(Εικονογράφηση: Βασίλης Γεωργίου)
Το γεγονός ότι η σύνταξη είναι κάτι που οφείλει να μας απασχολεί από την πρώτη κιόλας μέρα που πιάνουμε δουλειά, δεν αρέσει στους περισσότερους, ειδικά τους νέους εργαζομένους, οι οποίοι σχεδιάζουν τα πρώτα τους βήματα έχοντας άλλες προτεραιότητες στο μυαλό τους. Επίσης, έρχεται σε σύγκρουση με την κυκλοφορούσα άποψη ότι «η γενιά μας δεν θα πάρει σύνταξη ποτέ». Και όμως, η συγκεκριμένη απάντηση συνοδεύεται από μια επιχειρηματολογία που, ακόμη και αν κάποιος δεν την υιοθετήσει, καλό θα ήταν να τη γνωρίζει.
Στα χρόνια των μνημονίων, συντελέστηκε στην Ελλάδα μια πολύ μεγάλη αλλαγή η οποία θα επηρεάσει γενιές ολόκληρες (και σίγουρα αυτές που μπαίνουν τώρα στον εργασιακό στίβο). Η σύνταξη υπολογίζεται με βάση τις εισφορές που έχουν καταβληθεί από την πρώτη μέχρι την τελευταία ημέρα εργασίας. Αυτά που ήξεραν οι προηγούμενες γενιές (δηλαδή ότι λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές της τελευταίας τριετίας ή πενταετίας για να υπολογιστεί η σύνταξη) δεν ισχύουν πλέον.
Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Ότι ο ελεύθερος επαγγελματίας που θα πληρώνει συστηματικά την ελάχιστη ασφαλιστική κατηγορία ή ο μισθωτός που θα αρκείται σε έναν χαμηλό εισαγωγικό μισθό επί χρόνια, λαμβάνοντας το κάτι παραπάνω με «κουπόνια», παροχές σε είδος ή μαύρα, εγγράφει μια υποθήκη για το μέλλον του καθώς «ψαλιδίζει» τη σύνταξη που θα καταβληθεί ύστερα από πολλά χρόνια. Κάτι που ισχύει ακόμα και για την επικουρική σύνταξη. Μάλιστα εκεί η Ελλάδα έχει εφαρμόσει το σύστημα του «ατομικού κουμπαρά»: οι εισφορές μπαίνουν σε έναν προσωπικό λογαριασμό, επενδύονται και ο εργαζόμενος λαμβάνει στο τέλος του εργασιακού βίου τη σύνταξη, που επηρεάζεται και από τις όποιες αποδόσεις (κάτι, δηλαδή, σαν υποχρεωτική αποταμίευση).
Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει λοιπόν. Να γιατί προτείνεται να ασχοληθεί κάποιος με τη σύνταξή του από την αρχή του εργασιακού του βίου. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι οι εργαζόμενοι δεν χρειάζεται να αρκεστούν στη σύνταξη που θα τους αποδοθεί από το κρατικό ασφαλιστικό ταμείο· ότι θα επιλέξουν, δηλαδή, ένα ιδιωτικό πρόγραμμα ασφάλισης ή ότι θα κάνουν επενδύσεις που θα χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης. Ακόμη όμως και έτσι, υπάρχει μια κοινή συνισταμένη σε όλα αυτά: όσο περισσότερος χρόνος υπάρχει για να χτιστεί αυτή η «ιδιωτική σύνταξη», τόσο καλύτερο αποτέλεσμα προκύπτει. Δεν υπάρχει διαχειριστής κεφαλαίου, με άλλα λόγια, που θα υποστηρίξει ότι το να αποταμιεύεις σε ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα για λιγότερο χρονικό διάστημα είναι καλύτερο από το να επεκτείνεις τον χρονικό ορίζοντα.
Τέλος, υπάρχει και ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ της άποψης «ασχολήσου νωρίς με τη σύνταξη»: είναι ευκολότερο να βάλει κάποιος κάτι στην άκρη όταν είναι νέος, με περισσότερες αντοχές και λιγότερες υποχρεώσεις, παρά όταν πλησιάζει το τέλος του εργασιακού βίου, υπό την πίεση του χρόνου, των συσσωρευμένων υποχρεώσεων και του περιορισμού των αντοχών.

