(Εικονογράφηση: Φωτεινή Μπίνη)
Θα περίμενε κανείς πως μετά την πρώτη σεζόν του Squid Game, το 2021, και το hiatus των BTS το 2022, η επέλαση του «κορεατικού κύματος» θα είχε φτάσει σε σημείο καμπής. Αντίθετα, αυτή η βιομηχανία πολιτισμού, γαστρονομίας και ομορφιάς, που ξεκίνησε ως στρατηγικό εργαλείο «ήπιας ισχύος» της Νότιας Κορέας, συνέχισε την ολοένα και πιο ανοδική του πορεία. Η K-pop φαίνεται ότι δεν θα σταματήσει να γεμίζει στάδια, ειδικά μετά την ανακοίνωση της παγκόσμιας περιοδείας των Blackpink και της αναμενόμενης επανένωσης των BTS, οι τηλεοπτικές σειρές και οι ταινίες θα εξακολουθούν να κατακτούν τις πλατφόρμες streaming και τα σινεμά, τα προϊόντα ομορφιάς και οι γεύσεις της κορεατικής κουζίνας θα διαμορφώνουν διαρκώς τις παγκόσμιες τάσεις, ενώ, μετά το Νόμπελ λογοτεχνίας της Χαν Γκανγκ, όλο και περισσότερα δείγματα της νοτιοκορεατικής λογοτεχνίας εξαπλώνονται στα βιβλιοπωλεία όλου του κόσμου. Εισχωρώντας στον κόσμο του hallyu (κορεατικό κύμα), δεν καταγράψαμε μια εμπορική τάση, αλλά μια πολιτισμική εμπειρία, μια εναλλακτική αφήγηση της παγκοσμιοποίησης, όπου η Νότια Κορέα δεν εξάγει απλώς προϊόντα, αλλά μια ολόκληρη αισθητική, έναν τρόπο ζωής που συνδέει ανθρώπους σε κάθε γωνιά του κόσμου, οι οποίοι ακολουθούν ρουτίνες ομορφιάς, διοργανώνουν θεματικά πάρτι και δίνουν εξετάσεις για το TOPIK, το κρατικό πιστοποιητικό γλωσσομάθειας κορεατικών αλλά και ένα εργαλείο που ενισχύει τη διεθνή θέση της χώρας, προωθώντας παράλληλα τον πολιτισμό της ως brand.
Κ-movies: από το Oldboy στα Παράσιτα
«Μόλις υπερβείτε αυτό το εμπόδιο των 2,5 εκατοστών που λέγεται “υπότιτλοι”, θα γνωρίσετε ακόμα πιο πολλές εκπληκτικές ταινίες», δήλωσε το 2020 ο Μπονγκ Τζουν-χο, μετά τη βράβευση των Παρασίτων με Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Και μπορεί στην Ελλάδα να τους έχουμε συνηθίσει, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τους Αμερικανούς, οι οποίοι χάρη στα Παράσιτα (Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας 2020) έμαθαν –αν όχι να τους αγαπούν, όπως έγραφε το εξώφυλλο του Vanity Fair με τον Νοτιοκορεάτη δημιουργό– να τους «ανέχονται» ανακαλύπτοντας στην πορεία μια νέα κινηματογραφική γραφή, γεμάτη κοινωνικό σχολιασμό, μακριά από τις νόρμες του Χόλιγουντ.

