σρι ήταν σε διαρκή σύνδεση μαζί τους. Τους έδειχνε ακόμη και τα καβούρια που τρώγαμε. Ρώτησα αν την πειράζει να αναφέρω τη συζήτησή μας στο άρθρο, αλλάζοντας το όνομά της. «Να τα γράψεις όλα, να μάθουν τι συμβαίνει στην Ινδία. Και μην κοιτάς εδώ στην πόλη, στα χωριά παντρεύουν τα κορίτσια από τα 13». «Είναι η πιο ωραία μέρα της ζωής μου», συμπλήρωσε δακρυσμένη. «Γιατί ασχολείσαι μαζί μου, δεν καταλαβαίνω. Μου δίνεις τόσες ιδέες και δεν ξέρω τι να τις κάνω. Δεν πιστεύω ότι τρώω με μια αληθινή συγγραφέα, εγώ που είμαι ένα τίποτα». Της έπιασα τα χέρια. «Μην το ξαναπείς αυτό. Όλοι τίποτα είμαστε και είμαστε τα πάντα». Μου έφερε για αποχαιρετιστήριο δώρο φύλλα κάρι, τυλιγμένα σε μια σελίδα εφημερίδας, γραμμένη στα μαλαγιάλαμ.

Λίγο πριν φύγω, γνώρισα στην πισίνα μια γυναίκα που δεν κρύβει το όνομά της. Η Πία Μποβίν είναι Δανή σκηνοθέτις και ήρθε στην Κεράλα με την 25χρονη κόρη της Έμμα. Τους μίλησα για τη Σρι. Δεν ήθελα να βαρύνω την ατμόσφαιρα άλλο, κι έτσι τους πρότεινα να πάνε να φάνε ψάρι στο γειτονικό Βιρινάμ. Η Πία μού έγραψε ένα συγκινητικό αποχαιρετιστήριο γράμμα περιγράφοντας τη διαδρομή ως το Βιρινάμ, το φαγητό, τον αλατισμένο αέρα. Προσπάθησε να μαλακώσει την αγωνία μου για τη Σρι: «Στον κόσμο της έχει μάθει να ζητάει άδεια. Η ιστορία της δεν ξετυλίχτηκε ως παράπονο, αλλά ως γεγονός».
Τα λόγια της Πία ήταν ευγενικά, αλλά δεν με παρηγόρησαν. Τη μόνη απάντηση τη βρήκα στον Χρυσόπουλο και πάλι: «Δεν μπορώ να σας περιγράψω την Ινδία. Θα πρέπει να πάτε εκεί και να γνωρίσετε το αίνιγμα οι ίδιοι».
* Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε με την ευγενική χορηγία πτήσης της Gulf Air.

