Το να λες «ναι» μοιάζει πιο εύκολο. Για τον Αργύρη που δουλεύει σε ένα corporate περιβάλλον και την Αναστασία που «πνίγεται» από τις τύψεις, αυτά τα τρία γράμματα ήταν κάτι σαν μια προεπιλεγμένη ρύθμιση σε κάθε επαφή με τον περίγυρό τους – από τους συγγενείς μέχρι τους προϊσταμένους στη δουλειά. «Υπήρξαν Σάββατα που λάμβανα μηνύματα από το αφεντικό μου για να μου ζητήσει να διεκπεραιώσω μια εργασία, παράλληλα με εκείνη που μου είχε ήδη αναθέσει και την είχε χαρακτηρίσει ως επείγουσα. Παράλληλα, φίλοι και γνωστοί με βομβάρδιζαν με μηνύματα για να βγούμε έξω στο κέντρο και προσπαθούσα να τους χωρέσω όλους σε time-slots, μπας και τους προλάβω. Φτάνει όμως το τέλος της εβδομάδας και είμαι εξαντλημένος», λέει ο 33χρονος Αργύρης.
Οσο για την 29χρονη Αναστασία, το μεγαλύτερο πρόβλημα έγκειται στα «ναι» που αφορούν τα κανονίσματα της τελευταίας στιγμής και τις οικογενειακές υποχρεώσεις. «Δεν υπάρχει περίπτωση να απαντήσω αρνητικά σε μια ξαφνική πρόταση για έξοδο. Το ίδιο παθαίνω και με τις οικογενειακές μαζώξεις. Εκεί όμως δεν μπορώ να πω όχι, διότι αν το πω, η οικογένειά μου ξεκινάει την γκρίνια και κρατάει απουσίες από το τραπέζι της Κυριακής. Τουλάχιστον αυτό συνέβαινε μέχρι να κάνω την επανάστασή μου». Και μπορεί εκείνη να κατάφερε να θέσει τα όριά της, το «όχι» όμως παραμένει μια δύσκολη τέχνη που στο μυαλό πολλών θέλει τακτ, μαεστρία και έλλειψη συναισθηματισμού.
Οι τύψεις γύρω από το «όχι»
Πώς, λοιπόν, να ξεστομίσουμε αυτή τη λέξη χωρίς να φοβηθούμε ότι θα διαταραχθούν οι σχέσεις με τα κοινωνικά, οικογενειακά και επαγγελματικά περιβάλλοντα; Διότι, στη σκέψη και μόνο της εκφοράς του, δημιουργείται η ανάγκη να εξηγήσουμε γιατί το λέμε και να προετοιμάσουμε κάποιες δικαιολογίες που θα το αιτιολογούν. Μάλιστα, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2021 στο Journal of Consumer Psychology, ερευνητές διαπίστωσαν ότι το να λέμε «δεν έχω χρόνο» αντί για «όχι» επηρεάζει αρνητικά τις ανθρώπινες σχέσεις, αφού οι άλλοι νιώθουν ότι τους υποτιμούμε. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν φαύλο κύκλο ενοχών.
Το φαινόμενο παρατηρείται σε τόσο έντονο βαθμό, ώστε την τελευταία δεκαετία η τέχνη τού να λες όχι αποτελεί κομμάτι της ειδησεογραφίας. Παράλληλα, σημειώνεται μια άνθηση με βιβλία αυτοβελτίωσης πάνω στο θέμα, με τους ειδικούς ψυχικής υγείας να αναλύουν τη σημασία τού να προστατεύουμε τον χρόνο και την ενέργειά μας και να έχουμε ισορροπία μεταξύ των «θέλω» μας και των σχέσεών μας με άλλους. «Συχνά πιστεύουμε ότι η “άρνηση” αποτελεί εκδήλωση έντασης και οργής, ότι συχνά έχει επιθετικό τόνο και αρνητική διάθεση, ότι είναι ηρωική ή και υπεράνθρωπη πράξη. Αλλά δεν χρειάζεται να είσαι γενναίος, δεν χρειάζεται να είσαι κάποια εξαιρετική περίπτωση. Η “άρνηση” είναι διαθέσιμη αλλά και απαραίτητη για όλους μας, ανεξάρτητα από το ποια είναι η προσωπικότητά μας, επειδή στην ουσία είναι απλώς άλλη μία δεξιότητα», δήλωσε η ψυχολόγος Σουνίτα Σα σε πρόσφατη συνέντευξή της στον Guardian, με αφορμή το νέο της βιβλίο Defy: The Power of No in a World that Demands Yes.