Αν υπάρχει ένα κοινό στους Νοτιοκορεάτες δημιουργούς, αυτό είναι η «μετάφραση» των κοινωνικών και πολιτιστικών θεματικών της χώρας τους σε μια παγκόσμια κινηματογραφική γλώσσα. Πριν 22 χρόνια, κυκλοφορεί στους κινηματογράφους το λυρικό και γαλήνιο αριστούργημα του Κιμ Κι-ντουκ, Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας… και άνοιξη. Το μήνυμα πως η ηλικία και η νεότητα είναι μια παραίσθηση ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, με την ταινία να καθίσταται ορόσημο για το κορεατικό σινεμά. Όχι βέβαια όσο το Oldboy του Παρκ Τσαν-γουκ, αυτή η βίαιη τραγωδία εκδίκησης, εμπνευσμένη από τον Οιδίποδα και «μεγάλη επιτυχία στον χώρο του art house κινηματογράφου, με ομονόηση κριτικών και κοινού ως προς την κατασκευαστική της αρτιότητα», όπως αναφέρει ο Χρήστος Δερμεντζόπουλος, καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου. Παράλληλα κυκλοφορεί και το Μνήμες φόνων, η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Τζουν-χο. Είναι η κορεατική εκδοχή του Zodiac πριν από τον Φίντσερ –όπως αποκαλείται στο ίντερνετ– αλλά για να γίνει ευρέως γνωστή, θα πρέπει πρώτα να περιμένει την κυκλοφορία των αγγλόφωνων ταινιών του σκηνοθέτη, Snowpiercer (2013) και Okja (2017). «Ιδιαίτερα ενεργές ομάδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνηγορούν στο ότι το ελληνικό κοινό έχει ανακαλύψει εδώ και χρόνια τον κορεατικό κινηματογράφο. Τα τελευταία χρόνια κερδίζει σταθερά την εκτίμηση, τόσο του σινεφίλ όσο και του ευρύτερου κοινού, παίζοντας έξυπνα την εναλλαγή τοπικού και παγκόσμιου (glocal) στοιχείου, σε συνδυασμό με την προβολή των δύσκολων σχέσεων παράδοσης και νεωτερικότητας σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον», αναφέρει ο κ. Δερμεντζόπουλος.

Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί Η υπηρέτρια (2016), το ερωτικό θρίλερ του Παρκ Τσαν-γουκ, το οποίο τοποθετείται στην υπό ιαπωνική κατοχή Κορέα της δεκαετίας του ’30. Το σασπένς είναι ένα βασικό στοιχείο δημοφιλίας των K-movies, αλλά, εκτός από το hallyu, μεγάλο ρόλο στην επιτυχία των κορεατικών ταινιών συνοψίζεται στο επιχείρημα ότι διαθέτει επιλογές και για τον πιο απαιτητικό θεατή. Από τους λάτρεις των βραδύκαυστων μυστηρίων, όπως το μουρακαμικό Burning του Λι Τσανγκ-ντονγκ, μέχρι τα ζόμπι θρίλερ, όπως το Εξπρές των ζωντανών νεκρών του Γέον Σανγκ-χο, «οι κορεατικές ταινίες αναπαράγουν ευφυώς, με το δικό τους couleur locale, τα διάφορα είδη που κυκλοφορούν στο πεδίο της δημοφιλούς-λαϊκής κουλτούρας σε παγκοσμιοποιημένες, πλέον, μορφές μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης», καταλήγει ο κ. Δερμεντζόπουλος. Για πολλούς, βέβαια, η γλώσσα παραμένει ισχυρό εμπόδιο και αποτρεπτικός παράγοντας. Εκείνοι χάνουν.

K-dramas: Squid Game και άλλοι τηλε-εθισμοί
Δεν έχουν περάσει μερικές εβδομάδες που το νέο κόλλημα στο Netflix εντοπίζεται στα οκτώ επεισόδια τoυ Trauma Code: Heroes on call. Στο εθιστικό K-drama, ένας χειρουργός με εμπειρία σε πολεμικές συγκρούσεις και ανορθόδοξες μεθόδους καταφθάνει σε ένα ιδιωτικό νοσοκομείο και μεταμορφώνει την ομάδα του σε κορυφαίους διασώστες. Έντονη δόση αγωνίας, «πασπάλισμα» με λεπτό χιούμορ, ίντριγκα και ιδού μια τέλεια συνταγή για binge watching. Το Netflix επενδύει στις κορεατικές σειρές καθώς η προσθήκη τους στη βιβλιοθήκη του προσελκύει συνδρομητές. Όπως συνέβη με το Squid Game, την πιο δημοφιλή σειρά στο Netflix, με 265 εκατομμύρια λογαριασμούς να την έχουν παρακολουθήσει. Παρά το γεγονός πως η πρώτη σεζόν του θρίλερ επιβίωσης του Χουάνγκ Ντονγκ-χιου διέθετε αυτοτέλεια που θα μπορούσε κάλλιστα να αφήσει την ιστορία ανέγγιχτη, δόθηκε το πράσινο φως για δύο παραπάνω σεζόν, με τη δεύτερη να είναι εδώ και λίγο καιρό διαθέσιμη.

