Η διαφορά τού να κάνεις παγκόσμια περιοδεία στα 71 σου σε σχέση με το να κάνεις παγκόσμια περιοδεία στα 31 σου, λέει η Σίντι Λόπερ, είναι πέντε ώρες την ημέρα. Στα τριάντα της, η φωνή της μπορούσε και ξεδιπλωνόταν άνετα σε όλη την έκταση των τεσσάρων οκτάβων της, ενθουσιάζοντας ακόμα και όσους κάθονταν στην τελευταία σειρά των χώρων όπου τραγουδούσε: «Ήμουν κίλερ ως τραγουδίστρια. Μου πετούσες μια δεκάρα κι εγώ τραγουδούσα, σαν να ήμουν τζουκ μποξ», λέει με την κοριτσίστικη φωνή της και τη βαριά, στα όρια της καρικατούρας, μπρουκλινέζικη προφορά της. Τώρα, όμως, στα εβδομήντα της, ενώ βρίσκεται εν μέσω της παγκόσμιας αποχαιρετιστήριας περιοδείας της, χρειάζεται να αφιερώνει πέντε ώρες τη μέρα στη φωνητική και τη σωματική της άσκηση «μόνο και μόνο για να μπορώ να βγαίνω στη σκηνή και να τραγουδάω σαν δράκος που φτύνει φωτιές».
Με έπαιρναν για πόρνη
Η Λόπερ πέρασε όλη της τη ζωή δίνοντας μάχες για να της επιτρέπεται το να τραγουδάει με την εκρηκτική φωνή της. Στις αρχές της καριέρας της, όταν τα στελέχη της μουσικής βιομηχανίας ήθελαν να την πλασάρουν ως τη νέα Ντέμπι Χάρι ή οποιαδήποτε άλλη ήδη διάσημη τραγουδίστρια, εκείνη αντέτεινε: «Έχετε ήδη μια Ντέμπι Χάρι! Εμένα με λένε Σίντι Λόπερ». Όταν κάποιος της πρότεινε να τραγουδήσει ένα τραγούδι που είχε γραφτεί το 1979, το Girls just want to have fun, το οποίο στην αρχική του εκδοχή ήταν γραμμένο από μια αντρική οπτική για την εμμονή των γυναικών με το σεξ, η Λόπερ το μετέτρεψε σε έναν ευχάριστο φεμινιστικό ύμνο. Κι όταν ένα μέλος της μπάντας της τη βίασε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αρνήθηκε να του δώσει ικανοποίηση φεύγοντας από το συγκρότημα. «Ήθελαν τη δύναμη που είχε η φωνή μου. Δεν επρόκειτο να μου την πάρουν», λέει και ακούγεται ατρόμητη. Δεν της την πήραν. Κατά τη διάρκεια της 40ετούς καριέρας της, με όπλο τη φωνή της, κατάφερε να πουλήσει περισσότερους από 50 εκατομμύρια δίσκους, ενώ βραβεύτηκε με δύο Γκράμι και ένα Τόνι, το τελευταίο για το μιούζικαλ Kinky boots, στο οποίο έγραψε τη μουσική και τους στίχους.

