«Μου προσφέρουν πολύ ενδιαφέροντες ρόλους, γιατί μπορώ να προσεγγίσω τους χαρακτήρες χωρίς φόβο και με μεγάλες δόσεις πειραματισμού. Δεν έχω ανάγκη να είμαι ο σταρ μιας ταινίας. Και ποτέ δεν μου συμπεριφέρθηκαν ως τέτοιο», έλεγε ο Έιντριεν Μπρόντι, χωρίς ίχνος έπαρσης, στις 6 Ιανουαρίου του 2025 στο δημοφιλές podcast WTF. Μία ημέρα νωρίτερα, ο 51χρονος ηθοποιός κέρδιζε την πρώτη του Χρυσή Σφαίρα για το The Brutalist και γινόταν το μεγάλο φαβορί για το φετινό Όσκαρ Α΄ Ανδρικού ρόλου. Αν κερδίσει, δεν θα είναι η πρώτη φορά· πριν από 23 χρόνια, η ερμηνεία του στον Πιανίστα του Ρομάν Πολάνσκι τον έκανε τον νεότερο κάτοχο του βραβείου. Τότε, το Χόλιγουντ έστρωνε κόκκινα χαλιά για να υποδεχτεί τον νέο του μεγάλο σταρ. Ο Μπρόντι όμως επέλεξε έναν διαφορετικό δρόμο, μακριά από την πεπατημένη: έκανε ανορθόδοξες επιλογές ρόλων, απέφυγε με λίγες εξαιρέσεις τα μπλοκμπάστερ, αποτέλεσε σταθερό πρόσωπο στο ιδιοσυγκρασιακό σινεμά του Γουές Αντερσον (Ταξίδι στο Darjeeling, Ξενοδοχείο Grand Budapest, Η Γαλλική Αποστολή, Asteroid City).
«Δεν μου αρέσει να πηγαίνω στα πάρτι μετά την προβολή της ταινίας», τον ακούμε να λέει σε εξομολογητικό τόνο ως καλεσμένος του Μαρκ Μάρον στο WTF. «Ισως δείχνω λιγότερο ευγνώμων από όσο θα έπρεπε, αλλά οι ερωτήσεις του κόσμου με κάνουν να βιώνω ξανά όλες τις άβολες και δύσκολες στιγμές που χρειάστηκε να επιβάλω στον εαυτό μου, έτσι ώστε να βγουν στην οθόνη τα ευάλωτα στοιχεία του ρόλου». Το The Brutalist αφηγείται την ιστορία του Λάσλο Τοθ, ενός εβραϊκής καταγωγής αρχιτέκτονα από την Ουγγαρία, ο οποίος, αφού επιβιώνει των στρατοπέδων συγκέντρωσης, προσπαθεί να κάνει το όραμά του πραγματικότητα στην Αμερική· η δημιουργική ελευθερία και το κυνήγι του κέρδους έρχονται σε άμεση σύγκρουση, σε μια μεγαλεπήβολη ταινία που ρίχνει φως στο πώς το αμερικανικό όνειρο στηρίχτηκε πάνω σε μετανάστες και τυχοδιώκτες. Οι συγκρίσεις με το Θα χυθεί αίμα (2007) του Πολ Τόμας Άντερσον μόνο τυχαίες δεν είναι, τόσο σε επίπεδο κινηματογραφικού δέους όσο και στο γεγονός ότι αυτά που βλέπουμε επί της οθόνης θυμίζουν την «κρυφή» ιστορία των ΗΠΑ. Δεν ακολουθεί μετά από κάθε προβολή στο Φεστιβάλ της Βενετίας standing ovation 12 λεπτών. «Χρειάστηκε να μας κατεβάσουν από τη σκηνή για να συνεχιστεί το πρόγραμμα», αναφέρει γελώντας ο Μπρόντι.