Τα K-dramas, ή αλλιώς Koreanovelas, έχουν τις απαρχές της δημοφιλίας τους στη δεκαετία του ’80, όταν η έγχρωμη τηλεόραση μπήκε στα νοικοκυριά, ενώ την επόμενη δεκαετία ένας αριθμός σειρών εξήχθησαν στην Κίνα και την Ιαπωνία, με τη δραματική σειρά Star in my heart να θεωρείται το πρώτο δείγμα του κορεατικού κύματος όσον αφορά την τηλεόραση. Όπως συμβαίνει και με τις ταινίες, δεν υπάρχει ενιαία συνταγή. Ενδεικτικά, το ιστορικό δράμα (saeguk στα κορεατικά) Tae Jang-geum, που αφορούσε την πρώτη γυναίκα που έγινε βασιλική αρχίατρος πίσω στον 15ο αιώνα, προβλήθηκε σε 91 χώρες, ενώ τα σκηνικά της σειράς έγιναν θεματικό πάρκο.

Μετά την έκρηξη δημοφιλίας του Squid Game, η παραγωγή νέων τηλεοπτικών σειρών είναι ασταμάτητη – και η παρακολούθησή τους εθιστική. «Βλέπεις μια σειρά και αμέσως προχωράς σε επόμενη. Είναι άκρως εθιστικές, σαν να τρως κάσιους. Σε κάθε περίπτωση, όλες συνδυάζουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό έρωτα, μυστήριο, δράμα, κωμωδία. Ακόμα και αστυνομική να είναι η σειρά, θα βρουν τον τρόπο να συνδυάσουν διαφορετικά είδη. Το παράδοξο είναι πως καταφέρνουν να το κάνουν συστηματικά καλά, χωρίς να γίνονται κιτς ή υπερβολικές», σχολιάζει ο συγγραφέας Βαγγέλης Γιαννίσης, ο οποίος έγινε φανατικός τηλεθεατής K-dramas μετά το Crash landing on you, ένα ρομάντζο του 2019 ανάμεσα σε μια Νοτιοκορεάτισσα κληρονόμο και έναν Βορειοκορεάτη στρατιώτη, το οποίο «γεφυρώνει» το χάσμα ανάμεσα στις δύο χώρες. «Σχεδόν σε κάθε σειρά θα υπάρξει αναφορά σε κάποιο κοινωνικό θέμα, όπως η ψυχική υγεία, η πίεση για απόκτηση υλικών αγαθών και οι ανισότητες, χωρίς να γίνεται με διδακτικό τρόπο ή για την προσέλκυση νέου κοινού. Με κάποιον τρόπο, τα “δένουν” με την πλοκή», αναφέρει. Για την ιστορία, το τηλεοπτικό hallyu έχει οδηγήσει και σε αύξηση του τουρισμού. Όχι απαραίτητα στην Κορέα, αλλά και σε άλλες χώρες, όπως στην Ελβετία, όπου φαν της σειράς επισκέπτονται το αλπικό χωριό Ίζελτβαλντ, για να φωτογραφηθούν στην αποβάθρα της λίμνης, όπου γυρίστηκε η τελευταία σκηνή του τηλεοπτικού ρομάντζου. Μια αναπάντεχη εκδοχή του τηλεοπτικού τουρισμού.
K-pop: σούπερ σταρ με κορεατικούς στίχους
Tα ραδιόφωνα παίζουν το APT, ένα ντουέτο του Μπρούνο Μαρς με τη φρόντγούμαν του γυναικείου συγκροτήματος Blackpink, Rosé. Το ρεφρέν κολλάει στο μυαλό, κοιμάσαι και το σκέφτεσαι. Κάτι παρόμοιο συνέβη και το 2012. Με στίχους σε μια γλώσσα εντελώς διαφορετική από την παγκόσμια lingua franca και με μια διασκεδαστική χορογραφία που φτάνει μέχρι τον Λευκό Οίκο, ο Psy διακωμωδεί τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς σε μια μεγαλοαστική περιοχή της Σεούλ που λέγεται Γκάνγκναμ και γίνεται ο πρώτος καλλιτέχνης ο οποίος σπάει το φράγμα του ενός δισεκατομμυρίου προβολών στο YouTube. Δεν υπάρχει πάρτι που να μην ακούγεται το Gangnam Style. Η άγνοια των στίχων δεν εμποδίζει καθόλου το ξεφάντωμα.

