David Streitfeld c.2025 The New York Times Company / Απόδοση: Παντελής Τσομπάνης
Καθώς μεγαλώνει, ο Μπιλ Γκέιτς εκπλήσσεται όλο και περισσότερο από τον κόσμο. Πάρτε για παράδειγμα τους δισεκατομμυριούχους. Πολλοί πλέον προέρχονται από τον χώρο της τεχνολογίας και αρκετοί από αυτούς έχουν πολιτικές απόψεις που κλίνουν έντονα προς τα δεξιά. «Πάντα θεωρούσα τη Σίλικον Βάλεϊ ως έναν χώρο που ήταν αριστερόστροφος», λέει ο Γκέιτς.
«Το γεγονός ότι τώρα υπάρχει μια σημαντική ομάδα που κλίνει προς τα δεξιά αποτελεί για μένα έκπληξη». Κάτι άλλο που τον εκπλήσσει είναι το πώς εξελίχθηκε η τεχνολογία μετά την ίδρυση της Microsoft και αφού την έκανε μία από τις πιο πλούσιες εταιρείες στον κόσμο. «Απίστευτα πράγματα συνέβησαν λόγω της κοινοποίησης πληροφοριών στο διαδίκτυο». Αυτό το περίμενε. Αλλά όταν εμφανίστηκαν οι εταιρείες κοινωνικών δικτύων, όπως το Facebook και το Twitter, «άρχισες να βλέπεις προβλήματα που, πρέπει να πω, δεν είχα προβλέψει». Όσο για την πολιτική πόλωση που επιταχύνθηκε από την τεχνολογία; «Αυτό δεν το είχα προβλέψει». Για την τεχνολογία που χρησιμοποιείται ως όπλο ενάντια στο γενικότερο δημόσιο συμφέρον; «Ούτε αυτό το είχα προβλέψει», δηλώνει.

Ο Γκέιτς είναι αισιόδοξος για την εξέλιξη της τεχνολογίας, αν και κάποιες φορές έχει ενστάσεις, όπως στην περίπτωση των κρυπτονομισμάτων. Έχουν κάποια χρησιμότητα; «Καμία», είπε. «Υπάρχουν άνθρωποι με υψηλό IQ που έχουν ξεγελαστεί γύρω από αυτό το θέμα». Ακόμη και η τεχνητή νοημοσύνη, για την οποία ο Γκέιτς έχει μιλήσει με ενθουσιασμό και στην οποία η Microsoft έχει επενδύσει σημαντικά, γεννά κάποιες ανησυχίες. «Τώρα πρέπει να ανησυχούμε για τους κακόβουλους ανθρώπους που θα τη χρησιμοποιήσουν», είπε. (Οι New York Times έχουν μηνύσει τη Microsoft και τον συνεργάτη της, OpenAI, για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων· οι εταιρείες έχουν αρνηθεί τις κατηγορίες.)
Συμπληρώνοντας 70 έτη ζωής, κοιτάζει πια συχνά προς τα πίσω. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο Source Code: My Beginnings, στο οποίο εξετάζει τα παιδικά του χρόνια. Το πρώτο από τα τρία προγραμματισμένα απομνημονεύματά του, το οποίο δουλευόταν για τουλάχιστον μία δεκαετία, κυκλοφορεί σε μια ασυνήθιστη στιγμή, την ώρα που οι τεχνο-δισεκατομμυριούχοι, όπως ο Ίλον Μασκ, ο Τζεφ Μπέζος και ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ, κινούνται ανεξέλεγκτα, με την επιτυχία τους να τους έχει προσφέρει μια δύναμη την οποία χρησιμοποιούν με ενθουσιασμό μέσα από τρόπους που διχάζουν.
«Δεν έχουμε κάποιο κλαμπ»
Τριάντα χρόνια πριν, ο Γκέιτς δημιούργησε το πρότυπο του προκλητικού δισεκατομμυριούχου της τεχνολογίας. Στη δεκαετία του 1990, η Microsoft παρείχε το λειτουργικό σύστημα για τους προσωπικούς υπολογιστές που όλο και περισσότεροι είχαν στα σπίτια και τα γραφεία τους, ενώ η εταιρεία είχε μεγάλες βλέψεις γι’ αυτό το νέο πράγμα που λεγόταν διαδίκτυο. Ο Γκέιτς και η εταιρεία του θεωρούνταν ισχυροί, αδίστακτοι και πανταχού παρόντες.
