Δεν υπάρχει μεγαλύτερος αστικός μύθος από αυτόν που θέλει τον σύγχρονο χορό να μην μπορεί να φτάσει στο μεγάλο κοινό διότι, τάχα μου, είναι μια τέχνη που αφορά λίγο κόσμο. Με αυτή τη σκέψη φεύγω μετά από κάθε παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου, με αυτή τη σκέψη έφυγα και την Παρασκευή, μετά τη μία τα μεσάνυχτα, από τη Στέγη, αφού παρακολούθησα σερί, μέσα σε οκτώ ώρες, τις πέντε παραστάσεις και τη μία ταινία χορού που χώρεσαν στο φετινό πρόγραμμα των Onassis Dance Days (κράτησαν από τις 3 έως τις 6 Απριλίου). Και αυτό διότι ήταν όλες τους sold out.
Ο Νταμιέν Ζαλέ στην Κεντρική Σκηνή
Το μεγάλο γεγονός των «ημερών χορού» της Στέγης δεν ήταν άλλο από τη διπλή παρουσία του κορυφαίου Γαλλοβέλγου χορογράφου Νταμιέν Ζαλέ, που έδειξε για πρώτη φορά δουλειά του στην Ελλάδα. Αφενός, παρουσίασε το έργο «Planet [Wanderer]» –που προέκυψε από τη συνεργασία του με τον Ιάπωνα εικαστικό Κοχέι Ναουά και έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του πριν από τέσσερα, περίπου, χρόνια– και, αφετέρου, το φιλμ «Mist». Αμφότερες οι «συμμετοχές» του φιλοξενήθηκαν στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, αποτελώντας από κοινού μία μαγική εισαγωγή στο εικονοκλαστικό, ποιητικό του σύμπαν.

Κάπου ανάμεσα στον «καθαρό χορό» και τις εικαστικές τέχνες, είδαμε σώματα να κινούνται και να συνομιλούν μεταξύ τους όπως θρυλείται ότι επικοινωνούν τα φυτά, ενώ τις τελευταίες σκηνές του «Planet [Wanderer]» τις συνόδευσε μια γλυκιά μυρωδιά πικραμύγδαλου, πιθανόν από το ρευστό υλικό που έπεσε σαν βροχή από την οροφή της σκηνής, μετατρέποντας τους περφόρμερ σε ρέοντα γλυπτά.
Στο σκοτάδι του Χώρου -1
Ο Μιχάλης Θεοφάνους, περισσότερο γνωστός ως περφόρμερ σε έργα του Ρόμπερτ Ουίλσον και του Δημήτρη Παπαϊωάννου παρά ως χορογράφος, παρουσίασε το σόλο «Ecdysis» (η σύλληψη της ιδέας, η σκηνοθεσία, η χορογραφία και η ερμηνεία ήταν όλα δικά του) στον Χώρο -1 της Στέγης. Ως έκδυση, στη βιολογία, περιγράφεται η διαδικασία κατά την οποία ένας έμβιος οργανισμός απορρίπτει το δέρμα ή τον εξωσκελετό του – το πιο κοινό παράδειγμα είναι αυτό των φιδιών, που αλλάζουν «πουκάμισο».
Παίζοντας περισσότερο με τους κώδικες της περφόρμανς παρά του χορού, το έργο ξεκίνησε «περιπατητικά» γύρω από μια κυβοειδή εγκατάσταση και συνεχίστηκε με κάποια επιτυχημένα «κόλπα αποπλάνησης των θεατών», για να θυμηθούμε μία ωραία φράση από το «No manifesto» της Ιβόν Ράινερ. Ανάμεσα σε αυτά τα κόλπα ξεχώρισα το «δέρμα» που ξεκόλλαγε από την πλάτη του ο Θεοφάνους σαν peel off μάσκα ομορφιάς και τον φαρδύ σωλήνα που τον μετέτρεψε σε μετα-ανθρώπινες υπάρξεις. Σε μία φράση, η παράστασή του μου φάνηκε σαν ένα εν εξελίξει, σκοτεινό σχόλιο πάνω στη ζωή και τις μεταμορφώσεις μας.