«Η K-pop είναι ένας συνδυασμός πολλών μουσικών ειδών. Αναμειγνύει pop, R&B, hip-hop, EDM, ακόμα και παραδοσιακά κορεατικά στοιχεία. Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της είναι η λεπτομέρεια στη μουσική παραγωγή, στα χορευτικά, στη σκηνική παρουσία, στα visuals, στα concepts, στη μόδα», μας αναφέρει η Ελληνίδα τραγουδοποιός Mikay, η οποία την περίοδο που έζησε στην Κίνα επηρεάστηκε μεταξύ άλλων βαθιά από την K-pop.
Η K-pop γεννήθηκε μέσα από τους κοινωνικούς περιορισμούς και τη λογοκρισία, κατάλοιπο των δικτατορικών καθεστώτων (1961-87), όταν το πολιτιστικό εμπάργκο ήρθη και το αμερικανικό «κύμα» κατέκλυσε τη Νότια Κορέα. Ως όρος εμφανίστηκε βέβαια στις αρχές του 2000, με τις εταιρείες των επιφανών οικογενειών της χώρας (cheabol) να βρίσκουν μια επενδυτική ευκαιρία στην K-pop, ευνοώντας τη χρηματοδότηση εταιρειών που λειτουργούν περισσότερο ως μηχανές παραγωγής ειδώλων παρά ως δισκογραφικές εταιρείες, με νεαρούς τραγουδιστές να περνούν σκληρή εκπαίδευση για να γίνουν σταρ, όπως η BoA, η «βασίλισσα της K-pop». Το 1997, σε ηλικία έντεκα ετών πέρασε το κατώφλι της SM Entertainment, άφησε πίσω το όνομά της και στα δεκαεννιά της κατάφερε να πουλήσει πάνω από 10 εκατομμύρια δίσκους.

Στην K-pop εμφανίζονται διαρκώς νέα συγκροτήματα, πολλά από τα οποία διαλύονται άμα τη γενέσει τους. Οι «Αλεξίσφαιροι Πρόσκοποι», όπως μεταφράζεται το αρκτικόλεξο των BTS, επιλέχθηκαν μέσα από οντισιόν μιας μικρής δισκογραφικής εταιρείας και έναν ανταγωνισμό που ξεπερνά σε προσπάθεια, κόπο και αντοχή έναν Μαραθώνιο. «Πάντα νόμιζα ότι οι BTS ήταν διαφορετικοί από όλα τα υπόλοιπα συγκροτήματα, αλλά το πρόβλημα με την K-pop και όλο τους το σύστημα είναι ότι δεν σου δίνει χρόνο να ωριμάσεις. Πρέπει να συνεχίσεις να παράγεις μουσική και να συνεχίσεις να είσαι ενεργός», δήλωσε το 2022 ο φρόντμαν των BTS, RM, κατά την ανακοίνωση της προσωρινής διάλυσης του συγκροτήματος, λόγω στρατιωτικών υποχρεώσεων και προσωπικών αναζητήσεων.

Το κλειδί στη διάδοση της K-pop είναι οι εθιστικές χορογραφίες, τα αφοσιωμένα fandoms, όπως το περίφημο ARMY των BTS, τα οποία διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διάδοση της κορεατικής κουλτούρας παγκοσμίως, και οι στίχοι που μιλούν για θέματα ψυχικής υγείας στην εφηβεία, για το χάσμα των γενεών, την αυτοπεποίθηση, και τονίζουν τη φροντίδα απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό. Ενδεικτικά, οι στίχοι των Blackpink, οι οποίες «κοντράρονται» με τις aespa για το πιο δημοφιλές girlband στον πλανήτη, περιστρέφονται γύρω από τη γυναικεία ενδυνάμωση.