Η Σίλικον Βάλεϊ τους φοβόταν και ακόμα και οι ρυθμιστικές αρχές ανησυχούσαν, φτάνοντας στο σημείο να μηνύσουν τη Microsoft.

Το αντι-Microsoft αίσθημα στην ποπ κουλτούρα κορυφώθηκε με την ταινία Antitrust του 2001, που αφορούσε έναν διευθύνοντα σύμβουλο τεχνολογίας ο οποίος δολοφονεί ανθρώπους επιθυμώντας την παγκόσμια κυριαρχία. Οι κριτικοί τόνισαν τις αναφορές στον Γκέιτς, αν και σε μεγάλο βαθμό έθαψαν την ταινία. Η οργή έχει ξεθυμάνει προ πολλού και ο Γκέιτς δεν θυμάται καν το Antitrust. Ανάμεσα στους δισεκατομμυριούχους που προκαλούν έντονες αντιδράσεις, εκείνος λέει με μια δόση ανακούφισης: «Δεν είμαι στην κορυφή της λίστας. Οι σημερινοί μεγιστάνες της τεχνολογίας θα προξενούσαν πιο ισχυρή αντίδραση με αρνητικό πρόσημο». Αποτελεί ένα αντίβαρο απέναντι στους μεγιστάνες που κυριαρχούν στις ειδήσεις. «Δεν έχουμε κάποιο κλαμπ», είπε. «Ούτε έχουμε ομοφωνία. Ο Ριντ Χόφμαν [σ.σ. συνιδρυτής του LinkedIn, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Microsoft και ένθερμος υποστηρικτής της πρώην αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις] είναι επίσης δισεκατομμυριούχος. Μπορείτε να ζητήσετε τη γνώμη του. Θα χαρεί να κάνει κριτική».
Ο Χόφμαν, ο οποίος, σύμφωνα με τους Times, σκεφτόταν να φύγει από τη χώρα μετά την εκλογική ήττα της Χάρις, δεν απάντησε στα μέιλ που ζήτησαν το σχόλιό του. Αλλά πολλοί άλλοι στη Σίλικον Βάλεϊ παρακολουθούν τρομαγμένοι τη μεταμόρφωση των δισεκατομμυριούχων σε επίδοξους άρχοντες. «Αυτό είναι ένα σταθερό θέμα δυσοίωνων συζητήσεων», είπε ο Πολ Σάφο, πολύπειρος αναλυτής θεμάτων τεχνολογίας. «Η γενική αίσθηση είναι ότι ο Μπιλ Γκέιτς μοιάζει άγιος σε σύγκριση με τη φρίκη που εκτυλίσσεται».

Όταν μιλήσαμε πριν από λίγες εβδομάδες, ο Γκέιτς καθόταν στην άλλη πλευρά ενός γραφείου σε μια ενοικιαζόμενη σουίτα στο Ίντιαν Γουέλς της Καλιφόρνια, δίπλα στην τουριστική πόλη Παλμ Σπρινγκς. Γιατί βρισκόμασταν εκεί; Γιατί είχε κρύο στο Σιάτλ, όπου εξακολουθεί να είναι το σπίτι του Γκέιτς όταν δεν ταξιδεύει. Αυτός ήταν ένας αρκετά καλός λόγος.
Παράδειγμα του ονείρου
Παρά το γεγονός ότι έχει δωρίσει δισεκατομμύρια στο Ίδρυμα Γκέιτς, αυτό το φιλανθρωπικό του «θηρίο», ο Γκέιτς παραμένει ο 12ος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, με προσωπική περιουσία άνω των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με το Forbes. Ωστόσο, δεν έχει γυμνασμένο σώμα, δεν διαθέτει δικό του στόλο πυραύλων και φαίνεται πρόθυμος να επισημάνει ότι δεν έχει όλες τις απαντήσεις. Μετά τη συνέντευξή μας, ο Γκέιτς θα πήγαινε στην κηδεία του προέδρου Τζίμι Κάρτερ. Ο Κάρτερ ήταν πηγή έμπνευσης και συνεργάτης· το Ίδρυμα Γκέιτς έγινε ένας από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες του Carter Center.