Από τον Πιανίστα στο Brutalist
Η μητέρα του έφυγε κυνηγημένη από την Ουγγαρία μετά τα γεγονότα του 1956 και πέρασε τα σύνορα με τον φόβο των ελεύθερων σκοπευτών. Είναι μια ιστορία που τον καθόρισε ως άνθρωπο. Αντίστοιχα, η γιαγιά του γλίτωσε στο τσακ από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ ο Ούγγρος παππούς του πέρασε πάρα πολύ δύσκολα στις ΗΠΑ εξαιτίας των μέτριων αγγλικών του. Αυτές οι εμπειρίες, έχει πει, ίσως τον έκαναν να θέλει να ερμηνεύει τα αουτσάιντερ της ζωής.
Η μητέρα του έφυγε κυνηγημένη από την Ουγγαρία μετά τα γεγονότα του 1956 και πέρασε τα σύνορα με τον φόβο των ελεύθερων σκοπευτών. Είναι μια ιστορία που τον καθόρισε.
Οι κοινές συνισταμένες ανάμεσα στον Πιανίστα και στο The Brutalist είναι προφανείς: Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, το βάρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ψυχές που τσακίζονται πάνω στα βράχια της ζωής. Με εξαίρεση το πρώτο στοιχείο, ίσως ταυτίζεται με τα άλλα δύο. «Είχα διατροφικές διαταραχές για τουλάχιστον έναν χρόνο, όπως και κατάθλιψη», δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξη στο New York Magazine, μιλώντας για την περίοδο των γυρισμάτων του Πιανίστα και την ανάγκη να χάσει 15 κιλά (από το ήδη εντελώς «στεγνό» κορμί του), αλλά και να κάνει εντατικά μαθήματα ώστε να μπορέσει να ερμηνεύσει Σοπέν στο πιάνο. Είναι φανερό ότι ο εν λόγω ρόλος τού έχει αφήσει ένα μετατραυματικό στρες. Ο Μπρόντι, όμως, το αντιμετωπίζει με σχεδόν στρατιωτική πειθαρχία. «Όλα αυτά ήταν απαραίτητα για την αφήγηση», λέει στην ίδια συνέντευξη.

Από μικρός στα δύσκολα
Καλοκαίρι του 1977: Η Νέα Υόρκη υποφέρει από έναν αφύσικο καύσωνα και ένας μανιακός δολοφόνος στοιχειώνει τα βράδια της. Ο Ρίτσι, ένας νεαρός πανκ ρόκερ με κούρεμα μοϊκάνα, προσπαθεί να βρει τον εαυτό του μιλώντας με βρετανική προφορά και φορώντας ρούχα που τον κάνουν να ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα. Επίσης, δουλεύει ως στρίπερ για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Σε μια χαρακτηριστική σκηνή από το Καλοκαίρι του Σαμ (1999) του Σπάικ Λι, βλέπουμε τον Μπρόντι να χορεύει κρατώντας μαχαίρια στα χέρια, πριν αρπάξει το ρόπαλο για να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι σε όσους θέλουν να τον λιντσάρουν. Ο Ρίτσι είναι φανερά ένα κομμάτι από την ψυχή του Μπρόντι – και ο Ρίτσι είναι φανερά αποσυνάγωγος.
Για τον μεγαλωμένο στη Νέα Υόρκη ηθοποιό, το κλίμα και η ατμόσφαιρα των νεοϋορκέζικων 70s ήταν τρομερά οικεία· με αυτά μεγάλωσε. Μάλιστα, οι γονείς του φαίνεται ότι προσπάθησαν να τον στρέψουν προς την υποκριτική, όχι μόνο επειδή διέκριναν το αναμφισβήτητο ταλέντο του, αλλά και ως έναν τρόπο για να τον ξεκόψουν από τις «κακές» παρέες με τις οποίες είχε μπλέξει. Είναι φανερό ότι πάντα αναζητούσε τις πιο έντονες εμπειρίες στη ζωή, ακόμα και σε αυτοκαταστροφικό βαθμό.