Σκοτεινό ήταν και το παγανιστικής ατμόσφαιρας «Near misses» της Φωτεινής Σταματελοπούλου, που παρουσιάστηκε στον ίδιο χώρο και ήταν το κάτι άλλο, το κάτι από αλλού φερμένο, με τη/το φοβερή/ό περφόρμερ Δέσποινα Σανιδά-Κρεζία να υπάρχει και να καθορίζει τον σκηνικό χώρο με την τόσο «εκεί» παρουσία της/του.
Η/το Σανιδά-Κρεζία, είτε αφαιρούσε από τον κορμό της/του έναν μεταλλικό θώρακα που μου θύμισε, άγνωστο γιατί, το ταμπλό «Δύο Φρίντες» της Φρίντα Κάλο, είτε έσπρωχνε με τις χούφτες της/του μεταλλικά τάματα σαν να ήταν χώμα που σκέπαζαν κάποιο νεκρό σώμα (έτσι μου φάνηκε), είτε ούρλιαζε σαν μια γήινη εκδοχή της Ντιαμάντα Γκαλάς, είτε επαναδιαρρύθμιζε τις θέσεις των σκηνικών αντικειμένων, έκανε τα πάντα με απόλυτη πειστικότητα.
Το μόνο πράγμα που, ομολογώ, βρήκα υπερβολικό ήταν πως πριν παρακολουθήσουμε το «Near misses» μάς μοίρασαν ωτοασπίδες. Αλλά, θα μου πεις, εμένα μου αρέσει ο θόρυβος του μαγνητικού τομογράφου και εκνευρίζομαι με τον ήχο που κάνει το μάσημα μιας τσίχλας…

Χιούμορ και συμπάθεια στη Μικρή Σκηνή
Το «Horse me», που παρουσιάστηκε στη Μικρή Σκηνή της Στέγης, προέκυψε από τη συνεργασία της χορογράφου Σοφίας Μαυραγάνη με την εικαστικό Τζάνις Ράφα, της οποίας η ατομική έκθεση «Εμείς που προδώσαμε τα άλογα», ειρήσθω εν παρόδω, φιλοξενείται στον 3ο όροφο του ΕΜΣΤ (έως τις 5 Οκτωβρίου).
Ο ήχος, ζωντανά εκτελεσμένος, ήταν από τα πλέον δυνατά σημεία του έργου, με την υψίφωνο Λητώ Μεσσήνη να δίνει άλλη διάσταση στην πρόσληψη ενός παραστασιακού γεγονότος που δεν του έλειπαν ούτε τα χλιμιντρίσματα, ούτε τα χάους μπιτ, ούτε οι καλές χορεύτριες (Μαρία Βούρου, Κωνσταντίνα Μπάρκουλη, Παγώνα Μπουλμπασάκου), οι οποίες άλλοτε έκαναν τις ιππεύτριες και άλλοτε τις φοράδες – για να χρησιμοποιήσω μία από τις χαριτωμένα αντιποιητικές λέξεις που μπήκαν και βγήκαν από τα στόματά τους.
Το έργο περισσότερο δημιουργούσε «εντάσεις», με την έννοια που δίνει στη λέξη ο θεωρητικός Φρέντρικ Τζέιμσον, παρά εκβίαζε κάποιο συμπέρασμα ή μια ηθική κρίση. Κι έτσι, κάπου ανάμεσα σε χορευτικά α λα Destiny’s Child και εικόνες BDSM (σόρρυ, ιππασίας) κύλησε άλλη μία παράσταση.

Πιο ωραία από το «Horse me» πέρασα στο «It’s the end of the amusement phase» της Χαράς Κότσαλη η οποία, μαζί με τις άλλες δύο χορεύτριες (Χριστίνα Σκουτέλα, Σοφία Πούχτου) και συνδημιουργούς της, μου φάνηκε να εκφράζει τη γενιά μου με μια αμεσότητα που σπανίζει στον σύγχρονο χορό. Ναι, μου άρεσε που άκουσα τη φωνή της Αλίκης Βουγιουκλάκη και στίχους από χιτ των Spice Girls, όπως μου άρεσαν και τα ρούχα των χορευτριών, Υ2Κ αισθητικής, που θαρρώ πως ίδια τους φορούσαν οι συμφοιτήτριές μου είκοσι χρόνια πριν.

Εκτίμησα, τέλος, το ότι ανάμεσα στα πολύχρωμα κομφετί, τις γενέθλιες τούρτες και μια πίτσα που «δάγκωσαν» οι χορεύτριες εν κινήσει, η Κότσαλη κατάφερε να πει τα ανείπωτα μιας γενιάς που μεγάλωσε «με τα ακουστικά στα αφτιά». Είναι από τις λίγες παραστάσεις που θα ξανάβλεπα όχι για να την καταλάβω καλύτερα αλλά για τη χαρά του να τη βλέπω.

