Ετοίμασαν βιαστικά τα μπαγκάζια τους υπό τον απειλητικό ήχο των σειρήνων. Αποχαιρέτησαν ακούσια συντρόφους και ηλικιωμένους γονείς. Οδήγησαν περί τα 2.000 χιλιόμετρα με χιονόπτωση και πιεστικά ερωτήματα από τα παιδιά τους στο πίσω κάθισμα. Έκτοτε κυκλοφορούν στην Αθήνα και διεκδικούν μια θέση σε αυτήν. Με το Google Translate ανά χείρας, περιμένουν υπομονετικά σε ουρές δημόσιων υπηρεσιών και νοσοκομεία, συντροφεύουν τα παιδιά τους σε παιδικές χαρές και παραλίες της Αττικής. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ώθησε εκατομμύρια αμάχους να εγκαταλείψουν τη χώρα πριν από ακριβώς τρία χρόνια. Σχεδόν το 90% των προσφύγων, βάσει των επίσημων υπολογισμών, είναι γυναίκες και παιδιά. Πολλοί κατευθύνθηκαν στην όμορη Πολωνία και στην Κεντρική Ευρώπη, ορισμένοι όμως ήρθαν και στη χώρα μας. Συναντήσαμε, λοιπόν, τρεις γυναίκες από την Ουκρανία, που δεν έχουν επιτρέψει το τραύμα του πολέμου να τις οδηγήσει στην παραίτηση. Η Ναταλία, η Τετιάνα και η Ναταλία μάς μιλούν για τη χαμένη άνοιξη του 2022, τη νέα τους ζωή στην Ελλάδα και την πηγή της δύναμής τους.
«Βρήκα ανθρώπους με μεγάλη καρδιά»
Τετιάνα Τκατς, 34 ετών, λογίστρια

Τα μηνύματα χτυπούσαν από τις τέσσερις το πρωί της 24ης Φεβρουαρίου στο κινητό της Τετιάνα Τκατς. «Ανυποψίαστη για το τι είχε συμβεί, χαμήλωσα το κινητό, είχα ακόμα μία ώρα μέχρι να χτυπήσει το ξυπνητήρι», διηγείται σήμερα, σε άπταιστα ελληνικά, η 34χρονη γυναίκα από το Τσερνιβτσί. «Δούλευα τότε στο λογιστήριο μιας εταιρείας διανομής φυσικού αερίου, ήταν μια υπεύθυνη θέση, ήταν αδύνατον να διακτινιστώ μέσα σε μία μέρα». Χρειάστηκαν δύο εβδομάδες εν μέσω βομβαρδισμών και γενικευμένου πανικού για να κλείσει όλες τις εκκρεμότητες. «Πριν από οκτώ χρόνια είχα γνωρίσει μια κοπέλα από το Ντόνετσκ, που είχε φύγει από την πόλη της λόγω του πολέμου στην Κριμαία. “Δεν ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να μαζέψεις όλη σου τη ζωή σε δύο βαλίτσες”, μου είχε πει τότε. Τα λόγια της αντηχούσαν στα αυτιά μου καθώς έφευγα εκείνο το πρωινό της 6ης Μαρτίου».
Ένας φίλος οδήγησε την Τετιάνα και τον εξάχρονο γιο της έως τα σύνορα με τη Ρουμανία (μία ώρα απόσταση) και μετά οι δυο τους συνέχισαν με τα πόδια. Ένας Ρουμάνος αστυνομικός στη θέα μιας γυναίκας και ενός μικρού παιδιού που περπατούσαν στους -10 βαθμούς, μέσα στο χιόνι, τους πλησίασε ανήσυχος και τους συνόδευσε μέχρι το σημείο μετεπιβίβασης, ένα καφέ, απ’ όπου θα επιβιβάζονταν σε ένα βαν για την Ελλάδα. «Η μητέρα μου ζει στην Ιταλία, αλλά υπήρχε ένα άλλο συγγενικό πρόσωπο στην Αθήνα, που θα μας φιλοξενούσε».
