Στην αρχή, ο Θανάσης Καρατζάς αντιμετώπιζε τις φωτογραφίες που έβγαζε από τη νυχτερινή Αθήνα ως «αναμνηστικές». Το έτος ήταν 2005, είχε μετακομίσει μόλις στην Αθήνα, και όλα του τραβούσαν την προσοχή. Ειδικά τη νύχτα· τα ωράρια, η διάθεση, τα βλέμματα, αλλά και η έλλειψη προσωπικού χώρου στις βραδινές εξόδους. «Αν παρατηρήσεις τους ανθρώπους έξω, δεν αφήνουν αποστάσεις μεταξύ τους, κάθονται όλοι ο ένας πολύ κοντά στον άλλον και τείνουν να μοιράζονται υπερβολικές λεπτομέρειες από την προσωπική τους ζωή», λέει. «Μπορείς να περάσεις ένα ολόκληρο βράδυ ακούγοντας τις ιστορίες των διπλανών σου στα μπαρ». Αγόρασε μια φωτογραφική μηχανή και ξεκίνησε να καταγράφει ό,τι έβλεπε στα αγαπημένα του στέκια.

Αν του έλεγε κανείς πως, είκοσι χρόνια μετά οι πρώτες «αναμνηστικές» φωτογραφίες θα είχαν γίνει η μαγιά για μια συλλογή 250 χιλιάδων εικόνων, απο τις οποίες θα κρατούσε λιγότερες από 100, για να εκδώσει ένα φωτογραφικό λεύκωμα που θα ταξίδευε σε ένα από τα μεγαλύτερα φωτογραφικά φεστιβάλ του κόσμου, το Paris Photo, ίσως και να γελούσε.
«Πήγαινα παντού»
Εξάλλου, όταν ξεκίνησε αυτές τις εξερευνήσεις, δεν ήταν καν επαγγελματίας φωτογράφος: τα πρωινά δούλευε σε τράπεζα. Όμως, λίγα χρόνια μετά, ο καλλιτέχνης μέσα του επαναστάτησε. Η βραδινή Αθήνα τον είχε μαγέψει, όμως η πρωινή Αθήνα είχε υποχρεώσεις σε ένα γραφείο που ένιωθε ότι τον πνίγει. Η φωτογραφική μηχανή, από χόμπι έγινε επάγγελμα και αυτό που τον κέντριζε πιο πολύ από όλα, ήταν οι βραδινές εξορμήσεις.
«Πήγαινα παντού, όπου γινόταν περισσότερη ‘φάση’», θυμάται. 7 Jokers, Μπρίκι, Galaxy, Rock n Roll, MG, Batman, Bartessera, σε όλη την πλατεία Καρύτση, στο Hoxton και το Alierman στο Γκαζι, στο Underworld που μετά έγινε Second Skin, το Dark Sun. Όλη η Αθήνα ήταν η πίστα του, σπανίως έμενε στο ίδιο μαγαζί όλο το βράδυ. Έξω τον περίμενε ένας κόσμος κοινωνικός, ευδιάθετος, ανοιχτός.

«Τότε είχαν όλοι μια φόρα, κατανάλωναν πιο εύκολα, πήγαιναν σε 4-5 μαγαζιά το ίδιο βράδυ, έπιναν άνετα 5-6 ποτά. Τους άρεσε να ακολουθούν τη νυχτερινή ζωή της Αθήνας και για να κάνουν φίλους και γνωριμίες, έβγαιναν σε μπαρ, δεν πήγαιναν γιόγκα ή κεραμικά. Αυτός ήταν ο τρόπος». Αν, δε, σου άρεσε μια κοπέλα ή ένα αγόρι, επειδή δεν υπήρχαν social media, έπρεπε να βρεις το κουράγιο να πας εκεί πριν φύγει το βράδυ. Και να είσαι και γρήγορος, γιατί αν δεν πήγαινες εσύ θα πήγαινε ο επόμενος. «Προσπαθούσες να κάνεις και λίγο τον ψυχολόγο, με πέντε κουβέντες να δεις τι γίνεται, γιατί τότε τα μαγαζιά είχαν πολύ θόρυβο και πολλή κάπνα και έπρεπε να είσαι γρήγορος».
Η βαριά βιομηχανία της Αθήνας
Η Αθήνα τη νύχτα έγινε το αγαπημένο του project. Ένα project ζωής, που κράτησε σχεδόν δύο δεκαετίες. Τι τον συγκινεί στην πόλη; «Είναι απρόβλεπτη η άτιμη. Σαν άτομο που έχει τα θέματά του και αρνείται να κάνει ψυχοθεραπεία. Σου υπόσχεται τα καλύτερα και τα χειρότερα. Μπορείς να περάσεις όπως θες. Να φας, να συναντήσεις ανθρώπους, όποια ώρα της ημέρας και της νύχτας. Είναι από τις λίγες 24ωρες πόλεις παγκοσμίως. Το έχω ψάξει, δεν είναι πολλές. Τα δε μπαρ, είναι πολύ προσωπικά, είναι σαν οικογενειακές επιχειρήσεις. Παραφράζοντας κάποιον, η νυχτερινή ζωή είναι η βαριά βιομηχανία της Αθήνας».
Στη μνήμη του αυτά τα είκοσι χρόνια ταξινομούνται σε τρεις περιόδους: Η πρώτη περίοδος ήταν η περίοδος της ευφορίας, της εξωστρέφειας και της άνεσης. Μια «αναλογική» εποχή, όπως τη θυμάται, όπου οι άνθρωποι έδιναν ακόμη ραντεβού σε συγκεκριμένο μέρος και δεν είχαν προηγουμένως πλήρη εικόνα μέσω social media για αυτό ή αυτούς που θα αντίκριζαν εκεί.

