Το πολιτιστικό φαινόμενο της ντίσκο δεν είχε ως πρωταγωνιστές λευκούς στρέιτ άντρες –αν εξαιρέσουμε τους Bee Gees και μερικούς ακόμα καλλιτέχνες– αλλά δυναμικές γυναίκες, περήφανους μαύρους ανθρώπους και, κυρίως, αναπολογητικά κουίρ άτομα. Αυτό υποστηρίζει ο Φρανκ Ντεκάρο, συνεργάτης των New York Times και της Vogue, μεταξύ άλλων. Ο ιστορικός της μουσικής Τζέιμς Αρίνα τον σιγοντάρει: «Όσοι έκαναν ντίσκο μουσική μπορούσαν να είναι ό,τι ήθελαν και, αν το τραγούδι τους ήταν καλό, είχαν την πιθανότητα να κάνουν σουξέ». Ο δε Μπάρι Γουόλτερς, κριτικός μουσικής στο Rolling Stone, σημειώνει ότι η ντίσκο έφερε κοντά τους νέους με τους ηλικιωμένους, τους μαύρους με τους λευκούς, τους γκέι με τους στρέιτ.

Στην παλιά ντισκοτέκ
Τις δηλώσεις τους τις διαβάζω στο συναρπαστικό λεύκωμα «Disco: Music, movies, and mania under the mirror ball» του Ντεκάρο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο Rizzoli. Πρόκειται, χωρίς υπερβολή, για μια Βίβλο της ντίσκο. Εκτός από καλογραμμένα κείμενα που την εξερευνούν ως πολιτισμικό φαινόμενο και συνεντεύξεις με πρωτεργάτες της και insiders της ανάδυσής της –με την Γκλόρια Γκέινορ, την Ντόνα Σάμερ, τον Τζόρτζιο Μορόντερ αλλά και τη Φραν Ντρέσερ (ναι, την πρωταγωνίστρια της «Νταντά αμέσου δράσεως»)– περιλαμβάνει, επίσης, playlists «για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι».
Οπτικά, στο βιβλίο, η ιστορία της ντίσκο ξεδιπλώνεται μέσα από φωτογραφίες με σέξι άντρες που φορούν σατέν πουκάμισα ξεκούμπωτα έως τη μέση του κορμού τους και τζιν παντελόνια ενώ χορεύουν στις αμερικάνικες ντισκοτέκ της ξένοιαστης, προ-AIDS εποχής. Αλλά και με την παράθεση στοπ καρέ από τον «Πυρετό το Σαββατόβραδο», όπως και εμβληματικών φωτογραφιών της Πάτι ΛαΜπέλ, της Γκρέις Τζόουνς, του Άντι Γουόρχολ, της Μπιάνκα Τζάγκερ, των Baccara, των Boney M και πολλών νεότερων καλλιτεχνών που τίμησαν την παράδοση της ντίσκο στα πιο πρόσφατα χρόνια (Daft Punk, Lady Gaga, Κάιλι Μινόγκ).

Μια βιομηχανία δισεκατομμυρίων
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, στην Αμερική λειτουργούσαν δεκαπέντε χιλιάδες ντισκοτέκ, ο ετήσιος τζίρος της βιομηχανίας της ντίσκο αποτιμάτο σε 15 δισεκατομμύρια δολάρια και η επιρροή της είχε ξεφύγει από το πλαίσιο της μουσικής και του χορού, έχοντας γίνει ένα λάιφστάιλ που επηρέαζε το τι παρακολουθούσε ο κόσμος στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη αλλά και το θέατρο, το πώς ντυνόταν, πώς τρεφόταν (είχαν κυκλοφορήσει μέχρι και τάπερ με θέμα την ντίσκο), τι διάβαζε, πώς έκανε σεξ.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όμως, η εποχή είχε αλλάξει και η ντίσκο κατέστη πασέ. Παρ’ όλα αυτά, η –έστω υπόγεια– επιρροή της δεν σταμάτησε ποτέ. Στη μουσική των 80s, τα «απόνερά» της μπορούσε κανείς να τα εντοπίσει στους ποπ και νιου γέιβ ύμνους ενώ, αργότερα, στη χάουζ, την τέκνο και την ηλεκτρονική χορευτική μουσική. Φυσικά, μέσα στα χρόνια, δεν έλειψαν οι κατά συρροή αναβιώσεις της, η χρήση ντίσκο ύμνων σε διαφημιστικά σποτ, σάουντρακ και λοιπά προϊόντα του λαϊκού πολιτισμού (αλήθεια, ποιος μπορεί να ξεχάσει την Ασπασία-Μαρία Καβογιάννη να τραγουδάει το «I will survive» της Γκλόρια Γκέινορ στην Ντόλτσε Βίτα;), ενώ samples από ντίσκο ηχογραφήσεις ενσωματώθηκαν σε τραγούδια της, τηρουμένων των αναλογιών, νεόκοπης ποπ σταρ Ντούα Λίπα.
Η πλέον «συστημική» αναγνώριση της κουλτούρας της ντίσκο, πάντως, ισχυρίζεται ο Ντεκάρο, ήρθε πριν από μόλις πέντε χρόνια. Το 2020, το «Y.M.C.A.» των Village People επιλέχθηκε από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικανικού Κογκρέσου για να διατηρηθεί στο Εθνικό Μητρώο Ηχογραφήσεων λόγω της πολιτισμικής του σημασίας. Κι αν ο Ντεκάρο το περιγράφει ως μία «ούμπερ γκέι» ωδή στο ψωνιστήρι, πριν από λίγες ημέρες ακούστηκε στη φιέστα που προηγήθηκε της ορκωμοσίας του Ντόναλντ Τραμπ. Κατά τ’ άλλα, το βιβλίο του Ντεκάρο είναι αφιερωμένο σε αυτούς που θυμούνται να χορεύουν και σε εκείνους που χορεύουν για να θυμηθούν…

Το βιβλίο «Disco: Music, movies, and mania under the mirror ball» του Φρανκ Ντεκάρο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Rizzoli.