Βρισκόμαστε στον επάνω όροφο ενός ρωσικού εστιατορίου στη Νέα Υόρκη, όχι μακριά από το διαμέρισμά της στο Άπερ Γουέστ Σάιντ. Πρόκειται για μια συντηρητική γειτονιά κι εγώ φαντάζομαι τη Λόπερ –με τα ροζ μαλλιά της, το χλωμό πρόσωπό της, που μοιάζει να έχει βγει από παράσταση ιαπωνικού θεάτρου καμπούκι, και τις πολύ «λοπερικές» ενδυματολογικές επιλογές– να ξεχωρίζει: «Σε καμία περίπτωση, περνώ απαρατήρητη μέσα στο πλήθος! Απλώς βάζω ένα καπέλο και δεν ανοίγω το στόμα μου», μου απαντά κακαρίζοντας. Σήμερα είναι ντυμένη μάλλον συντηρητικά· φοράει ένα μαύρο παντελόνι, μια ασπρόμαυρη μπλούζα και ένα μαύρο γιλέκο, ξεχωρίζοντας με τα ροζ μαλλιά και το κόκκινο κραγιονάκι της. «Πάντα πίστευα πως, όταν φοράς ένα κόκκινο κραγιονάκι, πρέπει το υπόλοιπο πρόσωπό σου να είναι σχεδόν άβαφτο. Και όμως, όταν το 1988 έβαφα τα χείλη μου κόκκινα, δεν μου επέτρεπαν την είσοδο σε ξενοδοχεία επειδή με έπαιρναν για πόρνη. Θέλεις να παραγγείλουμε το μαύρο ψωμί και το βούτυρο με το χαβιάρι;»
Πρέπει να παραγγείλουμε γρήγορα, καθώς η δίαιτα που ακολουθεί η Λόπερ κατά τη διάρκεια της περιοδείας της απαιτεί από εκείνη να παίρνει το δείπνο της έως τις 6 το απόγευμα νταν, παρότι εμένα μου φαίνεται τέλεια αδύνατη. «Είμαι λίγο χοντρή για τη δουλειά που κάνω», λέει. «Βλέπεις πόσο αδύνατοι είναι όλοι τώρα, άσε που τα ρούχα δεν φτιάχνονται για μεγαλοκοπέλες. Δεν θέλω να πρέπει να φορέσω κορσέ που θα με σφίγγει σαν λουκάνικο σε χοτ ντογκ την ώρα που θα τραγουδάω, ούτε να αρχίσω τα Ozempic. Λες να προλαβαίνουμε να παραγγείλουμε καμιά λαχανόσουπα μπορς;»
Χρονικά, είμαστε δύο εβδομάδες πριν από την ορκωμοσία του προέδρου Τραμπ. Σε μία από αυτές τις απίθανες «συναντήσεις εγκεφάλων» που συμβαίνουν μόνο στον σύγχρονο κόσμο των σελέμπριτι, η Λόπερ είχε γνωρίσει τον Τραμπ το 2009, ως παρουσιαστή του ριάλιτι The Celebrity Apprentice όπου ήταν καλεσμένη του. Στα απομνημονεύματά της, που κυκλοφόρησαν το 2012, τον περιγράφει ως «ευγενικό» και τα παιδιά του ως «καλά και εργατικά».
Δεδομένης της αντίθεσής του στα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙΑ+ και στις αμβλώσεις –θέματα που καταλαμβάνουν πολύ χώρο στην καρδιά της Λόπερ–, τι γνώμη έχει τώρα για εκείνον; Κατσουφιάζει. «Κοίτα, είναι ωραίο το να είσαι βασιλιάς. Κι αυτό είναι κάτι που, προφανώς, αρέσει και σ’ εκείνον. Δεν θέλω όμως να μιλήσω γι’ αυτόν, θέλω να μιλήσω για την περιοδεία μου και για το πώς η μουσική μου μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους και να τους δώσει χαρά».
Τα χρόνια της υπομονής
Γιατί κάνει τώρα την αποχαιρετιστήρια περιοδεία της; Άλλοι μουσικοί συνεχίζουν έως τα ογδόντα τους να είναι και ενεργοί και ακμαίοι. «Θέλω το αντίο μου να είναι σπουδαίο, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Υπάρχει, σίγουρα, η τέχνη τού να στέκεσαι ακίνητος και να τραγουδάς, αλλά εγώ δεν είμαι φτιαγμένη γι’ αυτό το πράγμα. Εγώ…» –ενώνει τα χέρια της και τα ανεβάζει ψηλά, σαν να θέλει να δείξει την κίνηση που κάνουν τα αεροπλάνα την ώρα που απογειώνονται στον ουρανό– «οπότε δεν ξέρω για πόσο καιρό ακόμη θα είμαι σε θέση να κάνω τα σόου που αισθάνομαι ότι μου ταιριάζουν». Όταν, δε, μια συναυλία της δεν πάει καλά, γίνεται ράκος. Οι θύμησες από την εμφάνισή της στο Γκλάστονμπερι το περασμένο καλοκαίρι –όταν η εμφάνισή της αμαυρώθηκε λόγω προβλημάτων στον ήχο– την κάνουν να ξεφυσά με στενοχώρια. «Δεν μπορούσα να ακούσω την μπάντα μου, κάτι που με έριξε τρομερά. Ήθελα πραγματικά να ήμουν άπαιχτη πάνω στη σκηνή».