Από το Τσερνιβτς στη Γλυφάδα
Στην Αθήνα ο μικρός Αλέξανδρος παρακολουθούσε αρχικά το ουκρανικό σχολείο τρεις φορές την εβδομάδα και εν συνεχεία ξεκίνησε στο διαπολιτισμικό. Δύο μήνες μετά την άφιξή τους, η Τετιάνα διαπίστωσε ότι ο γιος της μιλούσε ήδη ελληνικά. Η ίδια προσπαθούσε να βγάλει τα προς το ζην. «Όσες ήξεραν να κάνουν κάτι με τα χέρια τους –ήταν κομμώτριες ή μανικιουρίστες– ήταν σε εκείνη τη φάση τυχερές, γιατί μπορούσαν εύκολα να βγάλουν ένα μεροκάματο», σημειώνει. «Εγώ είμαι λογίστρια, όμως, δεν ήξερα τη γλώσσα και το πτυχίο μου δεν αναγνωρίζεται εδώ, οπότε ξεκίνησα καθαρίζοντας σπίτια». Όσο καθάριζε, η Τετιάνα άκουγε ελληνική μουσική, προκειμένου να εξοικειωθεί με τη γλώσσα. «Λόγω της συχνής επανάληψης φράσεων –“σε αγαπώ, πεθαίνω για σένα”– δεν κατάφερα να κάνω μεγάλη πρόοδο. Για μένα είναι αυτονόητο ότι πρέπει να μιλάς τη γλώσσα της χώρας που ζεις», λέει και γι’ αυτό έκανε εγγραφή στο διδασκαλείο ελληνικής γλώσσας στη Φιλοσοφική Αθηνών, όπου παρακολούθησε μαθήματα για δύο χρόνια. «Την επόμενη σεζόν έπιασα πρωινή δουλειά σε σούπερ μάρκετ, μετά είχα τα σπίτια και δύο φορές την εβδομάδα ανέβαινα στου Ζωγράφου. Τις ασκήσεις τις έκανα αργά το βράδυ ή ακόμα και μέσα στο μετρό», περιγράφει. «Συχνά έπαιρνα μαζί μου το παιδί, γιατί δεν είχα πού να το αφήσω». Στην Ελλάδα όμως, όπως λέει, νιώθει ότι βρήκε «ανθρώπους με μεγάλη καρδιά» που την βοήθησαν.
Τον Ιούλιο του 2022, χάρη στην εργατικότητά της και την υποστήριξη από το πρόγραμμα Helios, νοίκιασε το δικό της διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας. «Είχε ωραία θέα, ήταν όμως μια δύσκολη γειτονιά, εγώ φοβόμουν όταν επέστρεφα αργά και υπολόγιζα ότι θα ήταν επικίνδυνο αργότερα και για το παιδί», αναφέρει. «Έβαλα, λοιπόν, στόχο να μετακινηθούμε σε κάποιο προάστιο, πιο ήσυχα». Χάρη στη σχέση εμπιστοσύνης που είχε δημιουργήσει με μια Ελληνίδα, νοίκιασε από εκείνη ένα διαμέρισμα στη Γλυφάδα. Εκεί βρήκε και νέα δουλειά σε ένα πολυκατάστημα ρούχων. «Εδώ νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια και τα ελληνικά του γιου μου έχουν απογειωθεί, καθώς βρίσκεται σε μια τάξη σχεδόν μόνο με Έλληνες».
Στο μεσοδιάστημα, η Τετιάνα επισκέφτηκε για λίγες μέρες την πατρίδα της, προκειμένου να δει συγγενείς και να ρυθμίσει γραφειοκρατικά ζητήματα. «Ο γιος μου έχει μνήμες από την πόλη μας και σχεδιάζουμε να την επισκεφτεί φέτος το καλοκαίρι», επισημαίνει. «Οι συμπατριώτες μου λένε ότι έχουν συνηθίσει να ζουν σε συνθήκες πολέμου, όμως, ακόμη είναι πολύ επικίνδυνα· την τελευταία φορά που ήμασταν εκεί, υπήρξαν ανήλικα θύματα αεροπορικής επιδρομής».
