Για να φωτογραφίσεις ως μαύρος στη Νότια Αφρική την περίοδο του απαρτχάιντ, έπρεπε να είσαι αόρατος. Να μην καταλάβουν τα μέλη της λευκής φυλής πως τους «συλλαμβάνεις» με τον φακό σου, ούτε και οι αστυνόμοι της διαβόητης SAP, που μπορεί να σε σταματούσαν στον δρόμο μόνο και μόνο επειδή τόλμησες να καθίσεις σε ένα παγκάκι που προοριζόταν «μόνο για Ευρωπαίους». Αυτές οι συνθήκες δίνουν μεγαλύτερη αξία, πέραν της αμιγώς καλλιτεχνικής, στις εικόνες του φωτογράφου Έρνεστ Κόουλ (1940-1990), ο οποίος έρχεται σήμερα στην επικαιρότητα χάρη στο ντοκιμαντέρ Ernest Cole: Lost and Found, που κέρδισε το βραβείο της κατηγορίας του στις Κάννες και θα προβληθεί σε λίγες ημέρες στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Ο Αϊτινός σκηνοθέτης Ραούλ Πεκ (ίσως τον θυμάστε από το υποψήφιο για Όσκαρ Δεν είμαι ο Νέγρος σου, γύρω από το ανολοκλήρωτο πόνημα του Τζέιμς Μπόλντουιν) αφηγείται την ιστορία του Κόουλ, ο οποίος κατάφερε να γίνει ένας αόρατος άνθρωπος και να καταγράψει τη ζοφερή καθημερινότητα του απαρτχάιντ, δουλεύοντας ως βοηθός φωτογράφου στο νοτιοαφρικανικό περιοδικό Drum και συνάπτοντας συνεργασία με το Ινστιτούτο Φωτογραφίας της Νέας Υόρκης, με τη δουλειά του να φιλοξενείται στους Τάιμς.

Το 1966 κατάφερε να ξεγελάσει τις Αρχές, γράφοντας στα στοιχεία του «Έγχρωμος» αντί για «Μαύρος», και μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη, παίρνοντας μαζί του όλα τα φωτογραφικά του αρχεία, τα οποία μοιράστηκε με το πρακτορείο Magnum. Ύστερα, τα συγκέντρωσε στην έκδοση House of Bondage, που αποκάλυπτε τη σκληρότητα του καθεστώτος − η έκδοση απαγορεύτηκε στην πατρίδα του και το 1968 η νοτιοαφρικανική κυβέρνηση του αφαίρεσε το διαβατήριο. Η επιτυχία του βιβλίου στον δυτικό κόσμο και η εκτίμηση της δουλειάς του ώθησαν το Ίδρυμα Φορντ να του δώσει υποτροφία για την καταγραφή της καθημερινότητας στα γκέτο των πόλεων του αμερικανικού νότου, αλλά ο Κόουλ δεν ολοκλήρωσε ποτέ αυτό το πρότζεκτ. «Αυτό που κατάλαβα γρήγορα ήταν ότι στον πυρήνα της εσωτερικής πάλης του Έρνεστ υπήρχαν δύο τεράστιες πιέσεις. Από τη μία πλευρά, οι “θεματοφύλακες” της εποχής του προσπαθούσαν να τον περιορίσουν σε ένα μικρό κουτάκι, ένα που τον εμπόδιζε να ακολουθήσει το έργο που φιλοδοξούσε. Από την άλλη, υπήρχε η συντριπτική πραγματικότητα της εξορίας, η οποία τον κατέβαλλε αργά αλλά αμείλικτα μέχρι το σημείο όπου τελικά, στα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του, σταμάτησε να φωτογραφίζει», αναφέρει στο «Κ» ο Ραούλ Πεκ. Τον Μάρτιο του 1990, ο Κόουλ άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης από καρκίνο. Ήταν 49 ετών.
«Μια βίαιη πραγματικότητα»

Ο Πεκ ήρθε σε επαφή με το έργο του Κόουλ πριν από λίγα χρόνια, όταν επικοινώνησε μαζί του ένας ανιψιός του φωτογράφου περιγράφοντας μια παράξενη υπόθεση: Εξήντα χιλιάδες αρνητικά είχαν βρεθεί στη θυρίδα μιας σουηδικής τράπεζας. Ήταν ένας θησαυρός που η οικογένεια του Κόουλ αγνοούσε. Το μυστήριο γύρω από το πώς βρέθηκε αυτό το υλικό στη Σουηδία παραμένει. Πιθανόν ξέμεινε εκεί σε κάποιο ταξίδι του φωτογράφου. Ο Πεκ κατέληξε να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ και, μετά την προβολή του στις Κάννες, το χαμένο αρχείο παραχωρήθηκε τιμητικά στην οικογένεια.

Ο Πεκ, λοιπόν, αφηγείται την ιστορία του Κόουλ μέσα από φωτογραφικά καρέ και τα γραπτά του φωτογράφου, χρησιμοποιώντας τη φωνή του ΛαΚίθ Στάνφιλντ (Ο Ιούδας και ο Μαύρος Μεσσίας). «Είτε βρίσκεται βαθιά μέσα στην κοιλιά του κτήνους στη Νότια Αφρική με το απαρτχάιντ, διακινδυνεύοντας τη ζωή του σε κάθε στροφή, είτε στη Νέα Υόρκη είτε στον αμερικανικό νότο, βλέπουμε πώς τοποθετείται στον ίδιο κύκλο με τα φωτογραφικά του αντικείμενα. Πάντα βρίσκει “τη σωστή απόσταση”, ανεξάρτητα αν τον κοιτάζουν ή όχι, επιτυγχάνοντας την εγγύτητα και μια διακριτική οικειότητα. Αυτό είναι το κλειδί της προσέγγισής του», μας λέει ο Πεκ.

«[Το έργο του] είναι επαναστατικό, επειδή αρνήθηκε να αφήσει το σύστημα να του υπαγορεύσει τι θα μπορούσε να δει ή να λογοκρίνει. Οι φωτογραφίες του ανάγκασαν τον κόσμο να αντιμετωπίσει το απαρτχάιντ όχι ως αφηρημένη πολιτική, αλλά ως μια καθημερινή, βίαιη πραγματικότητα. Και γι’ αυτό, πλήρωσε το τίμημα − εξορία, φτώχεια, απώλεια των αρχείων του για δεκαετίες. Σήμερα, το έργο του μας υπενθυμίζει τη δύναμη των εικόνων, την ανάγκη να διεκδικήσουμε τις δικές μας αφηγήσεις και να διασφαλίσουμε ότι οι μαύρες φωνές πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο», καταλήγει.

«Οι φωτογραφίες του ανάγκασαν τον κόσμο να αντιμετωπίσει το απαρτχάιντ όχι ως αφηρημένη πολιτική, αλλά ως μια καθημερινή, βίαιη πραγματικότητα».
To ντοκιμαντέρ του Ραούλ Πεκ, Ernest Cole: Lost and Found, θα προβληθεί στις 15 και 16 Μαρτίου, στο πλαίσιο του 27ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