Στην Ελλάδα, κατά καιρούς διοργανώνονται θεματικά πάρτι σε μπαρ της Αθήνας, με τα fanbases να φιλοξενούν θεματικά πάρτι όπου παίζει αποκλειστικά K-pop, αλλά και φεστιβάλ, όπως το K-pop World Festival, το οποίο διοργανώνεται από το K-Wave Greece, μια ομάδα εθελοντών της κορεατικής πρεσβείας. Εκεί φανς της K-pop διαγωνίζονται και εκπροσωπούν τη χώρα μας σε διεθνή φεστιβάλ πάνω στο τραγούδι ή στο περφόρμανς, όπως αναφέρουν. Για την ώρα, η Mikay κυκλοφόρησε το Blah Blah Blah, το πρώτο της σινγκλ στα κορεατικά, ανταποκρινόμενη στο αίτημα των Ελλήνων φαν της στο TikTok, όπου έγραψε τους στίχους με τη βοήθεια φυσικών ομιλητών, όπως μας λέει. Απόδειξη ότι η K-pop είναι μια γλώσσα που ομιλείται σε όλα τα μπαρ της υφηλίου και στα #fyp του TikTok.
K-lit: η αναγνώριση μέσω του Νόμπελ
Όταν αναφερόμαστε σε εθνικό λογοτέχνη της Νότιας Κορέας, όλα οδηγούν στον Χουάνγκ Σοκ-γιονγκ, ο οποίος με Το χρονικό του κυρίου Χαν ανέδειξε την τραγωδία των δύο κρατών της χερσονήσου της Κορέας. Από το 2010 και ύστερα, καθώς δείγματα της νοτιοκορεατικής λογοτεχνίας μεταφράζονταν δειλά δειλά σε άλλες γλώσσες, αναδείχθηκαν δυναμικές φωνές γυναικών που μιλούν για τα συλλογικά και μη τραύματα της σύγχρονης κοινωνίας, όπως συμβαίνει με το Κιμ Τζιγιάνγκ, γεννημένη το 1982 (εκδ. Μίνωας) της Τσο Ναμ-τζου που αποτύπωσε τον σεξισμό των συμπατριωτών της μέσα από την ιστορία μιας 33χρονης νοικοκυράς. To βιβλίο πούλησε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, προωθήθηκε από τους BTS, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, αλλά η διεθνής προσοχή ήρθε με τη Χαν Γκανγκ.

Βραβευμένη με το διεθνές Man Booker το 2016 για τη Χορτοφάγο (εκδ. Καστανιώτη), η ιστορία της Γκανγκ είναι μια παραβολή για τα κοινωνικά «πρέπει» της νοτιοκορεατικής κοινωνίας και την υποχρέωση ενός ατόμου να υποταγεί σε αυτές. Η παγκόσμια αναγνώριση με την απονομή του βραβείου Νόμπελ δεν επιβεβαίωσε μόνο πως η Γκανγκ είναι μια σημαντική συγγραφέας της εποχής μας, αλλά και έστρεψε την προσοχή σε μια γλώσσα που έχει μικρό μερίδιο στην αγορά, ανοίγοντας τον δρόμο και για άλλους Κορεάτες συγγραφείς να αποκτήσουν διεθνή αναγνώριση, εμπλουτίζοντας το παγκόσμιο λογοτεχνικό τοπίο με ποικίλες φωνές, όπως η Χουάνγκ Σουν-μι με τις Κερασιές που ήθελαν να ανθίσουν (εκδ. Διόπτρα) και η Κιμ Χιε-τζιν με την Κόρη μου (εκδ. Ίκαρος).
K-food: νταλγκόνα, κίμτσι και τηγανητό κοτόπουλο
Αν η K-pop είναι ο ήχος της Νότιας Κορέας και τα K-dramas η ψυχή της, τότε το K-food είναι η καρδιά της. Η επιτυχία των Παρασίτων, της K-pop και του Squid Game, με το περίφημο γλυκό νταλγκόνα που συναντάται σε δοκιμασία της σειράς, έστρεψε την προσοχή στην κορεατική γαστρονομική κουλτούρα, η οποία δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από την κινεζική και την ιαπωνική, με τις οποίες είμαστε πιο εξοικειωμένοι. Στην κορεατική κουζίνα όλα περιστρέφονται γύρω από το κίμτσι, δηλαδή τη διαδικασία ζύμωσης αλατισμένων και καρυκευμένων λαχανικών, με πιο δημοφιλές το λάχανο, που κάνει την εμφάνισή του και στα ελληνικά σπίτια. «Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την κορεατική κουλτούρα και τη γαστρονομία της μας έκανε να παρατηρήσουμε ότι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται περισσότερο για το κίμτσι από ό,τι για άλλα τρόφιμα που έχουν υποστεί ζύμωση. Υπάρχει μια αυξανόμενη περιέργεια να δοκιμάσουν αυτό το παρασκεύασμα για το οποίο ακούν τόσο πολλά», μοιράζονται οι Άγγελος Κόντος και Μίριαμ Βαλ του εργαστηρίου Symbiosis Fermented Foods στην Κερατέα.