Το να είναι άπαιχτη ήταν πάντα το ζητούμενο για τη Λόπερ, παρά –ή εξαιτίας– του, ειλικρινά, βαρύτατου τραύματος που έχει βιώσει. Η συνέντευξή μας υποτίθεται ότι θα διαρκούσε μόνο μία ώρα, αλλά η ιστορία της είναι τόσο ασυνήθιστη, που διήρκεσε σχεδόν τον τριπλάσιο χρόνο καθώς μου περιέγραφε το πώς συνέχισε, όπως η ίδια το έθεσε, «να ανεβαίνει τον Γολγοθά της».
Η Λόπερ μεγάλωσε στο Μπρούκλιν και στο Κουίνς. Έχει μια μεγαλύτερη αδερφή, την Έλεν, και έναν μικρότερο αδερφό, τον Φρεντ. Οι γονείς τους χώρισαν όταν όλοι τους ήταν ακόμη μικροί. Λίγο αργότερα, η Λόπερ εκδιώχθηκε από το σχολείο της. «Ήμουν εννέα ετών και είχα πολιτικές διαφορές με τον δάσκαλό μου», λέει. «Μου είπε ότι η μητέρα μου θα πήγαινε στην κόλαση επειδή είχε πάρει διαζύγιο. Του απάντησα: “Η μητέρα μου δεν θα πάει στην κόλαση, δεν ξέρεις καν τη μητέρα μου!”.
Την κάλεσαν, λοιπόν, και της είπαν ότι πιστεύουν πως δεν ανήκω σε αυτό το σχολείο λόγω του τρόπου που ζούσε». Η μητέρα της Λόπερ, μια καθολική Ιταλοαμερικανίδα, έστειλε στη συνέχεια την κόρη της στις καλόγριες, κάτι που πήγε ακόμα χειρότερα: «Με κράτησαν έξι μήνες, μέχρι που ρώτησα τις καλόγριες αν είχαν έμμηνο ρύση».
Είκοσι χρόνια αργότερα, κατά την πρώτη της περιοδεία στην Ιταλία, το 1983, δήλωσε στον τοπικό Τύπο: «Οι τρεις μεγαλύτεροι καταπιεστές των γυναικών είναι η οικογένεια, η Εκκλησία και η κυβέρνηση». Πώς αντέδρασαν οι Ιταλοί; «Σκέφτηκαν ότι ήμουν τρελή».
Μετά το διαζύγιο, η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε. Η Λόπερ γράφει στα απομνημονεύματά της πως ο πατριός της ήταν βίαιος και πως, όταν τσακωνόταν με τη μητέρα της, απειλούσε ότι θα βιάσει τη Σίντι και την Έλεν, που άκουγαν τα πάντα από το υπνοδωμάτιό τους. Στο βιβλίο, τον περιγράφει ως παιδόφιλο. «Είμαι επιζήσασα αιμομιξίας», λέει. «Υπήρξαν τρεις πατρικές φιγούρες που με κακοποίησαν. Ο ένας ήταν ο πατριός μου, που ήταν βίαιος με τη μητέρα μου· για τους άλλους δύο δεν μπορώ να μιλήσω, επειδή υπάρχουν άνθρωποι που ζουν ακόμη και θα επηρεαστούν αν τους ονοματίσω δημόσια». Στα απομνημονεύματά της αναφέρεται και στον παππού της ως παιδόφιλο, ενώ γράφει ότι ο πατριός της «αυνανιζόταν ακριβώς έξω από το παράθυρο του μπάνιου μας». «Δεν είμαι η μόνη που της συνέβη κάτι τέτοιο, συμβαίνει σε πολλά κορίτσια», λέει.

