Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος
Είναι κάποια πράγματα που δημιουργούν έναν αυτόματο, δυαδικό συνειρμό: αλάτι και πιπέρι, Μπάτμαν και Ρόμπιν, αριστερά και δεξιά, Ιπποκράτους και Ασκληπιού. Οι δύο δρόμοι της Νεάπολης, δηλαδή, που δεν ενώνονται, παρά τρέχουν παράλληλα, ξεκινώντας από την Πανεπιστημίου και καταλήγοντας στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Η μία ανεβαίνει, η άλλη κατεβαίνει. Στις όχθες τους, σπαρμένα παλιά νεοκλασικά, κάποια προσεγμένα, άλλα παρατημένα και βρόμικα, συνυπάρχουν με εκλεκτικιστικά κτίρια των αρχών του 20ού αιώνα και δείγματα αρ ντεκό επηρεασμένα από τη Γαλλία, με τα σκαλιστά τους γείσα. Ανάμεσά τους, πιο επιβλητικές σε ύψος (και αριθμό), οι προπολεμικές και μεσοπολεμικές πολυκατοικίες, με τα αυστηρά τετράγωνα και τα στοιχεία μοντερνισμού. Παιδιά της αντιπαροχής, συχνά ποτισμένες με τη γνωστή, καφεγκρί αθηναϊκή πατίνα. Και πώς να μην είναι, αφού και η Ιπποκράτους και η Ασκληπιού είναι περάσματα για δεκάδες λεωφορεία και εκατοντάδες αυτοκίνητα, που τις διασχίζουν καθημερινά, αφήνοντας πίσω ένα σύννεφο καυσαερίου για να καταλήξουν στην Ακαδημία, στου Ζωγράφου, στο Αιγάλεω και αλλού.

Το χτες και το σήμερα
Στους πρώτους ορόφους, συμβολαιογραφεία, δικηγορικά γραφεία, ιατρεία. Στα πιο πάνω διαμερίσματα, παλιοί και νέοι ένοικοι που βλέπουν το μίσθωμά τους να ανεβαίνει και digital nomads, οι οποίοι επέλεξαν τη Νεάπολη αναζητώντας μια downtown εμπειρία, που ίσως κάτι τους θυμίζει από πατρίδα. Στα ρετιρέ, οι τυχεροί που τους λούζει το γενναιόδωρο αττικό φως και χαίρονται την ανεμπόδιστη θέα στον Λυκαβηττό, που υψώνεται από πάνω. Σε ένα από αυτά, στην Ασκληπιού, ο Ανδρέας Σινάνος, κορυφαίος διευθυντής φωτογραφίας, συνεργάτης σκηνοθετών όπως ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος και ο Μιχάλης Κακογιάννης, σχολιάζει τη σημασία του φωτός στον χώρο, καθώς θυμάται πώς ήταν τα Εξάρχεια όταν πρωτομετακόμισε εκεί, πολλές δεκαετίες πριν. «Τότε ήταν όλα τα πανεπιστήμια δίπλα: η Καλών Τεχνών, το Πολυτεχνείο, το Φυσικό, το Χημικό, το Καποδιστριακό», λέει. Υπήρχαν αρκετά νεοκλασικά, όπου οικογένειες νοίκιαζαν δωμάτια με χρήση λουτρού και κουζίνας. «Έτσι, έγινε φοιτητούπολη, και οι φοιτητές, αφού τελείωναν, συνέχισαν να μένουν εδώ. Καθώς έφυγαν τα πανεπιστήμια, οι γονείς, έχοντας μια περίεργη άποψη για το τι εστί Εξάρχεια, νοίκιαζαν σπίτια για τα παιδιά τους στου Ζωγράφου. Τα παιδιά όμως, μόλις πατήσουν στα πόδια τους, ξαναγυρνούν από μόνα τους εδώ». Εκείνος δεν έφυγε στην ουσία ποτέ από τα Εξάρχεια, όσο ζούσε στην Ελλάδα. Γύρω του, με τα πόδια, έβρισκε πάντα τα post production και color correction studios: «Τα τελικά στάδια των ταινιών δουλεύονται εδώ τριγύρω, στη Ζωοδόχου Πηγής, στο κέντρο, το γραφείο του Αγγελόπουλου ήταν στη Σολωμού…».