«Ποιος θα ξαναχτίσει αυτή τη χώρα;»
Πολλοί φίλοι της που μετανάστευσαν σε Ευρώπη και Καναδά τη ρωτούν πώς τα περνούν στην Ελλάδα, «που είναι μια φτωχή χώρα». «Εκπλήσσονται όταν τους λέω ότι τα πηγαίνουμε περίφημα», λέει με νόημα η Τετιάνα, που θέλει να συνεχίσει τη ζωή της στην Αθήνα. «Το παιδί μου πρέπει να τελειώσει το σχολείο εδώ, δεν θα τον ωφελήσει μια νέα αλλαγή· εγώ δεν θα ήθελα να γυρίσω σε δέκα χρόνια και να αρχίσω τα πάντα από την αρχή». Άλλωστε, «η καθημερινότητά μας και πριν από τον πόλεμο δεν ήταν τέλεια, είχαμε προβλήματα στην Ουκρανία, τώρα οι αλλαγές είναι δραστικές». Το κόστος ζωής στην Ουκρανία έχει εκτοξευθεί. «Αρκεί να σας πω ότι μια εξάδα αυγά κοστίζει 5 ευρώ». Ο πληθυσμός έχει συρρικνωθεί. «Υπολογίζουν μια μείωση πληθυσμού περί τα 8 εκατομμύρια, εκ των οποίων πολλοί έφυγαν αλλά και πάρα πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν στο μέτωπο», διευκρινίζει. «Ποιος θα ξαναχτίσει τη χώρα;»
Σε τι οφείλεται η δική της ψυχική ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα; «Δεν φοβήθηκα ποτέ τη δουλειά ούτε ποτέ ντράπηκα, για παράδειγμα, να μιλήσω ελληνικά για να αποφύγω κάποιο λάθος», απαντά λίγο πριν αποχαιρετιστούμε, καθώς έχει πλέον σχολάσει το 3ο Δημοτικό της Γλυφάδας. «Ο γιος μου είναι η μεγάλη μου δύναμη αλλά και το κίνητρό μου για να βελτιώνομαι. Θέλω να του προσφέρω την καλύτερη δυνατή ποιότητα ζωής και με τις πράξεις μου να του δίνω κάθε μέρα το καλό παράδειγμα».
«Οι φίλοι μου έχουν διασκορπιστεί ανά την υφήλιο»
Ναταλία Παλίι, 45 ετών, σχεδιάστρια ποδηλάτων

«Εγώ θα φύγω από εδώ ακόμα και μόνη μου». Με αυτή την αποφασιστική δήλωση η 13χρονη, τότε, κόρη της Ναταλίας Παλίι έδωσε φωνή στις σκέψεις των γονιών της. «Είχε προηγηθεί ο βομβαρδισμός μιας κεντρικής πλατείας περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από εμάς», θυμάται σήμερα η Ναταλία. «Το σπίτι σείστηκε, το παιδί τρόμαξε πολύ». Η οικογένεια από το Χάρκοβο ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι της μετανάστευσης λίγες μέρες μετά τη ρωσική επίθεση. «Το καλό στη δική μας περίπτωση είναι ότι ο άνδρας μου δεν είναι Ουκρανός, οπότε φύγαμε όλοι μαζί», εξηγεί η 45χρονη γυναίκα. Η πρώτη στάση έγινε στη Βουλγαρία, απ’ όπου κατάγεται εκείνος. «Εκεί ζήσαμε κάποιες μέρες ήρεμα, όμως ένιωσα ότι η χώρα έχει μείνει πολλές δεκαετίες πίσω και δεν θα ήθελα να μεγαλώσουν τα παιδιά μου σε ένα τέτοιο περιβάλλον». Συνέχισαν, λοιπόν, το οδικό τους ταξίδι προς τον νότο. «Τον επόμενο μήνα νοικιάσαμε μέσω Airbnb ένα σπίτι σε χωριό έξω από τη Λαμία, γιατί θέλαμε να είμαστε μακριά από τη βοή των αστικών κέντρων». Η παραμονή τους εκεί δεν ήταν ρόδινη και αμφιταλαντεύονταν σχετικά με το επόμενο βήμα τους. «Τότε γνωρίσαμε τη Δάφνη και όλα άλλαξαν», λέει με συγκίνηση η Ναταλία. «Η Δάφνη έχει ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο στο Ξυλόκαστρο και πρότεινε να μας φιλοξενήσει για έναν μήνα». Μέχρι και σήμερα η Ναταλία περιγράφει τις ημέρες της στο Ξυλόκαστρο ως τις πιο ευτυχισμένες στην Ελλάδα και χαρακτηρίζει τη φιλόξενη ξενοδόχο ως τη «μοναδική της φίλη» στη νέα της ζωή.