«Είμαι σίγουρος ότι κανείς δεν σας είχε ενημερώσει ότι “αυτό εδώ” ήταν κομμάτι της τσάντας με τα αναμνηστικά δώρα», δήλωνε στο μικρόφωνο της 75ης τελετής των Όσκαρ, λίγο αφότου είχε φιλήσει –χωρίς προειδοποίηση– στο στόμα την παρουσιάστρια του βραβείου για τον Α΄Ανδρικό ρόλο, Χάλι Μπέρι. Η τελευταία ακόμα και σήμερα ορκίζεται ότι δεν είχε καμία ενημέρωση γι’ αυτό, αλλά συγχωρεί τον υπερβολικό αυθορμητισμό, αφού γνωρίζει καλά πώς είναι να βρίσκεσαι «εκτός εαυτού» σε κάτι τέτοιες στιγμές. Λίγους μήνες αργότερα, ο Μπρόντι θα εμφανιζόταν στο SNL (Saturday Night Live) επιλέγοντας να κάνει χιούμορ με τα στερεότυπα γύρω από την εικόνα των Τζαμαϊκανών (ράστα, ρέγκε, χαρακτηριστική προφορά). Το αστείο όμως ήταν τόσο «χοντρό», που προκάλεσε σχόλια για υποβόσκοντα ρατσισμό και μια υποψία ότι αυτός είναι ο λόγος που από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει προσκληθεί ξανά στο δημοφιλές κωμικό σόου.
Είναι φανερό ότι ο Μπρόντι έσπαγε συνεχώς τους κανόνες στα ξεκινήματά του. Δοκίμαζε τα όρια της σόουμπιζ ή τα δικά του άραγε; Σίγουρα πάντως προερχόταν από μια καλλιτεχνική εμπειρία που, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, του έμαθε πολλά: ενώ πίστευε ότι θα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολεμικό δράμα Η λεπτή κόκκινη γραμμή (1998) του Τέρνες Μάλικ, όταν βρέθηκε στην προβολή της ταινίας, κατάλαβε ότι ο χαρακτήρας του είχε σχεδόν σβηστεί από το σενάριο· ο Μπρόντι εμφανίζεται κάτι λιγότερο από πέντε λεπτά στην τελική κόπια του φιλμ. Έκανε καιρό να συνέλθει, πείσμωσε όμως και όταν του δόθηκε ξανά η ευκαιρία με τον Πιανίστα, δεν την άφησε να πάει χαμένη. Υπό κανονικές συνθήκες, όταν είσαι 29 χρονών με ένα Όσκαρ στα χέρια, μπορείς απλώς να απολαύσεις τις δάφνες σου. Εκείνος, όμως, συνέχιζε να ψάχνει το κάτι παραπάνω. Στη διαδρομή αυτή, κάποιες φορές έδειχνε χαμένος.

Περιπέτειες στην οθόνη
«Η μητέρα μου είναι μια αναγνωρισμένη φωτογράφος. Μεγάλωσα ανάμεσα σε αρνητικά φιλμ και στη μυρωδιά από χημικά στην μπανιέρα. Έχω υπάρξει μια ζωή κεντρικό θέμα στις φωτογραφίες της. Αυτό με έκανε να έχω άνεση μπροστά στην κάμερα», τον ακούμε να λέει στη συνέντευξή του στο podcast WTF. Η σχέση του με τον φακό είναι μια σχέση ζωής που συχνά τον οδηγεί να κάνει αντισυμβατικές επιλογές. Θα περίμενε κανείς ότι ένας τόσο επιτυχημένος ηθοποιός της γενιάς του θα είχε κάνει ένα πέρασμα από τα υπερηρωικά σύμπαντα της Marvel ή της DC, ιδιαίτερα μάλιστα όταν και ο ίδιος έχει κατά καιρούς εκδηλώσει ενδιαφέρον γι’ αυτά. Το φλερτ όμως δεν έγινε ποτέ γάμος. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από ό,τι συνέβη με το πολύ προσωπικό κινηματογραφικό σύμπαν του Γουές Άντερσον, στο οποίο αποτελεί βασικό συντελεστή εδώ και πάνω από 15 χρόνια.