Στους πρώτους ορόφους, συμβολαιογραφεία, δικηγορικά γραφεία, ιατρεία. Στα πιο πάνω διαμερίσματα, παλιοί και νέοι ένοικοι βλέπουν το μίσθωμά τους να ανεβαίνει.
Κατεβαίνοντας στο επίπεδο του δρόμου, αφενός η θερμοκρασία πέφτει γιατί το φως εξαφανίζεται, αφετέρου στα ισόγεια είναι πιο εμφανής η πάλη του χτες με το σήμερα, αντιπροσωπευτική και της υπόλοιπης Αθήνας. Από τη μια, παλιά μαγαζάκια, ραφτάδικα, ταβερνάκια, στεγνοκαθαριστήρια, είδη μοντελισμού, βιβλιοπωλεία, μίνι μάρκετ, που μοιάζουν να είναι εκεί από πάντα. Λένε πως το 2005, όταν ο Μάνος Ελευθερίου πλησίασε να δει τι χτιζόταν στο οικόπεδο επί της Ιπποκράτους 118, έπεσε πάνω στον ιδιοκτήτη του Μεταιχμίου, Νώντα Παπαγεωργίου. «Τι χτίζεται εδώ;» ρώτησε, για να πάρει την απάντηση πως εκεί ετοιμαζόταν να υψωθεί ένα καινούργιο βιβλιοπωλείο και εκδοτικός οίκος. «Βιβλιοπωλείο; Θέλω, όταν πεθάνω, να με θάψετε μέσα εδώ!» αποκρίθηκε εκείνος. Έτσι έγινε η πρώτη συνάντηση και αργότερα τους πήγε το πρώτο μυθιστόρημά του, Ο καιρός των χρυσανθέμων, που βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο. Από το Μεταίχμιο, εξάλλου, περνούσε κάθε Τετάρτη η Άλκη Ζέη, με τις τυρόπιτές της, πλείστοι συγγραφείς που κάνουν εκεί παρουσιάσεις, συνεντεύξεις, υπογραφές βιβλίων, βιβλιόφιλοι, εκπαιδευτικοί και μέλη των λεσχών ανάγνωσης. Από την άλλη, ειδικά στην Ασκληπιού αλλά και στην Ιπποκράτους, ένας στρατός από νέα στέκια έχει παραταχθεί: κρασάδικα, κοκτεϊλάδικα, γκαλερί, boutique διαμερίσματα έχουν σφραγίσει τη νέα όψη της γειτονιάς και αποτελούν εφαλτήριο για ρεπορτάζ με τίτλους «γιατί βγαίνουν όλοι στην Ασκληπιού». Γιατί, αλήθεια;

Ο «εξευγενισμός»
Την απάντηση θα τη δώσει ο Έντι, κοινωνιολόγος, μια Παρασκευή απόγευμα, καθισμένος στους αγαπημένους του Κόκκους, ένα από τα δύο μονάχα στέκια που ο ίδιος θυμάται επί της Ασκληπιού όταν μετακόμισε εκεί τη χρονιά που πέρασε στο πανεπιστήμιο, το 2016. Νιώθει τυχερός, γιατί η οικογένειά του διέθεσε ένα διαμέρισμα που είχαν αγοράσει οι παππούδες του όταν μετεγκαταστάθηκαν από τη Νάξο στην Αθήνα, σε μια πολυκατοικία που φτιάχτηκε λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στο υπόγειο έχει αντιαεροπορικά καταφύγια. Τότε, ο δρόμος είχε ένα πιο τυπικό κοινό, που το χαρακτηρίζει καλλιτεχνικό. «Την περιοχή την ήξεραν όλοι ως πέρασμα, όσοι έρχονταν να κάτσουν εδώ, ήταν γιατί έψαχναν κάτι πιο μποέμ». Τα πρώτα χρόνια, η ενέργεια του άρεσε πολύ. Οι θαμώνες έγιναν φίλοι του και οι ιδιοκτήτες των μικροκαταστημάτων η γειτονιά του.