Κοινωνικοποίηση μετ’ εμποδίων
Τα τελευταία δύο χρόνια, η Ναταλία με τις δύο της κόρες, 9 και 16 ετών, τον σύζυγο και τον σκύλο τους έχουν μετακομίσει στα νότια προάστια. «Η μικρότερη κόρη μου φοιτά σε διεθνές ιδιωτικό σχολείο και έχει προσαρμοστεί καλά: έχει κάνει πολύ μεγάλη πρόοδο, μιλάει απταίστως αγγλικά, μαθαίνει ελληνικά, κάνει πολλές δραστηριότητες», σχολιάζει η ίδια. «Με τον πατέρα μου διατηρούμε ένα εργοστάσιο ποδηλάτων στο Χάρκοβο, εγώ είμαι η σχεδιάστρια των μοντέλων και εκεί είναι η μονάδα παραγωγής», εξηγεί η Ναταλία, που συνεχίζει από την Αθήνα να εργάζεται για τα δίκυκλά τους. «Έχουμε φτάσει σε ένα επίπεδο εφάμιλλο ευρωπαϊκών εταιρειών». Το ενδιαφέρον, ωστόσο, στην εμπόλεμη χώρα για αγορά ποδηλάτων είναι ισχνό τη δεδομένη στιγμή. «Το ευκταίο θα ήταν σταδιακά να καταφέρουμε να εξάγουμε στην υπόλοιπη Ευρώπη».
Η Ναταλία μιλάει αγγλικά, αλλά δεν έχει προχωρήσει με τα ελληνικά. «Παρακολουθώ μαθήματα, αλλά χρειάζομαι περισσότερη εξάσκηση. Εδώ, όταν πάω να μιλήσω ελληνικά, όλοι μου απαντούν ευγενικά στα αγγλικά», λέει γελώντας. Το βασικό εμπόδιο για την ίδια, επομένως, είναι η κοινωνικοποίηση, η δημιουργία νέου κύκλου. «Γνωρίζω συμπαθείς ανθρώπους, όμως ο καθένας έχει ήδη τη ζωή του, είναι δύσκολο να σε εντάξει σε αυτήν». Στον ελεύθερο χρόνο εξελίσσει το αγαπημένο της χόμπι, τη φωτογραφία. «Συναντιόμαστε τακτικά με άλλες συμπατριώτισσές μου, με τις οποίες συμμετείχαμε σε ένα παλιό πρότζεκτ φωτογραφίας της IRC Hellas, και οργώνουμε τις γειτονιές της Αθήνας με τις φωτογραφικές μας μηχανές ανά χείρας».