Σε ορισμένες πτυχές έμοιαζαν μεταξύ τους. Ο Γκέιτς και ο Κάρτερ είχαν και οι δύο ιδιαίτερες πορείες, υπό το φως της δημοσιότητας για χρόνια. Μετά τη θητεία του ως πρόεδρος, ο Κάρτερ πέρασε πάνω από 40 χρόνια προσφέροντας έργο εντός και εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών. Η δεύτερη φάση της ζωής του κρίθηκε πιο θετικά από την πρώτη. Το ίδιο ισχύει και για τον Γκέιτς, αν και το διαζύγιό του με τη Μελίντα Φρεντς Γκέιτς το 2021 αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για την εικόνα του. Όπως και η αμφιλεγόμενη σχέση του με τον Τζέφρι Έπσταϊν, τον καταδικασμένο για σεξουαλικά αδικήματα χρηματοοικονομικό σύμβουλο.

«Στην Ινδία, την Ιαπωνία, την Κίνα, το αμερικανικό όνειρο θεωρείται κάτι σπουδαίο και, κατά κάποιον τρόπο, είμαι παράδειγμά του. Και ύστερα υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν δισεκατομμυριούχοι. Υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν ότι χρησιμοποιώ τα εμβόλια για να σκοτώνω παιδιά. Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα απόψεων».
Η κουβέντα με τον Τραμπ
Ο Γκέιτς είναι το αντίθετο του ερημίτη δισεκατομμυριούχου που κρύβεται στην έπαυλή του. Πρόσφατα παρουσίασε τη δεύτερη σειρά του στο Netflix, Τι ακολουθεί; Το μέλλον με τον Μπιλ Γκέιτς. Το τέταρτο από τα πέντε επεισόδια με τίτλο Μπορείς να είσαι υπερβολικά πλούσιος; περιλάμβανε ανθρώπους όπως τον γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς, τον δημοκρατικό σοσιαλιστή από το Βερμόντ, που απαντούσαν κατηγορηματικά «ναι». Ήταν μια ήπια, αλλά ουσιαστική αυτοκριτική, στην οποία λίγοι άλλοι δισεκατομμυριούχοι θα υποβάλλονταν. Ωστόσο, η ενασχόλησή του με το θέμα δεν του άλλαξε γνώμη. «Πρέπει να θέσουμε τους δισεκατομμυριούχους εκτός νόμου;» αναρωτήθηκε ο Γκέιτς. «Η απάντησή μου σε αυτό, και μπορείτε να πείτε ότι είμαι προκατειλημμένος, είναι όχι». Υποστηρίζει ένα πιο προοδευτικό φορολογικό σύστημα. Κάθε χρόνο υπολογίζει τους φόρους που έχει πληρώσει σε όλη τη ζωή του. Εκτιμά ότι έχει πληρώσει 14 δισεκατομμύρια δολάρια, «χωρίς να υπολογίζουμε τον φόρο επί των πωλήσεων». Σε ένα καλύτερο και πιο δίκαιο σύστημα, υπολογίζει ότι θα είχε πληρώσει 40 δισεκατομμύρια. Το επεισόδιο, που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο, ήδη φαίνεται σαν να ανήκει σε μια άλλη εποχή. Η απάντηση στο ερώτημα του Γκέιτς, σε μια κυβέρνηση γεμάτη δισεκατομμυριούχους, είναι «όχι».
Εκτιμά ότι έχει πληρώσει 14 δισ. δολάρια σε φόρους, «χωρίς να υπολογίζουμε τον φόρο επί των πωλήσεων». Σε ένα καλύτερο και πιο δίκαιο σύστημα, υπολογίζει ότι θα είχε πληρώσει 40 δισ. δολάρια.