Του άρεσε που ήταν δίπλα σε όλα και κατέβαινε για μια μπίρα αυθόρμητα. Και σήμερα, όσο καθόμαστε, κάθε τόσο σταματάει για να χαιρετήσει γείτονες ή εργαζόμενους από τα γύρω μαγαζιά. Όμως πλέον, ειδικά τα Σαββατοκύριακα, για να προσεγγίσει το σπίτι του, περνάει μέσα από μια θάλασσα ανθρώπων που έρχονται από κάθε γωνιά της Αθήνας για να διασκεδάσουν κάτω από το παράθυρό του. Την τζαμαρία της πολυκατοικίας του την έχουν σπάσει τρεις φορές τα τελευταία χρόνια, άνθρωποι που κάθονται με το ποτό τους στα σκαλιά ή τσακώνονται μεθυσμένοι, ενώ αναγκάστηκε να αλλάξει κουφώματα και να βάλει διπλά τζάμια, εξαιτίας της οχλαγωγίας.

«Γίναμε το πιο in μέρος της Αθήνας, μας έμαθαν όλοι, ξεκίνησε ο “εξευγενισμός” και η ανθρωπογεωγραφία κατακερματίστηκε πάρα πολύ», λέει και θυμάται ότι προς το τέλος της καραντίνας, η Ασκληπιού, και ειδικά τα σκαλιά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, έγινε μέρος μαζικής συγκέντρωσης νεολαίας που είχε πιεστεί στο σπίτι. Σιγά σιγά τα πλήθη από εκεί επεκτάθηκαν και χαμηλότερα επί του ίδιου δρόμου, προς ένα μαγαζί που έμενε ανοιχτό μέχρι τις 12, προσφέροντας θεωρητικά μπίρες σε μπουκάλι και ποτά σε πλαστικά. «Γινόταν πάρτι, έρχονταν άλλοι με τα αυτοκίνητά τους και έβαζαν μουσική. Έτσι έμαθαν την Ασκληπιού ως έναν δρόμο ζωντανό. Υπήρχε κατανάλωση, φλερτ, χαβαλές. Κι όταν επιστρέψαμε πάλι στην κανονικότητα, ο κόσμος αυτός δεν έφυγε. Άνοιξαν και περισσότερα μαγαζιά, που τους προσελκύουν». Ο ίδιος δεν ενοχλείται από αυτό, καθώς πιστεύει πως «ο δρόμος ανήκει στη νιότη». Όμως η κατάσταση, λέει, του θυμίζει περισσότερο πρατήριο διανομής αλκοόλ∙ τις Κυριακές το πρωί ο δρόμος μυρίζει ούρα.