Μετά, ήρθε η τρικυμία, προς τα μέσα της δεκαετίας του 2010. «Ο κόσμος άρχισε να βγαίνει ζορισμένος, να πιέζεται για να περάσει καλά», λέει και θυμάται ότι η ένταση ήταν αυξημένη, τα νεύρα τεντωμένα και οι καβγάδες πιο συχνοί. Από την άλλη, και οι εκρήξεις ευδιαθεσίας ήταν πιο έντονες; «Τα πάνω και τα κάτω ήταν δυνατά, είχαν όλοι πολλή ανάγκη τη χαρά, ίσως την εκβίαζαν κιόλας».
Και, τέλος, η σημερινή εποχή, από την καραντίνα και μετά. Στο βιβλίο του, Athens AM, δεν υπάρχουν παρά 4-5 εικόνες από την μετά-covid Αθήνα. «Τελείωσε η προηγούμενη εποχή και το ξεκίνημα της επόμενης ήταν πιο άγριο, πιο κυνικό, χωρίς την ίδια διάθεση. Δεν υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης, όλα γίνονται μέσω social media, δεν ανακαλύπτεις τίποτα γιατί όλα τα ξέρεις από πριν. Ούτε χρειάζεται να είσαι ευρηματικός. Ο κάθε ένας έχει τη φούσκα του και οι παρέες δεν ανακατεύονται όπως παλιά. Ιδίως μετά την καραντίνα, οι καβγάδες που ήδη συνέβαιναν έγιναν πολύ πιο βίαιοι. Είναι μια περίεργη εποχή για το έξω, ακόμη δεν το έχω προσδιορίσει, αλλά προσωπικά κατάλαβα ότι εμένα μάλλον μου τελείωσε. Είκοσι χρόνια βγαίνω νύχτα, ίσως μου έλειψε το φως. Εκεί αναζητώ το ενδιαφέρον πια».

Ένα οργανωμένο χάος
Στο λεύκωμά του έχει συμπεριλάβει 88 ασπρόμαυρες φωτογραφίες στιγμών που έλαβαν χώρα όταν ένα μέρος της πόλης κοιμάται και ένα άλλο συναντιέται σε μια μπάρα, ένα υπόγειο, δίπλα σε ένα ηχείο. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο από τις 250.000 εικόνες να φτάσει στις 88, όμως, η φωτογραφία, λέει, είναι γλώσσα, δεν πρέπει να πλατειάζει. «Αν κοιτάξεις προσεκτικά, οι εικόνες λένε μια ιστορία. Θα νιώσεις σαν να βγήκες μια βόλτα, σαν να ήσουν και εσύ μαζί μου όλα εκείνα τα βράδια».
Όταν το ολοκλήρωσε, πήρε το αεροπλάνο, χωρίς να έχει κλείσει ραντεβού, και πήγε στο Αμβούργο να συναντήσει τον αγαπημένο του φωτογράφο, Άντερς Πέτερσεν. Εκείνος ενθουσιάστηκε με τη δουλειά του και προσφέρθηκε να του γράψει μια χειρόγραφη αφιέρωση, που τυπώθηκε στην τελευταία σελίδα κάθε τεύχους. Η συμμετοχή στο έγκριτο φωτογραφικό φεστιβάλ Paris Photo, τον Νοέμβριο του 2024, ήταν το επιστέγασμα.

«Η Αθήνα είναι μια πόλη με τεράστια ποικιλία. Σαν μια πολυκατοικία που ο πρώτος έχει βάλει πράσινη τέντα, ο δεύτερος τζάμι, ο τρίτος τίποτα. Ό,τι θέλει κάνει ο καθένας», καταλήγει. «Είναι σίγουρα φωτογραφική πόλη, αλλά έχει χάος, και όποιος θέλει να τη φωτογραφήσει καλά, πρέπει να οργανώσει το χάος. Το βιβλίο φιλοδοξεί να είναι ακριβώς αυτό – ένα οργανωμένο χάος».