Η Λόπερ στα απομνημονεύματά της έφτασε να περιγράψει μέχρι και το πώς έπιασε τον πατριό της να την παρακολουθεί από την κλειδαρότρυπα την ώρα που εκείνη έκανε μπάνιο. Τότε ήταν που ξεχείλισε το ποτήρι. Πήρε την οδοντόβουρτσά της, μια αλλαξιά εσώρουχα, ένα μήλο και μια κόπια του βιβλίου-έργου εννοιολογικής τέχνης Grapefruit της Γιόκο Όνο που είχε κυκλοφορήσει το 1964 και έφυγε από το σπίτι.
Πήγε στην πόλη και εγκαταστάθηκε στο σπίτι της αδερφής της, Έλεν, η οποία είχε ήδη κάνει coming out ως λεσβία. «Έχε στο μυαλό σου ότι μιλάμε για τη δεκαετία του 1970 που ήταν μια τρομακτική εποχή [για να είσαι γκέι]· η Έλεν είχε μετακομίσει μακριά μας επειδή φοβόταν [την αντίδραση της οικογένειας]. Εγώ όμως της είπα: “Δεν μπορείς να με πετάξεις στον δρόμο, είμαι η αδερφή σου!”. Χρόνια αργότερα, η ερμηνεία της Λόπερ στο τραγούδι True colors, επηρεασμένη από έναν κοινό φίλο που είχαν με την Έλεν, ο οποίος πέθανε από AIDS τη δεκαετία του 1980, έγινε γκέι ύμνος. Το να έχει αδερφή την Έλεν, λέει, την έκανε να αναλάβει δράση για τα γκέι δικαιώματα, με τον ίδιο τρόπο που το να θωρεί τους αγώνες που έδινε η μητέρα της την έκανε φεμινίστρια: «Είδα γυναίκες σαν τη μητέρα μου να καταστρέφονται επειδή δεν είχαν πρόσβαση στην εκπαίδευση, επειδή δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να γίνουν οτιδήποτε άλλο παρεκτός από υπάκουες σύζυγοι και μητέρες που καθαρίζουν, μαγειρεύουν και στηρίζουν τους πάντες εκτός από τον εαυτό τους. Η μητέρα μου είχε μια όμορφη φωνή, κατάλληλη για τραγούδι, μπορούσε να σε κάνει να δακρύσεις. Τι να κάνουμε, όμως, τώρα; Πάει, πέρασε η ευκαιρία της, σωστά;» Χρόνια αργότερα, η Λόπερ θα έβαζε τη μητέρα της να παίξει σε πολλά από τα βιντεοκλίπ της, μεταξύ των οποίων και στο Girls just want to have fun, δείχνοντάς τη να απολαμβάνει την επιτυχία της κόρης της.
«Είδα γυναίκες σαν τη μητέρα μου να καταστρέφονται επειδή δεν είχαν πρόσβαση στην εκπαίδευση και δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να γίνουν οτιδήποτε άλλο παρεκτός από υπάκουες σύζυγοι και μητέρες».
Η Λόπερ το «είχε» από παιδί· όταν ήταν μόλις τεσσάρων ετών, τραγουδούσε κομμάτια από το μιούζικαλ South Pacific για τους γείτονές της κι εκείνοι την ασήμωναν με τις πενταροδεκάρες τους. Όταν έφυγε από το σπίτι της, άρχισε να τραγουδάει στα νάιτ κλαμπ του Λονγκ Άιλαντ με μια μπάντα που έπαιζε διασκευές. Ένα βράδυ, ενώ άραζε με το συγκρότημα σε ένα διαμέρισμα, ένας από τα μέλη του τη βίασε, ενώ δύο γυναίκες την κρατούσαν ακινητοποιημένη στο πάτωμα.
«Δεν ήμουν αρκετά δυνατή για να προστατεύσω τον εαυτό μου», λέει.
Δεν έφταιγες εσύ, της λέω.