Το βινύλιο ως φετίχ
Σήμερα ωστόσο, που είναι Παρασκευή απόγευμα, η ατμόσφαιρα μυρίζει απλώς καυσαέριο και στην Ιπποκράτους μια νεαρή κοπέλα ντυμένη κάπως επίσημα περπατάει με βήμα γοργό δίπλα μου. «Έκαναν αυτοί ένα εξώδικο και εμείς μια αγωγή», φωνάζει στο τηλέφωνο. Τη φωνή της καλύπτει σε λίγο ένα ωραιότατο ροκ εν ρολ που έρχεται από το Vinyl City, το δισκάδικο του κυρίου Αποστόλη, που ανήκει στα «παλιά», αφού βρίσκεται στον ίδιο δρόμο από το 1991. Το πρώτο του μαγαζί το άνοιξε στο νούμερο 100, κάπως τυχαία: περαστικός, παρατήρησε πως από εκεί περνούσαν πολλά λεωφορεία για την Ακαδημίας και αυτοκίνητα και έψαξε ένα άδειο κατάστημα στην αριστερή πλευρά του δρόμου, όπως κατεβαίνεις: «Όλοι οι οδηγοί κοιτάζουν αριστερά». Τότε, λέει, έγινε το μεγάλο μπαμ. Ήταν ένα μικρό μαγαζάκι, 15-20 τετραγωνικά, και απέξω περίμεναν οι πελάτες ουρά. Ποιοι ήταν; Συλλέκτες και όσοι είχαν βρει από τους γονείς τους ένα πικάπ και ήταν εξοικειωμένοι. Άκουγαν όλα τα είδη μουσικής, ροκ, τζαζ, σόουλ, κάντρι, νιου γουέιβ, μέταλ. «Την εποχή εκείνη πήγαιναν στις αμερικανικές βάσεις και ψώνιζαν δίσκους. Σιγά σιγά, ο Έλληνας εκπαιδεύτηκε να ακούει και άλλα είδη μουσικής, εκτός από ελληνική», λέει.

Τώρα, το βινύλιο έχει κάνει comeback. «Είναι φετίχ, έχει γίνει mainstream», σχολιάζει ο ίδιος και εξηγεί γιατί τα CD, που ο ίδιος δεν έβαλε ποτέ στο μαγαζί του, έχουν περάσει στη λήθη: «Το CD δεν μπορεί να δεχτεί πολλές πληροφορίες, παρόλο που είναι ψηφιακό. Σου κάνει το κεφάλι καζάνι. Με τον δίσκο, ακούς τον ήχο αναλογικά, λες και η μπάντα είναι μπροστά σου. Εμείς ακούμε δώδεκα ώρες τη μέρα μουσική και δεν παθαίνουμε τίποτα». Σήμερα, στο κατάστημά του, που στους τοίχους έχει φωτογραφίες με διάσημους επισκέπτες (όπως ο Βαγγέλης Παπαθανασίου) και αφιερώματα από εφημερίδες, ο κύριος Αποστόλης βλέπει να μπαίνουν άνθρωποι όλων των ηλικιών: οι μικρότεροι είναι 13-14, που έρχονται με τους γονείς τους και συνήθως αναζητούν δίσκους της Beyoncé. Εκείνος τους βάζει να ακούσουν πιο παλιά μουσική, κλασικό ροκ, Dire Straits, ZZ Τop, Allman brothers, Deep Purple, Led Zeppelin. Αναγνωρίζει ότι η περιοχή έχει αλλάξει πολύ – έχει περισσότερο κόσμο αλλά και περισσότερους τουρίστες. Οι τελευταίοι, όταν φτάνουν στο μαγαζί του, είναι συνειδητοποιημένοι – τους ονομάζει «ολοκληρωμένους» συλλέκτες, καθώς μαζεύουν ολόκληρες δισκοθήκες.

Διαφορετικοί δρόμοι, παράλληλοι βίοι
Τους τουρίστες παρατηρεί και η αρχιτέκτονας Τζίνα Σωτηροπούλου, μένοντας ψηλά στην Ασκληπιού. «Πολλά κτίρια έχουν μετατραπεί ολόκληρα σε βραχυχρόνιας μίσθωσης ή ξενοδοχεία», λέει. «Ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα έχουν αγοραστεί εκτοπίζοντας τους προηγούμενους κατοίκους, που δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα ακριβά ενοίκια». Στη γειτονιά, της αρέσει που είναι ζωντανή και φιλόξενη, με κόσμο όλων των αποχρώσεων και κατοίκους δραστήριους, που ασχολούνται με τον δημόσιο χώρο, απλώς τελευταία παρατηρεί ότι ο χαρακτήρας έχει αλλοιωθεί αρκετά.