Ο Γκέιτς προσπαθεί να παραμένει αποστασιοποιημένος από την πολιτική, αλλά πιστεύει ότι οι συνέπειες των εκλογών του 2024 ήταν τόσο σημαντικές, που αποφάσισε να εμπλακεί οικονομικά για πρώτη φορά. Δώρισε 50 εκατομμύρια δολάρια στο Future Forward, τον κύριο εξωτερικό φορέα συγκέντρωσης χρημάτων υπέρ της Χάρις, ανέφεραν οι ΝΥΤ τον Οκτώβριο. Δεν μίλησε τότε δημόσια γι’ αυτό και δεν θα μιλήσει ούτε τώρα.

Μετά τη συζήτησή μας, αποκαλύφθηκε ότι είχε ένα τρίωρο δείπνο με τον τότε εκλεγμένο πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, σχετικά με τις παγκόσμιες προκλήσεις υγείας, όπως ο HIV και η πολιομυελίτιδα. «Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα ζητήματα που έθεσα», είπε ο Γκέιτς στη Wall Street Journal. Αυτή την εβδομάδα, η κυβέρνηση Τραμπ δημιούργησε σύγχυση σχετικά με το αν θα σταματούσε να διανέμει φάρμακα για τον HIV που αγοράστηκαν με αμερικανική βοήθεια. Ένας εκπρόσωπος του Γκέιτς αρνήθηκε να σχολιάσει. «Θα συνεργαστώ με αυτή την κυβέρνηση όπως έκανα και με την πρώτη κυβέρνηση Τραμπ: όσο καλύτερα μπορώ», λέει ο Γκέιτς στη συνέντευξή μας.
Μαθήματα για την κέτσαπ
Το να γράψει αυτοβιογραφία είναι ένας ακόμη τρόπος με τον οποίο ο Γκέιτς διαφέρει από τους «συναδέλφους» του, εκ των οποίων κάποιοι φαίνονται ιδιαίτερα εσωστρεφείς. Τα παιδικά του χρόνια, σε μια ανώτερη κοινωνική τάξη του Σιάτλ της δεκαετίας του 1960 και των αρχών του 1970, δεν είναι από τη φύση τους δραματικά. «Πολλοί άνθρωποι έχουν περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια και αυτός είναι ένας λόγος που μεγαλώνοντας γίνονται τόσο ανταγωνιστικοί», είπε. «Εγώ δεν έχω περάσει κάτι τέτοιο».
Είχε, όμως, τη μητέρα του, Μέρι Γκέιτς. Ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη σε μια εποχή που οι περισσότερες γυναίκες της ανώτερης τάξης ενθαρρύνονταν από την κοινωνία να μείνουν στο σπίτι. Ήταν η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της φιλανθρωπικής οργάνωσης United Way στην κομητεία Κινγκ και αργότερα εντάχθηκε στο διοικητικό συμβούλιο της United Way of America. Το 1983 έγινε η πρώτη γυναίκα που ηγήθηκε της οργάνωσης σε εθνικό επίπεδο. «Ήταν σχεδόν υπερβολικά ισχυρή προσωπικότητα για μένα», είπε ο Γκέιτς. Ο πατέρας του, δικηγόρος, ήταν πιο αποστασιοποιημένος.

Υπήρξε μια περίοδος, όταν ο Μπιλ ήταν στην έκτη τάξη, που ήταν εξαιρετικά δύσκολος. «Μπορούσα να περάσω μέρες χωρίς να μιλήσω, έβγαινα από το δωμάτιό μου μόνο για φαγητό και σχολείο», γράφει στο Source Code. «Με φώναζαν για δείπνο και τους αγνοούσα. Μου έλεγαν να μαζέψω τα ρούχα μου, τίποτα. Να καθαρίσω το τραπέζι, τίποτα».