«Το ξέρω. Αλλά θα έπρεπε να ήμουν. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να έχεις κάνει μαθήματα καράτε, ξέρεις».
Αργότερα, η Λόπερ ρώτησε τη μία από τις γυναίκες γιατί την κρατούσε τη στιγμή που ο άντρας –ο οποίος, μάλιστα, ήταν το αγόρι της συγκεκριμένης γυναίκας– της επιτέθηκε. «Τον αγαπώ και θέλω να τον κάνω ευτυχισμένο», απάντησε εκείνη. Όταν στη συνέχεια η Λόπερ τα εξιστόρησε όλα αυτά στα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος, δεν έγινε πιστευτή. «Δεν εγκατέλειψα την μπάντα επειδή δεν ήθελα να δώσω στον βιαστή μου τη δύναμη του να με κάνει να παραιτηθώ. Έτσι, τελικά, με απέλυσαν· μπορείς να το πιστέψεις;» λέει και ξεσπάει σε γέλια.
Το 1989, η Λόπερ έπεσε ξανά πάνω στον άντρα. Την πλησίασε και της είπε πόσο περήφανος ήταν με την επιτυχία της. Σκέφτηκε να πει κάτι, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει. Το κάρμα, αποφάσισε, ήταν αρκετό.
Η σύγκριση με τη Μαντόνα
Η Λόπερ ταλαιπωρήθηκε για χρόνια στα επαγγελματικά της, αναλαμβάνοντας ό,τι σχετική με το τραγούδι δουλειά τής καθόταν, ενώ παράλληλα δούλευε ως σερβιτόρα και, για ένα φεγγάρι, στο Screaming Mimi’s, το θρυλικό βιντατζάδικο της Νέας Υόρκης, από το οποίο κρατούσε πάντα στην άκρη τα καλύτερα ρούχα για να τα αγοράσει η ίδια.

Επίσης, πήγε στα δικαστήρια έναν πρώην μάνατζέρ της ο οποίος προσπάθησε να κοντρολάρει την πορεία της στη μουσική με ένα δεσμευτικό συμβόλαιο· ο δικαστής αποφάνθηκε υπέρ της Λόπερ, με τη χαρακτηριστική ρήση: «Αφήστε το καναρίνι να κελαηδήσει» (Let the canary sing), που έδωσε τον τίτλο στο βιογραφικό ντοκιμαντέρ της, το οποίο έγινε διαθέσιμο το 2023.
Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ, το She’s so unusual, το 1983, ήταν 30 ετών, με το τάιμινγκ να είναι ταυτόχρονα καλό και κακό. Καλό από την άποψη ότι το MTV είχε μόλις αρχίσει να γίνεται φαινόμενο και το κεφάτο, αναπολογητικά θρασύ και υποστηρικτικό για τις γυναίκες βιντεοκλίπ του Girls just want to have fun –το οποίο τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές έχει ξεπεράσει το 1,5 δισεκατομμύριο προβολές στο YouTube– έδινε στο μουσικό κανάλι το τέλειο περιεχόμενο. Κακό, επειδή περίμενε να έρθει η σειρά της και μια άλλη ποπ σταρ που τα έλεγε ωραία, προερχόταν από την εργατική τάξη και είχε καθολική ανατροφή. Ναι, την ίδια ακριβώς χρονιά, η Μαντόνα κυκλοφόρησε το ντεμπούτο άλμπουμ της, που περιλάμβανε το Borderline και το Lucky star, με τον Τύπο έκτοτε να συγκρίνει συνεχώς τις δύο τραγουδίστριες, παρουσιάζοντάς τες ως αντίπαλες.