«Πολλά κτίρια έχουν μετατραπεί σε βραχυχρόνιας μίσθωσης ή ξενοδοχεία. Ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα έχουν αγοραστεί, εκτοπίζοντας τους προηγούμενους κατοίκους, που δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα ακριβά ενοίκια». ―Τζίνα Σωτηροπούλου, αρχιτέκτονας
Κάθε πρωί, η Τζίνα κατηφορίζει για να πάει στο γραφείο της στα Εξάρχεια, διαλέγοντας είτε την Ιπποκράτους είτε την Ασκληπιού. «Είναι πολύ διαφορετικοί δρόμοι μεταξύ τους», λέει. «Η Ασκληπιού είναι πολύ στενή, με μικρά πεζοδρόμια, λίγο ανηφορική, στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Η Ιπποκράτους έχει φαρδιά πεζοδρόμια και οι πολυκατοικίες στο ισόγειο μπαίνουν σε εσοχή, δημιουργώντας παρόδιες στοές, πολύ ωραίες στο περπάτημα, με στέγαστρο που σε προστατεύει από τη βροχή και τον ήλιο. Γι’ αυτό συνήθως επιλέγω την Ιπποκράτους, παρόλο που έχει πιο πολύ καυσαέριο λόγω κίνησης. Είναι πιο ευχάριστα για τον πεζό και, μολονότι τα πεζοδρόμια είναι κακοφτιαγμένα και κυρίως κακοσυντηρημένα, για κάποιον που αγαπά το κέντρο της πόλης, είναι ωραία βόλτα».

Σε μια τέτοια βόλτα, στην Ασκληπιού, πέφτει κανείς πάνω στο εργαστήριο της υποδηματοποιίας Λεμήσιος, μιας επιχείρησης που βρίσκεται στην πέμπτη γενιά απογόνων και φτιάχνει ίσως τις πιο διάσημες χειροποίητες μπαλαρίνες στην Αθήνα, με έδρα την οδό Λυκαβηττού. Στο εργαστήριο της Ασκληπιού δουλεύει ο Μάριος Κατσάλης, με τον ανιψιό του, Βικέντιο – έχοντας μετακομίσει εκεί, εδώ και τρία χρόνια, από τον Κολωνό, ο Μάριος λέει πως βρίσκεται «στον παράδεισο». Παρότι πρόκειται για εργαστήριο και όχι για κατάστημα, οι περαστικοί και οι τουρίστες συχνά τους βλέπουν από τη βιτρίνα και χτυπάνε το τζάμι ή χαζεύουν, ενώ, όταν κάποτε σε ένα κομμάτι της βιτρίνας επιχείρησαν να φτιάξουν ένα μικρό μαγαζάκι όπου πουλούσαν ένα μέρος από το εμπόρευμά τους, ξεπούλησαν γρήγορα και δεν πρόλαβαν να φτιάξουν άλλα.

Λίγο πιο κάτω βρισκόταν μέχρι πριν από λίγους μήνες και ο Μαμαντού από τη Σενεγάλη (τώρα, το Mamadoo Fashion έχει μετακομίσει στην Ιπποκράτους), που φέρνει υφάσματα από την πατρίδα του και προσαρμόζει τα σχέδια σε πιο μοντέρνα πατρόν. Ο ίδιος σχολιάζει πως παλαιότερα πολλά μαγαζιά ήταν κλειστά, ενώ τώρα ο δρόμος ζωντάνεψε. «Έχει ενδιαφέροντα κόσμο, νεολαία, ζωντανό χαρακτήρα. Ο κόσμος που έρχεται είναι της μεσαίας τάξης, ζητάνε ρούχα που να μην είναι υπερβολικά ακριβά, να έχουν βιολογικά χρώματα, να είναι βαμβακερά, όχι συνθετικά, τα χειμωνιάτικα να είναι από 100% μαλλί», λέει. Κατεβαίνοντας λίγο πιο κάτω, εδώ και δύο χρόνια, σε έναν χώρο που θυμίζει καλαίσθητη γκαλερί, ο Βαγγέλης Μακρής γύρισε από το Σικάγο και άνοιξε σε μια περιοχή που αγαπούσε πάντα το Paradice Tatoo, ένα στούντιο που κάνει κλασικής αισθητικής τατουάζ, τα οποία διδάχτηκε στην αμερικανική πόλη.