Από καιρού εις καιρόν πηγαίνει στο Χάρκοβο, όπου ζουν οι ηλικιωμένοι γονείς· εκεί διαπιστώνει πολλές αλλαγές. «Ήμασταν πάντοτε μια βιομηχανική πόλη με κλειστούς ανθρώπους, τώρα όμως ο κόσμος έχει γίνει πιο προσηνής, φιλικός και ομιλητικός», αναφέρει ενδεικτικά. «Αντίστοιχα, τον Αύγουστο εντυπωσιάστηκα από πολλά νέα και πολυτελή εστιατόρια, π.χ. με σούσι, που άνοιξαν στην πόλη μου». Ωστόσο, δεδομένου ότι από τον Σεπτέμβρη και μετά οι πολεμικές επιχειρήσεις έχουν πάρει μια διαφορετική τροπή, δεν ξέρει ποια είναι η επικρατούσα ατμόσφαιρα τώρα στο Χάρκοβο.
Τι σκέφτεται για το μέλλον; «Για τη μικρή μου κόρη το καλύτερο είναι να μείνει στην Ελλάδα, η μεγάλη ονειρεύεται να είναι μαζί με τους παλιούς της φίλους, οι οποίοι ωστόσο έχουν διασκορπιστεί ανά την υφήλιο, όπως άλλωστε και οι δικοί μου» απαντά προβληματισμένη, προσθέτονας ότι εκτός απ’ τους φίλους της λείπουν και οι παλιοί της συνάδελφοι και η ρουτίνα της δουλειάς στο γραφείο. Όσο για τον σύζυγό της, «είναι ένας ευτυχής τηλεργαζόμενος από το μπαλκόνι μας».
«Όλα αλλάζουν, αλλάζει η χώρα μου, αλλάζω και εγώ»
Ναταλία Κολεσνίκοβα, 37 ετών, δικηγόρος

«Πριν κλειδώσω την πόρτα του σπιτιού μου στο Κίεβο, πότισα όλα μου τα λουλούδια, ήθελα να τους πω “μείνετε ζωντανά, γιατί θα γυρίσω”». Η Ναταλία Κολεσνίκοβα κάθεται απέναντί μου σε ένα καφέ στο Νέο Φάληρο, ακριβώς τρία χρόνια από εκείνη τη στιγμή που έκλεισε το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ζωής της. Συναντιόμαστε στη διάρκεια του lunch break της δουλειάς της, δύο ώρες προτού παραλάβει τον εξάχρονο γιο της από το σχολείο. Η 37χρονη δικηγόρος μιλάει για όσα μεσολάβησαν από την άνοιξη του 2022 μέχρι σήμερα, τα αξιολογεί με την οξυδέρκεια που μας δίνει η χρονική απόσταση, αλλά κάποιες στιγμές τα συναισθήματα την κατακλύζουν και η φωνή της «σπάει».
Λίγες μέρες πριν από την επίθεση της Ρωσίας, η Ναταλία συζητούσε με την παρέα της για την πολιτική κατάσταση· οι περισσότεροι ήταν συγκρατημένα αισιόδοξοι. «Εγώ όμως και μια φίλη μου είχαμε ήδη ετοιμάσει τις βαλίτσες και τα έγγραφα μας». Λίγα 24ωρα αργότερα, οι φόβοι τους επιβεβαιώθηκαν. Η Ναταλία βρέθηκε μαζί με τον γιο της ακινητοποιημένη μαζί με χιλιάδες Ουκρανούς στον αυτοκινητόδρομο. «Η φίλη μου κατευθυνόταν στο χωριό της στα δυτικά και μας παρότρυνε να την ακολουθήσουμε». Η Ναταλία θυμάται την ολιγοήμερη παραμονή τους εκεί ως μια γαλήνια παρένθεση στη μεγάλη τους περιπέτεια, η οποία έκλεισε βίαια, όταν χτύπησαν και εκεί οι σειρήνες του πολέμου.