«Η Μαντόνα είναι αλλουνού παπά Ευαγγέλιο· σπίρτο, πανέξυπνη. Πραγματικά σπουδαία εντερτέινερ. Μπορούσε και έπαιρνε ό,τι έκανε ο καθένας και με κάποιον τρόπο το έκανε δικό της. Όταν, λοιπόν, έβγαινες εσύ με το στιλάκι σου, ο κόσμος έλεγε: “Προσπαθείς να γίνεις η Μαντόνα;”. Κι έμενες κάγκελο». Ανασηκώνει τους ώμους της. Όπως και να ’χει, παρά την ήδη διογκούμενη σκιά που έριχνε πάνω στη Λόπερ η Μαντόνα, το She’s so unusual σημείωσε τεράστια επιτυχία. Ήταν γεμάτο με χιτ και τέσσερα από τα τραγούδια του σκαρφάλωσαν στην πρώτη πεντάδα των αμερικανικών ποπ τσαρτ –το Girls just want to have fun, το Time after time, το All through the night και το She bop, ο ύμνος της Λόπερ στον γυναικείο αυνανισμό–, κάτι που κατάφερνε για πρώτη φορά με το ντεμπούτο της γυναίκα καλλιτέχνιδα.
Στο άλμπουμ, σε ένα σημείο του She bop, η Λόπερ ακούγεται να χαχανίζει όταν τραγουδάει. Γιατί; «Λοιπόν, επειδή ήμουν μόνη μου στο στούντιο, έβγαλα το πουκάμισό μου και… γαργαλήθηκα». Είναι υπέροχο που, παρά το γεγονός ότι είχες βιώσει τέτοια κακοποίηση, ήσουν ακόμη σε θέση να αντλήσεις απόλαυση από το σώμα σου, που δεν είχες χάσει αυτή τη σύνδεση, λέω. «Δεν συνειδητοποίησα τι σημαίνει αυτό μέχρι που έγινα 40 ετών και πέθανε ένας στενός μου φίλος. Τότε πέρασα μια περίεργη, άσχημη φάση. Αλλά όλα είναι εντάξει τώρα».
Εκτός από τον Μπόι Τζορτζ («Τον λατρεύω») και την τραγουδίστρια της σόουλ Πάτι ΛαΜπελ, η Λόπερ λέει ότι δεν είχε πολλούς φίλους από τη μουσική βιομηχανία. «Δεν άραζα ποτέ με παρέες, επειδή πάντα δούλευα. Δουλεύεις, κοιμάσαι και μετά ξυπνάς και δουλεύεις ξανά. Δεν είχα ποτέ χρόνο για να πάω να πιω ένα ποτό και να διασκεδάσω σε ένα πάρτι· ήμουν πάντα σε ένα καμαρίνι και έκανα ασκήσεις φωνητικής». Δηλαδή δεν έκανε ποτέ τις υπερβολές που έκαναν οι άλλοι ποπ σταρ τη δεκαετία του 1980; Με κοιτάζει σαν να είμαι τρελή. «Αλίμονο, όχι! Δεν θα μπορούσα να τραγουδήσω τώρα!»

Το 1986, η Λόπερ κυκλοφόρησε το άλμπουμ True colors, ενώ το 1989 ακολούθησε το A night to remember, το οποίο περιλάμβανε την απολαυστική εκδοχή της στο I drove all night του Ρόι Όρμπισον. Οι πωλήσεις των δίσκων της, όμως, είχαν αρχίσει να κλονίζονται. Παράλληλα, οι κόντρες της με τα στελέχη των δισκογραφικών εταιρειών της δεν βοηθούσαν στο να ξεβαλτώσουν τα πράγματα. «Τσακωνόμουν συνέχεια. Οι τσακωμοί, βέβαιοι, δεν είναι αναγκαίοι. Μου πήρε λίγο χρόνο για να καταλάβω ότι, όταν κάποιος προτείνει κάτι που δεν θέλεις να κάνεις, μπορείς απλώς να πεις: “Πολύ ενδιαφέρον”». Τι έλεγε πριν το μάθει αυτό; «Μόνο αν μου κάνουν λοβοτομή».
Ανθεκτική σαν ατσάλι
Τη δεκαετία του 1980, κουμάντο στη μουσική βιομηχανία έκαναν οι «αρσενικοί σοβινιστές μαλάκες», για να χρησιμοποιήσω μια δική της έκφραση, τύποι που την πλησίαζαν και μύριζαν τα μαλλιά της («Ήμουν σε μια φάση “Άντε και γ******”») και επέμεναν να τη βλέπουν ως μια αναλώσιμη ποπ σταρ παρά ως την καλλιτέχνιδα που η ίδια ήξερε ότι ήταν. «Υπήρχε πολύς, πολύς σεξισμός τότε». Τώρα είναι καλύτερα τα πράγματα; «Σε καμία γ**ημένη περίπτωση!»