Στην Ιπποκράτους παρατηρούμε δύο πολύ νέες προσθήκες. Η μια είναι το Polyamorous-Καφές-Φρούτα, περίπου στη μέση της, που άνοιξε εδώ και λίγες μέρες, σερβίρει καφέ στο χέρι και μαναβική (συνεχίζοντας την concept store φιλοσοφία του πρώτου μαγαζιού της Μαυρομιχάλη, που πουλάει ποτά, φυτά και sex toys). Η Ελένη και ο Αλέξανδρος, που βρίσκονται πίσω και από τα δύο, ζουν στην Ιπποκράτους εδώ και δέκα χρόνια. Η Ελένη θυμάται την εποχή που τα ενοίκια ήταν φτηνότερα και για να βρει πάρκινγκ αρκούσαν μία, άντε δύο γύρες. Όμως, είναι αποφασισμένη να παραμείνει στη γειτονιά, που τη λατρεύει, γιατί την κάνει να νιώθει ζωντανή. «Κάποτε, τα καινούργια μαγαζιά της πόλης θα τα έβλεπα σε έναν οδηγό και θα έλεγα ότι πρέπει να πάω να τα δω και από κοντά», λέει. «Τώρα τα έχω στην πόρτα μου». Η άλλη προσθήκη είναι το Hygge, ψηλά, προς τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ένας σκανδιναβικός φούρνος που έχει ήδη γίνει πολύ δημοφιλής στη γειτονιά. Η Αν έψαχνε για έναν χρόνο μέχρι να βρει το κατάλληλο μέρος για να στεγάσει το όνειρό της. Θέλει οι άνθρωποι που μπαίνουν στον φούρνο της (ο οποίος προφέρεται «χίγκε» – σκέφτεται να βάλει μια πινακίδα στον τοίχο που να το εξηγεί) να νιώθουν ότι βρέθηκαν στη Σουηδία ή στη Δανία, να κάθονται για λίγο και να απολαμβάνουν τις μικρές χαρές, να γεύονται τις γεύσεις που της είχαν λείψει.

Ο Έντι μένει στην Ασκληπιού και ο καλύτερός του φίλος μένει στην Αρχελάου, στο Παγκράτι. Συχνά οι δύο φίλοι αστειεύονται μεταξύ τους, ότι οι δρόμοι όπου ζουν έχουν… βίους παράλληλους.
Πίσω στους Κόκκους, η κουβέντα με τον Έντι έχει τελειώσει και η μουσική από τα μαγαζιά του δρόμου παίρνει να δυναμώνει, καθώς προετοιμάζονται για τη βραδινή βάρδια. «Σκέφτομαι να μετακομίσω μόλις τελειώσω το μεταπτυχιακό μου», λέει. Ο καλύτερός του φίλος ζει στην οδό Αρχελάου, στο Παγκράτι, και συμπτωματικά οι δρόμοι όπου ζουν έχουν περίπου την ίδια εξέλιξη τα τελευταία χρόνια. Και οι δύο, ενώ στην αρχή το χαίρονταν, πλέον κάπως δυσανασχετούν. «Δεν με πειράζει που ο δρόμος έχει πάρει αυτή την τροπή», τονίζει. «Απλώς εγώ δεν μπορώ να κατεβαίνω από το σπίτι μου και να παθαίνω κατευθείαν σοκ. Θέλω να έχω την επιλογή να συμμετάσχω σε αυτό. Δεν θέλω να είναι αυτό η κανονικότητά μου».