Το ταξίδι της προσφυγιάς
Μαμά και γιος συνέχισαν το ταξίδι τους για την Ελλάδα, όπου ζούσε μια φιλική οικογένεια. Η οδήγηση περίπου 2.000 χιλιομέτρων, συχνά με χιονόπτωση, δεν ήταν για εκείνη μια εύκολη υπόθεση. «Είχα πολλά χρόνια δίπλωμα, αλλά όχι την ανάλογη οδηγική εμπειρία ειδικά στο εξωτερικό». Όσο οδηγούσε, το σώμα της ήταν τεντωμένο και πονούσε. Διανυκτέρευαν σε ξενοδοχεία καθ’ οδόν, «το παιδί ξυπνούσε και φώναζε “θέλω να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου”». Όταν πλέον, πέντε μέρες αργότερα, έφτασε στην Ελλάδα, ανέβασε το χειρόφρενο, το σώμα της χαλάωσε και έκλαιγε για ώρες.
Η Ναταλία, όπως η πλειονότητα των Ουκρανών, πίστευε ότι η κατάσταση θα αποκλιμακωθεί σύντομα, οπότε αξιοποίησε την προσωρινή άδεια παραμονής 90 ημερών, που δόθηκε αυτόματα στους Ουκρανούς πολίτες στην Ε.Ε. «Λίγο πριν από την εκπνοή της προθεσμίας, έκανα αίτηση για άδεια παραμονή και την επομένη με κάλεσαν». Το κατεξοχήν δυσεπίλυτο πρόβλημα στην περίπτωσή της ήταν η στέγη, παρά το πλήθος των προγραμμάτων. «Επικοινώνησα με κάποιους Έλληνες που δήλωναν ότι ήθελαν να παραχωρήσουν ένα άδειο ακίνητό τους σε πρόσφυγες, οι οποίοι ωστόσο, αφού καθυστερούσαν με διάφορα προσχήματα τη διαδικασία, αποφάνθηκαν έναν μήνα αργότερα ότι δεν θα μου το έδιναν, διότι φοβούνταν την εφορία», εξηγεί. «Μάταια τους αντιπρότεινα να τους πληρώνω ένα χαμηλό ενοίκιο· ήταν ανένδοτοι». Απογοητευμένη, έκανε αιτήσεις παντού. «Στο τέλος έκανα ένα ποστ στο Facebook, ζητώντας έστω ένα δωμάτιο». Τελικά, υπενοικίασε ένα στούντιο από μια συμπατριώτισσά της. «Την περίοδο εκείνη μας είχε επισκεφθεί η μαμά μου, οπότε εγώ κοιμόμουν στο πάτωμα». Έγινε, λοιπόν, σαφές στη Ναταλία ότι η προσαρμογή στην Ελλάδα, όπου δεν δίνεται κανένα οικονομικό βοήθημα, δεν θα ήταν απρόσκοπτη. «Όσοι Ουκρανοί έμειναν εδώ είτε είχαν συγγενείς είτε την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθούν στο κόστος ζωής· εγώ δεν ανήκα σε καμία από τις δύο κατηγορίες». Το βιογραφικό της, όμως, αλλά και η προσωπικότητά της θα γίνουν η δική της σανίδα σωτηρίας.
Ανώτερη όλων των προσδοκιών
«Πολλοί συμπατριώτες μου θέλησαν να ανασυστήσουν τις εταιρείες τους· δυσκολεύονταν όμως με τη γλώσσα και και με το φορολογικό σύστημα». Εκείνη, που στην Ουρκανία ήταν σύμβουλος επιχειρήσεων, μιλάει απταίστως αγγλικά και ως νομικός εύκολα αποκωδικοποίησε το ελληνικό σύστημα. «Έτσι, η πρώτη μου δουλειά ήταν να υποστηρίξω αυτές τις επιχειρήσεις», σημειώνει η ίδια, που σήμερα εργάζεται σε ελληνική συμβουλευτική εταιρεία. Από τους πρώτους κιόλας μήνες η Ναταλία συμμετείχε σε προγράμματα ΜΚΟ. «Στην Ελλάδα τόλμησα να κάνω πράγματα που πάντα ήθελα», αναφέρει. «Αξιοποίησα την ευκαιρία να εξελίξω τη δεξιότητα να δίνω δημόσιες ομιλίες». Η ικανότητα της Ναταλίας αποδείχθηκε ανώτερη όλων των προσδοκιών· τώρα εργάζεται ως ομιλήτρια και εκπαιδεύτρια, παρακολουθεί εκπαίδευση σε διεθνή οργανισμό, για να γίνει πιστοποιημένη life coach γυναικών. Παράλληλα, ετοιμάζεται να λανσάρει στο ίντερνετ μια δική της επιχειρηματική ιδέα, μια σειρά με χειροποίητες τσάντες.