«Τους προκαλούσα», λέει στη συνέντευξή μας. «Δεν πίστευα ότι είχαν κάποιον λογικό λόγο για τον οποίο έπρεπε να τους δείχνω σεβασμό. Η μητέρα μου επέμενε πολύ στο “Φάε έτσι”, στο “Να έχεις αυτούς τους τρόπους”, στο “Αν θέλεις να χρησιμοποιήσεις κέτσαπ, πρέπει να τη βάλεις σε ένα μπολ και να το τοποθετήσεις εδώ”. Με θεωρούσε αρκετά ακατάστατο. Και ήταν αλήθεια». Δεν επρόκειτο, φυσικά, για την κέτσαπ. «Δεν είχα αρνητικά συναισθήματα απέναντί της, αλλά μπορούσα να προσποιηθώ ότι δεν με ένοιαζε τι έλεγε, και αυτό σίγουρα την εκνεύριζε», είπε. «Τι προσπαθούσα να αποδείξω;»
Τότε, οι γονείς δεν μπορούσαν να ελέγχουν τα παιδιά τους αν εκείνα ήταν πεισματάρικα και αποφασιστικά. Η αδερφή του, Κρίστι, θυμάται ότι η μητέρα τους «ήταν επιφυλακτική για το τι θα μπορούσε να πάει στραβά. Εγώ, αντίθετα, έλεγα: “Έλα τώρα, τι θα μπορούσε να πάει στραβά;”». Ο Μπιλ περνούσε τον περισσότερο χρόνο του προγραμματίζοντας, συχνά φεύγοντας εκτός σπιτιού κρυφά τη νύχτα.

Κάτι όμως πήγε στραβά, στο τέλος της προτελευταίας του χρονιάς στο λύκειο. Ο καλύτερός του φίλος, Κεντ, έκανε ορειβασία, έπεσε και σκοτώθηκε. «Ο Κεντ ήταν ανεξάρτητος στοχαστής, πάντα δοκίμαζε τα όριά του», είπε ο Γκέιτς. «Οι γονείς του ανησυχούσαν γι’ αυτόν, καθώς δεν είχε φυσικό συντονισμό στις κινήσεις του. Και όμως, φαινόταν να το απολαμβάνει και δεν του έβαλαν εμπόδια». Αυτό που έμαθε ο Γκέιτς από την τραγωδία ήταν ότι η ζωή μπορεί να είναι άδικα κακή, όπως μπορεί να είναι και άδικα καλή. Ο ίδιος στάθηκε πολύ τυχερός, ο Κεντ πολύ άτυχος.
«Ίσως να ήμουν στο φάσμα»
Ο Γκέιτς είπε ότι, αν ο έφηβος εαυτός του είχε εξεταστεί, πιθανότατα θα του έλεγαν ότι βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού. Ίσως η μητέρα του το καταλάβαινε διαισθητικά. «Ήθελα να ξεπεράσω τις προσδοκίες της», είπε. «Και εκείνη ήταν πολύ καλή στο να ανεβάζει συνεχώς τον πήχη». Αυτό ακριβώς έκανε ο Γκέιτς όταν, μαζί με τον φίλο του Πολ Άλεν, ξεκίνησαν μια εταιρεία στην Αλμπουκέρκη του Νέου Μεξικού το 1975 για την παραγωγή λογισμικού για τον Altair 8800, έναν πρωτόγονο προσωπικό υπολογιστή. Ο Γκέιτς ήταν μόλις 19 ετών. Σύντομα μετέφερε την εταιρεία στο Σιάτλ, πιο κοντά στη μητέρα του.
«Ήθελα να ξεπεράσω τις προσδοκίες της», είπε ο Γκέιτς για τη μητέρα του. «Και εκείνη ήταν πολύ καλή στο να ανεβάζει συνεχώς τον πήχη».
Ο Στιούαρτ Άλσοπ, που κάλυπτε τον Γκέιτς ως αρχισυντάκτης του InfoWorld, ενός σημαντικού τεχνολογικού περιοδικού της εποχής, είπε: «Ο Μπιλ μού έδινε το προνόμιο να δειπνούμε οι δυο μας στο Σιάτλ κάθε έξι μήνες· το τίμημα ήταν να του λέω πάντα κάτι που δεν είχε σκεφτεί». Αυτό ήταν εύκολο, καθώς «είχε μεγάλη δυσκολία να δει τον κόσμο έξω από τη δική του ζωή». Αν ο Γκέιτς είναι στο φάσμα, αυτό έδωσε στη Microsoft ένα πλεονέκτημα. «Δεν πίστευα στα Σαββατοκύριακα, δεν πίστευα στις διακοπές», είχε πει κάποτε. Ήξερε απέξω τους αριθμούς κυκλοφορίας των αυτοκινήτων των υπαλλήλων του, για να ελέγχει αν προσπαθούσαν να φύγουν νωρίς. Ήταν το μοντέλο για χιλιάδες τεχνολογικές start-ups που ακολούθησαν.