Μεγάλο κομμάτι της γαστρονομίας εντοπίζεται στο Korean BBQ, με το εθιμοτυπικό ψήσιμο στο τραπέζι μαριναρισμένου χοιρινού σε φέτες (bulgogi), συνοδευόμενου από σότζου, το εθνικό αλκοολούχο ποτό της χώρας που φτιάχνεται από ρύζι. Εκτός από το Seoul House, το Dosirak και το Ikura, που ειδικεύονται αποκλειστικά στη νοτιοκορεατική κουζίνα, πολλά εστιατόρια στην Αθήνα έχουν κάνει προσθήκες κορεατικών γεύσεων στα μενού τους, ενώ τον περασμένο Δεκέμβριο εγκαινιάστηκε και το πρώτο θεματικό καφέ στην Ελλάδα, το Moonkiz στη Θεσσαλονίκη, με τα bubble teas να παραπέμπουν σε ένα τυπικό μπαρ της Σεούλ.

Σημαντικό ρόλο στη διάδοση της γαστρονομικής κουλτούρας έπαιξε και το trend του mukbang στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου δημιουργοί περιεχομένου καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες φαγητού από τη Νότια Κορέα σε γρήγορο χρόνο, με κύριο γεύμα το τηγανητό κοτόπουλο, γνωστό με το αρκτικόλεξο KFC. Εκτός από εκατομμύρια φαν στον κόσμο, το mukbang διαθέτει και επικριτές. « Δεν συμφωνώ στο ότι προωθεί διατροφικές διαταραχές, καταλαβαίνω όμως τις απόψεις που λένε πως προωθεί το fast food. Ο κάθε θεατής επιλέγει να το φιλτράρει και να παίρνει ό,τι θέλει από αυτό. Κάποιοι τα βλέπουν όσο ακολουθούν κάποια διατροφή, άλλοι για να έχουν παρέα όσο τρώνε. Για μένα, προσφέρει απόλαυση σε όποιον αρέσουν τέτοια βίντεο, αλλά κυρίως το φαγητό», σχολιάζει η Πάμαιρη Αφεντάκη, influencer και mukbanger.
K-beauty: η κουλτούρα της φροντίδας
Χάρη στο TikTok συντελέστηκε μια τεράστια στροφή στον κόσμο της ομορφιάς. Το βαρύ μακιγιάζ, με τα χημικά συστατικά του τα οποία μακροπρόθεσμα δεν έκαναν καλό στο δέρμα, και η έλλειψη προστασίας από τον ήλιο έδωσαν τη θέση τους σε μια ρουτίνα φροντίδας του δέρματος που έχει στόχο να κρατάει το δέρμα ενυδατωμένο με φυσικά συστατικά και να το προστατεύει από τις υπεριώδεις ακτίνες. Να σημειώσουμε πως η ιστορία της K-beauty δεν ξεκίνησε από το TikTok, αλλά από τη δεκαετία του ’80, όταν οι γαλλικές εταιρείες καλλυντικών που παρήγαν εκεί τα προϊόντα τους αποσύρθηκαν από τη Νότια Κορέα. Οι τοπικές εταιρείες αξιοποίησαν τα εργοστάσια και τοποθέτησαν τη χώρα στο επίκεντρο της καινοτομίας στον χώρο της ομορφιάς, αναμειγνύοντας παραδοσιακά προϊόντα με νέες τεχνολογίες.

Βασικός πυλώνας για την K-beauty είναι η άποψη πως η φροντίδα του δέρματος δεν είναι πολυτέλεια, αλλά γίνεται για προληπτικούς λόγους, με τους Κορεάτες να ακολουθούν τα βήματα της skincare ρουτίνας από μικρή ηλικία. Tα βίντεο του TikTok με τα βήματα διέδωσαν το κορεατικό skincare σε όλο τον κόσμο, με τα προϊόντα του να βρίσκονται στα ράφια των καταστημάτων καλλυντικών και στα ηλεκτρονικά καταστήματα νεαρών εμπόρων κορεατικών καλλυντικών και να γίνονται ανάρπαστα από άτομα όλων των ηλικιών, ανεξαρτήτως φύλου. «Συνήθως αναφέρομαι στο K-beauty μέσα από το προφίλ μου. Θεωρώ ότι το κοινό μου είναι κατά κύριο λόγο γυναίκες, εξ ου και το ενδιαφέρον γι’ αυτή τη θεματική. Βέβαια, τον τελευταίο καιρό παρατηρώ ολοένα και περισσότερους άντρες να χρησιμοποιούν προϊόντα skincare και να περιποιούνται τον εαυτό τους. Θεωρώ ότι το να φροντίζεις και να προσέχεις τον εαυτό σου δεν έχει φύλο», σχολιάζει η Ελληνοκορεάτισσα δημιουργός περιεχομένου Korean Maria.