H τέχνη τού να λες «όχι», λοιπόν, είναι σε μεγάλο βαθμό ένα σύμπτωμα της σύγχρονης κοινωνίας και του τρόπου ζωής μας. Ζούμε σε μια εποχή υπερσύνδεσης, αδιάκοπης διαθεσιμότητας και πίεσης για συμμόρφωση – από τον επαγγελματικό στίβο και τις κοινωνικές σχέσεις μέχρι την ίδια την τεχνολογία που διεκδικεί διαρκώς την προσοχή μας. Το «ναι» έχει γίνει προσδοκία, ενώ το «όχι» μοιάζει με ανυπακοή. Kαι όσο αυξάνονται οι απαιτήσεις και οι ρυθμοί της ζωής μας, τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ανάγκη να μάθουμε να απορρίπτουμε χωρίς ενοχές. Ομως, παρά τη θεωρητική αποδοχή της αξίας του «όχι», στην πράξη η υιοθέτησή του ως τρόπου ζωής παραμένει δύσκολη.
«Αισθανόμουν πως με το παραμικρό “όχι”, ο κόσμος μου, όπως τον ξέρω, θα κατέρρεε. Δεν ξέρω τι μου έφερνε περισσότερο τρόμο: το “όχι”, η εξάντληση ή το άγχος του κοινωνικού εξοστρακισμού;» λέει ο Αργύρης. Για να αντιμετωπίσει τις τύψεις, η Αναστασία δοκίμασε τη μέθοδο των αντιπροτάσεων. «Για παράδειγμα, αν έπρεπε να μετακινηθώ για τις ανάγκες ενός ραντεβού, αντιπρότεινα το μοίρασμα της απόστασης. Στην πραγματικότητα, όμως, ούτε αυτό με ικανοποιούσε». Οταν άρχισε να λέει τα πρώτα «όχι», ένιωσε μια λύτρωση, λέει.
Από τον Πλούταρχο στο TikTok
Το να πούμε «όχι» και να το εννοούμε είναι ένα είδος κοινωνικού ακροβατισμού. Χρειάζεται ισορροπία, χάρη, αυτοπεποίθηση. Λέμε «όχι» χωρίς να γίνουμε δυσάρεστοι, χωρίς να προσβάλουμε, χωρίς να αφήσουμε ανοιχτό το παράθυρο για επαναδιαπραγμάτευση. Είναι ένας χορός ανάμεσα στην αυτοπροστασία και την ευγένεια, μια τέχνη που απαιτεί εξάσκηση. Ηδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ., ο Πλούταρχος προσπάθησε να θίξει στις πραγματείες των Ηθικών τους τρόπους για να αποφύγει κανείς να «γίνεται χαλί να τον πατήσουν» ή, όπως είναι πιο απλά γνωστό, το «σύνδρομο του καλού παιδιού».
Το «όχι» δεν είναι απλώς μια ατομική επιλογή, αλλά ένας μηχανισμός αντίστασης απέναντι στη φρενήρη κουλτούρα της παραγωγικότητας, της υπερδέσμευσης και της διαρκούς έκθεσης.