Διαφωνίες και συμφωνίες
Το Source Code τελειώνει με την αρχή της Microsoft. Τα υπολογιστικά φύλλα, οι βάσεις δεδομένων και οι εφαρμογές επεξεργασίας κειμένου ήταν τότε πρωτόγονα εργαλεία, αλλά έδιναν στους χρήστες ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγικότητα.
Το μέλλον φαινόταν λαμπρό. «Δεν βλέπαμε σχεδόν κανένα μειονέκτημα», είπε ο Γκέιτς. Παρέμεινε αισιόδοξος για πολύ καιρό. Το 2017 έκανε κριτική στο βιβλίο Homo Deus (εκδ. Αλεξάνδρεια) του Ισραηλινού φιλοσόφου Γιουβάλ Νόα Χαράρι. Διαφώνησε με την προειδοποίηση του συγγραφέα για ένα πιθανό μέλλον όπου οι ελίτ θα αναβαθμίζονταν μέσω της τεχνολογίας, αφήνοντας τις μάζες στη μοίρα τους. «Αυτό το μέλλον δεν είναι προκαθορισμένο», έγραψε ο Γκέιτς.

Τώρα διαβάζει το νεότερο βιβλίο του Χαράρι, Nexus: Μια σύντομη ιστορία των δικτύων πληροφοριών από την Εποχή του Λίθου μέχρι την εποχή της τεχνητής νοημοσύνης (εκδ. Αλεξάνδρεια), μια κριτική ανάλυση της εξάρτησής μας από την τεχνολογία. «Κάθε smartphone περιέχει περισσότερες πληροφορίες από την αρχαία Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και επιτρέπει στον κάτοχό του να συνδέεται άμεσα με δισεκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο», γράφει ο Χαράρι. «Και όμως, με όλες αυτές τις πληροφορίες να κυκλοφορούν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, η ανθρωπότητα είναι πιο κοντά από ποτέ στην αυτοκαταστροφή». Ο Γκέιτς πήρε το Nexus προσωπικά. Ο Χαράρι «κοροϊδεύει ανθρώπους σαν εμένα, που θεωρούσαν ότι πάντα η περισσότερη πληροφορία είναι κάτι καλό», είπε ο Γκέιτς. «Θα έλεγα βασικά ότι έχει δίκιο κι εγώ άδικο». (Ο Χαράρι δεν ήταν διαθέσιμος για σχόλια, καθώς παρακολουθούσε ένα σεμινάριο διαλογισμού.)
«Ο Χαράρι κοροϊδεύει ανθρώπους σαν εμένα, που θεωρούσαν ότι πάντα η περισσότερη πληροφορία είναι κάτι καλό», είπε ο Γκέιτς. «Θα έλεγα βασικά ότι έχει δίκιο κι εγώ άδικο».
Για να είμαστε ξεκάθαροι, ο Γκέιτς δεν απολογείται. Παραμένει πιστός στη δύναμη και την καλοσύνη της τεχνολογίας. Αλλά, όσο κι αν αρχικά αντιστάθηκε, τα μαθήματα της μητέρας του είναι προφανώς ακόμα μέσα του: Να είσαι ευγενικός. Προσπάθησε να κάνεις καλό. Και μην παρασύρεσαι. Ως δισεκατομμυριούχος, οι άλλοι σού αποδίδουν τεράστιες δυνάμεις. Επειδή είσαι επιτυχημένος σε έναν τομέα, «νομίζουν ότι είσαι καλός σε πολλά πράγματα στα οποία δεν είσαι». Αυτό ακούστηκε σχεδόν σαν προειδοποίηση.
Κεντρική φωτογραφία: Alex Welsh/The New York Times

