Δεν αποτελεί κάποιου είδους μυστικό: πολλοί μισθωτοί συμφωνούν με τον εργοδότη τους ένα μέρος του μισθού να καταβάλλεται κάτω από το τραπέζι. Με τα «μαύρα», ο εργοδότης γλιτώνει ασφαλιστικές εισφορές και ο εργαζόμενος παίρνει κάτι παραπάνω στα «καθαρά» του έσοδα, αφού απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήματος – ενώ, με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να καθίσταται και δικαιούχος των κοινωνικών επιδομάτων. Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος.
Την άλλη όψη ο μισθωτός (ή και ο ελεύθερος επαγγελματίας που αποφασίζει να εμφανίζει μόνο ένα κομμάτι του πραγματικού του εισοδήματος στη φορολογική δήλωση) την αντικρίζει όταν έρχεται η ώρα να ζητήσει κάποιο δάνειο για την αγορά σπιτιού ή ακόμα και αυτοκινήτου. Τότε συνειδητοποιεί μία βασική αλήθεια: ότι, δηλαδή, το λεγόμενο «αξιόχρεο» έχει να κάνει και με την απάντηση στο ερώτημα «τι εισόδημα έχεις» – ή μάλλον πιο σωστά «τι εισόδημα δηλώνεις». Και δεν είναι μόνο αυτό: το «μαύρο» χρήμα επηρεάζει και το ύψος του διαθέσιμου εισοδήματος μετά τη συνταξιοδότηση. Διότι όσο περισσότερο είναι το αδήλωτο εισόδημα, τόσο λιγότερες είναι οι ασφαλιστικές εισφορές, με συνεπές αποτέλεσμα και η σύνταξη που προκύπτει να είναι χαμηλότερη.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι και αυτός που πληρώνει τα «μαύρα» και αυτός που τα εισπράττει γνωρίζουν ότι λειτουργούν εκτός νομιμότητας. Μετρούν όμως τα «υπέρ» και προχωρούν. Βέβαια, το ζητούμενο είναι να καταγραφούν και τα κατά.
Τα υπέρ και τα κατά
Το άμεσο οικονομικό όφελος από την είσπραξη αδήλωτων εισοδημάτων αποτελεί ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα της εν λόγω τακτικής. Οι εργαζόμενοι που αποφασίζουν να διατηρήσουν τα έσοδά τους αδήλωτα συνήθως απολαμβάνουν μεγαλύτερο καθαρό εισόδημα, καθώς δεν καταβάλλουν φόρους ή τέλη γι’ αυτά τα εισοδήματα. Αυτή η επιπλέον ρευστότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προσωπικές επενδύσεις ή αποταμιεύσεις. Ανοίγει δε ο δρόμος και για την είσπραξη σειράς κοινωνικών επιδομάτων, άρα και για περαιτέρω αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Η αδήλωτη αμοιβή προσφέρει αυξημένη ευχέρεια στη διαχείριση των χρημάτων. Οι εργαζόμενοι έχουν μεγαλύτερη ελευθερία στην κατανάλωση και στις επενδύσεις, καθώς το αδήλωτο εισόδημα τους επιτρέπει να διαχειρίζονται τα χρήματά τους πιο ευέλικτα. Παράδειγμα; Δεν χρειάζεται να παρουσιάζουν αυξημένες «ηλεκτρονικές πληρωμές», όπως συμβαίνει με τον εργαζόμενο που θα δηλώσει όλο του το εισόδημα.
Ο κίνδυνος των προστίμων και των ποινών από την εφορία ή το ασφαλιστικό ταμείο είναι, αναμφίβολα, ένα από τα σοβαρά «κατά» του μαύρου εισοδήματος. Πρέπει να καταγραφεί και η ηθική διάσταση: η αποφυγή φορολόγησης έχει αρνητικές επιπτώσεις για την κοινωνία, καθώς μειώνει τη δυνατότητα χρηματοδότησης υπηρεσιών που εξαρτώνται από τη φορολογία, όπως για παράδειγμα η περίθαλψη. Υπάρχουν όμως και μειονεκτήματα που φαίνονται άμεσα. Παράδειγμα η πολύ περιορισμένη δυνατότητα πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό. Πόσο έντονο γίνεται αυτές τις ημέρες που νέοι προσπαθούν να εκταμιεύσουν ένα επιδοτούμενο στεγαστικό δάνειο αλλά βλέπουν το αίτημα να απορρίπτεται λόγω πολύ χαμηλού εισοδήματος. Και η σύνταξη; Ας μην ξεχνάμε ότι κατά τη μνημονιακή περίοδο άλλαξε ριζικά ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης και πλέον λαμβάνονται υπόψη όλες οι αποδοχές από την πρώτη μέχρι την τελευταία ημέρα εργασίας. Όσο πιο χαμηλός ο μέσος όρος, τόσο πιο χαμηλή και η σύνταξη.