Στο κεφάλαιο Περί δυσωπίας (Ντροπαλότητας), ο ιστορικός αναλύει με επιχειρήματα και παραδείγματα το εν λόγω παράδοξο, όπου το άτομο λέει συνέχεια «ναι» για να αποφύγει τις τύψεις και να χτίσει τη φήμη του ως άτομο ιδανικό να λειτουργεί βοηθητικά. Ωστόσο, η αποτυχία τού να λες «όχι» σε ζητήματα ελάσσονος σημασίας μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες σε αποφάσεις ήσσονος σημασίας. Ως συμβουλές αντίστασης παραθέτει περιπτώσεις όπου γνωστές προσωπικότητες του αρχαίου κόσμου –όπως ο Αγησίλαος, ο Θεμιστοκλής και ο Διογένης– έδειξαν τον τρόπο να αρνείται κανείς αιτήματα με σύνεση και ευγένεια, χρησιμοποιώντας ευφυΐα, λογική και χιούμορ, έτσι ώστε να αποφεύγονται οι περιττές συγκρούσεις.
Τα τρία στοιχεία συναντώνται και στο σήμερα, ειδικά στο TikTok, με χρήστες να στήνουν φανταστικά σενάρια στα οποία εξασκούν τις ικανότητές τους να λένε «όχι». Σταθήκαμε στο παράδειγμα ενός από τους πιο επιδραστικούς λογαριασμούς, αυτόν της Λόρα Γουέιλι. Η Καναδή δημιουργός επισημαίνει τη σημασία τού να θέτεις όρια σε ένα επαγγελματικό περιβάλλον μέσα από κωμικά σκετσάκια. Σε κάποιο από τα εκατοντάδες βίντεο του λογαριασμού «στηλιτεύει» τους προϊσταμένους που δεν σέβονται τα όρια και αναθέτουν εργασίες λίγο πριν από τη λήξη του ωραρίου – κάτι εντελώς παράλογο. Η ίδια η Γουέιλι έχει ταυτόχρονα τον ρόλο της αφεντικίνας και της εργαζομένης, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα από την εμπειρία της σε corporate περιβάλλον. Στη διάρκεια του διαλόγου, η εργαζόμενη υπερασπίζεται τον εαυτό της με σαφή και λογικά επιχειρήματα, αφήνοντας την αφεντικίνα στήλη άλατος. Ο Αργύρης παραδέχεται ότι καμιά φορά παρακολουθεί τέτοια βίντεο και ότι τον έχουν βοηθήσει.
Ανοίγει πόρτες
Το «όχι» δεν είναι απλώς μια ατομική επιλογή, αλλά ένας μηχανισμός αντίστασης απέναντι στη φρενήρη κουλτούρα της παραγωγικότητας, της υπερδέσμευσης και της διαρκούς έκθεσης. Ομως, η δυσκολία δεν είναι στο να σχηματίσουμε τη λέξη. Είναι στο πώς θα την εκφέρουμε χωρίς ενοχές, στο πώς θα αποδεχτούμε ότι δεν θα αρέσουμε σε όλους, στο πώς θα διαχειριστούμε τη σιωπή που ακολουθεί, το βλέμμα που μας αμφισβητεί, την απογοήτευση που ίσως γεννηθεί στον απέναντι. Γι’ αυτό και η τέχνη τού να λέμε «όχι» δεν βρίσκεται στην απόρριψη, αλλά στην επίγνωση ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να βαραίνουμε την ψυχή μας με ξένα φορτία. Διότι το «όχι» δεν κλείνει πόρτες∙ αντίθετα, ανοίγει εκείνες που οδηγούν σε μια πιο αυθεντική εκδοχή του εαυτού μας.
«Οχι» χωρίς ενοχές σε 5 βήματα
- Εξασκηθείτε πρώτα με άτομα που σας αποδέχονται.
- Το «όχι» δεν είναι τιμωρία ή τσακωμός.
- Ακόμα και αν απαντήσατε αρχικά θετικά, έχετε δικαίωμα να επανέλθετε.
- Προσπαθήστε όταν λέτε «όχι» να μην απολογηθείτε αμέσως μετά (μια πρόταση αρκεί).
- Αν δεν τα καταφέρατε σήμερα, δεν πειράζει, δοκιμάστε την επόμενη φορά.
Πρόδρομος Ταράσης, ψυχολόγος – ψυχοθεραπευτής, συμπαραγωγός των podcasts Narratives – Ιστορίες Ψυχοθεραπείας και Psychobiographes.