Ένα άλλο ζήτημα που ανέκυψε στην καριέρα της ήταν το ότι της άρεσε να τραγουδάει μουσική όλων των ειδών: τζαζ, μπλουζ, ποπ, ντανς, οτιδήποτε. Κι αυτό μπέρδεψε μια βιομηχανία που τότε προτιμούσε οι καλλιτέχνες να μένουν πιστοί σε ένα είδος. «Οι άνθρωποι βλέπουν τα πάντα σε μαύρο και άσπρο. Αλλά εγώ ξέρω ότι υπάρχει μια γκρίζα ζώνη. Κι εκεί είναι που ζω τη ζωή μου». Δεκαετίες αργότερα, δικαιώθηκε: το άλμπουμ της Memphis blues, που κυκλοφόρησε το 2010, έμεινε 13 εβδομάδες στο Νο 1 του αμερικανικού μπλουζ τσαρτ.
Στη Λόπερ αρέσει, επίσης, η υποκριτική τέχνη και ειδικότερα η κωμωδία, που πιστεύει ότι έχει ρυθμό, όπως η μουσική. Κέρδισε ένα Έμι για την εμφάνισή της στην αμερικανική κωμική σειρά Mad about you, που ήταν πολύ δημοφιλής τη δεκαετία του 1990, ενώ από την ενασχόλησή της με την υποκριτική είχε και παράπλευρα οφέλη. Στα γυρίσματα της ταινίας Off and running που βγήκε στις αίθουσες το 1991, χωρίς να σημειώσει μεγάλη επιτυχία, γνώρισε έναν όμορφο νεαρό ηθοποιό ονόματι Ντέιβιντ Θόρντον, ο οποίος στην ταινία έπαιζε έναν δολοφόνο – εκείνη ενσάρκωνε μια γοργόνα. Φλέρταραν και ένα βράδυ, ενώ βρίσκονταν στο ασανσέρ του ξενοδοχείου όπου έμεναν, τη φίλησε. Όταν έφτασε στο δωμάτιό της, του τηλεφώνησε στο δικό του και του είπε: «Θέλεις να ολοκληρώσεις αυτό που ξεκίνησες;». Φέτος θα γιορτάσουν την 34η επέτειό τους. «Οπότε υποθέτω ότι δεν ήταν μια ερωτική περιπέτεια κατά τη διάρκεια ενός κινηματογραφικού γυρίσματος. Έχει μια καρδιά από ατόφιο χρυσάφι», λέει χαμογελώντας.
Η Λόπερ ήταν 44 ετών όταν έφερε στον κόσμο τον γιο τους, τον Ντέκλιν. Πέρυσι ο Ντέκλιν, 27 ετών πλέον, εμφανίστηκε στο δικαστήριο όπου δήλωσε αθώος απέναντι σε κατηγορίες οπλοκατοχής που του απαγγέλθηκαν μετά από ένα περιστατικό με πυροβολισμούς στο Χάρλεμ. Το 2022, δε, τον είχαν συλλάβει όταν τον εντόπισαν στη θέση του οδηγού ενός διπλοπαρκαρισμένου αυτοκινήτου, που αποδείχθηκε ότι ήταν κλεμμένο. Η Λόπερ δείχνει να κουράζεται και να στενοχωριέται με την αναφορά στον γιο της. «Όλα καλά. Θα… Δεν θέλω να μιλήσω για τον γιο μου, αν μου το επιτρέπετε». Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τον Ντέκλιν φαίνεται να τον απασχολεί η μουσική. «Θέλει να γίνει μουσικός, αλλά δεν ξέρω τι πραγματικά θέλει να γίνει. Είναι πολύ ταλαντούχος. Θα μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Είναι γεννημένος ηθοποιός, αλλά ξέρετε πώς είναι αυτά».