«Ενώπιον μεγάλων προσωπικών τραγωδιών, όπως είναι και ο πόλεμος, έχουμε πάντοτε δύο επιλογές: να παραιτηθούμε και να γίνουμε θύματα ή να συνεχίσουμε να παλεύουμε και να γίνουμε επιζώσες. Εγώ επέλεξα το δεύτερο. Κάποιες μέρες δεν ήξερα πού θα μείνουμε ή τι θα φάμε την επομένη. Τρεις φορές λύγισα και είπα μέσα μου “θα γυρίσουμε”. Και τις τρεις φορές έγιναν την επομένη βομβαρδισμοί στο Κίεβο και μεταξύ των θυμάτων ήταν και παιδιά. Τότε ένιωσα ότι δεν είχα το δικαίωμα αυτό, να θέσω δηλαδή σε κίνδυνο τη ζωή του παιδιού μου λόγω δικής μου λιγοψυχίας. Γι’ αυτό μείναμε, ο γιος μου είναι το πιο ισχυρό μου κίνητρο».
Μια δεύτερη μετανάστευση
«Η ζωή στο εξωτερικό είναι μια πρόκληση». Όμως, η ίδια βλέπει τα πολλά σημαντικά βήματα που έχουν κάνει και οι δύο στην Ελλάδα. «Ένας άνθρωπος μπορεί να αλλάξει σε τρεις συνθήκες: λόγω πολέμου, μέσω της ψυχοθεραπείας ή αν ζήσει έναν μεγάλο έρωτα». Τα τελευταία δύο χρόνια, μαμά και γιος ζουν στο Νέο Φάληρο. «Ήρθαμε εδώ για περισσότερη ασφάλεια και για την ατμόσφαιρα της γειτονιάς. Στο νηπιαγωγείο είχε κάποιες δυσκολίες, τώρα στο Δημοτικό όλα κυλούν ομαλά: φοιτά στο ολοήμερο, μαθαίνει καράτε και στα γενέθλιά του κάναμε πάρτι με όλη την τάξη. Είναι έξι χρονών και μιλάει τέσσερις γλώσσες∙ αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ αν ήμασταν στην Ουκρανία».
Οι σκέψεις για επιστροφή στην πατρίδα είναι αναμενόμενες, λειτουργούν, όμως, σαν τροχοπέδη. «Η αμφιταλάντευση έχει ως συνέπεια να αναστέλλουμε αέναα τα σχέδιά μας, αλλά αυτό μας κάνει κακό, χρειαζόμαστε ως άνθρωποι στόχους», σχολιάζει. «Επιθυμώ διακαώς να σταματήσει ο πόλεμος, αποφάσισα όμως να ζήσω εδώ και κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ εδώ». Η ζωή της στο Κίεβο ήταν αξιοζήλευτη και η ίδια δεν σκόπευε ποτέ να μεταναστεύσει. «Όσο περνούν οι μήνες, όλα αλλάζουν, αλλάζει η χώρα μου, αλλάζω και εγώ», υπενθυμίζει. «Είναι μεγάλο λάθος να σκεφτόμαστε ότι, αν ο πόλεμος τελειώσει, θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε την ίδια ζωή που είχαμε. Αντίθετα, θα κληθούμε να αρχίσουμε πάλι από την αρχή, θα είναι σαν μια δεύτερη μετανάστευση».