Η Λόπερ προσπάθησε να κρατήσει τον Ντέκλιν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας όταν ήταν μικρός. «Δεν ήθελα να υπογράφω αυτόγραφα όταν ήμουν μαζί του, γιατί ένιωθε ότι οι άλλοι άνθρωποι με απομάκρυναν από εκείνον. Κι όταν ήμουν μαζί του, ήθελα να είμαι πραγματικά μαζί του». Πρέπει να είναι δύσκολο για τα παιδιά των επωνύμων το να αισθάνονται ότι πρέπει να μοιράζονται τους γονείς τους, λέω. Μένει για λίγο σιωπηλή πριν απαντήσει. «Το ξέρω. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό, αλλά και το ότι οι άνθρωποι σε κρίνουν. Σκέφτονται για σένα αυτό και το άλλο. “Γιατί δεν ζεις σε έπαυλη;”, “Γιατί δεν κάνεις αυτό;”. Ξέρεις, ένιωθα άσχημα [για τον Ντέκλιν] που δεν είχε για μάνα τη Μαντόνα, επειδή η Μαντόνα ήταν πολύ επιτυχημένη. Δεν ξέρω».
Η Λόπερ έχει αφιερώσει δεκαετίες από τη ζωή της στον ακτιβισμό και έχει ιδρύσει δύο μη κερδοσκοπικές οργανώσεις: την True Colors United το 2008, για την αντιμετώπιση του προβλήματος των άστεγων ΛΟΑΤΚΙΑ+ νέων, και την Girls Just Want to Have Fundamental Rights το 2022, για τη συγκέντρωση χρημάτων που διοχετεύονται σε σκοπούς σχετικούς με την αναπαραγωγική υγεία των γυναικών. Συνεχίζει, επίσης, να φτιάχνει νέα μουσική. Το 2013 κέρδισε το βραβείο Τόνι Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής για το μιούζικαλ Kinky boots. Έχει έτοιμη, επίσης, μια θεατρική διασκευή της ταινίας Εργαζόμενο κορίτσι. Την έχει μετατρέψει σε μιούζικαλ και η περιοδεία της θα ξεκινήσει στις ΗΠΑ το φθινόπωρο.
«Ένιωθα άσχημα για τον γιο μου που δεν είχε για μάνα τη Μαντόνα, επειδή η Μαντόνα ήταν πολύ επιτυχημένη».
«Ξέρεις ότι τη δεκαετία του 1980 ήθελαν να παίξω στην ταινία, σωστά;» λέει. Τον ρόλο της Μέλανι Γκρίφιθ; «Ναι. Αλλά δεν ήθελα να το κάνω, γιατί στη σκέψη ότι θα βρισκόμουν σε ένα γραφείο, έστω και ψεύτικο, πάθαινα νευρικό κλονισμό». Η Γκρίφιθ όντως ακουγόταν σκανδαλωδώς σαν τη Λόπερ σ’ εκείνη την ταινία. «Συνέβη κάτι περίεργο», λέει. «Είχαμε συναντηθεί με την Γκρίφιθ σε ένα πάρτι και είχε αρχίσει να μου μιλάει λες και το έκανε μόνο και μόνο για να με ακούει να μιλάω», λέει η Λόπερ, που ακούγεται στα αυτιά μου ακριβώς σαν την Γκρίφιθ στην ταινία – αν και μάλλον το αντίστροφο ισχύει.
Η Λόπερ μπορεί να τελειώνει μια και καλή με τις περιοδείες, αλλά «σίγουρα δεν» αποσύρεται. Αυτή η ακατάπαυστη επιθυμία της να συνεχίζει να υπάρχει στα πράγματα δεν πρόκειται να εξασθενήσει ποτέ. «Ο κόσμος με ρωτάει “Πώς νιώθεις;”. Δεν ξέρω τι να πω. Απλώς σηκώνομαι από το κρεβάτι μου και συνεχίζω, γιατί έτσι πρέπει».