Αν κάποιος εξετάσει τη φιλμογραφία του Μπρόντι, θα δει ότι υπάρχουν σχεδόν τα πάντα, αφού δεν δείχνει να σνόμπαρε ποτέ την ποπ κουλτούρα. Υπάρχουν μεσαιωνικά φιλμ που γυρίστηκαν, αλλά δεν έφτασαν ποτέ στις αίθουσες (Emperor), κινεζικές επικές ταινίες με μέτριες κριτικές (Dragon Blade), μάλλον αποτυχημένα ριμέικ (Predators). Δεν είναι, λοιπόν, ότι ο 51χρονος ηθοποιός φοβήθηκε να τσαλακωθεί παίζοντας στον λεγόμενο εμπορικό κινηματογράφο. Μάλιστα, υπάρχει και μια στιγμή που το έκανε, και μάλιστα υμνήθηκε γι’ αυτό: ήταν ιδανικός πρωταγωνιστής για το King Kong διά χειρός Πίτερ Τζάκσον, προσφέροντας βάθος σε κάτι που κανείς δεν περίμενε.

Όσο για την τηλεόραση; Δεν τη φοβήθηκε ούτε αυτή: ερμήνευσε έναν Ιταλοαμερικανό μαφιόζο επί βρετανικού εδάφους στο πολύ επιτυχημένο Peaky Blinders, πριν κάνει ένα γρήγορο πέρασμα ως δισεκατομμυριούχος από την τρίτη σεζόν του Succesion, ίσως της πιο σημαντικής σειράς, δηλαδή, της τελευταίας πενταετίας. Πολλοί είπαν ότι μεταμορφώνεται σε καρατερίστα. Τώρα, όμως, γίνεται ξανά (ο απόλυτος) πρωταγωνιστής.
Χτίζοντας ένα κάστρο
«Ζωγραφίζω τόσο πολύ και τόσο έντονα, ώστε νιώθω τη μέση μου να “σπάει”. Κάνω μουσική εδώ και 30 χρόνια και συνθέτω σάουντρακ και ηχοτοπία. Έχω αυτή την ανάγκη για δημιουργία», έλεγε σε συνέντευξή του στο The Talks πριν από τρία χρόνια. Ήταν μια εποχή που έμοιαζε να ψάχνει κάτι διαφορετικό στη ζωή του, το οποίο φαίνεται να βρήκε στο The Brutalist. H αλήθεια είναι, βέβαια, ότι πάντοτε ήταν παθιασμένος με τα χόμπι του: έχει τραυματιστεί πάνω από τρεις φορές κάνοντας ο ίδιος τα σταντ για τους ρόλους του, ακούει μανιωδώς χιπ χοπ (όταν δεν γράφει τα δικά του beats), έχει περπατήσει την πασαρέλα ως μοντέλο για τον οίκο Prada, ενώ κάποτε ταξίδεψε στην Τζαμάικα για να κάνει παραγωγή σε ένα δικό του κομμάτι που αγαπούσε πολύ, μόνο και μόνο για να χαθούν όλες οι ηχογραφήσεις στη διάρκεια μιας τρομερής καταιγίδας.

Kάποτε ταξίδεψε στην Τζαμάικα για να κάνει παραγωγή σε ένα δικό του κομμάτι, μόνο και μόνο για να χαθούν όλες οι ηχογραφήσεις στη διάρκεια μιας τρομερής καταιγίδας.
Ο Έιντριεν Μπρόντι ζει μακριά από τα φώτα της σόουμπιζ στα βόρεια της Νέας Υόρκης, μαζί με τη σύντροφό του, τη σχεδιάστρια μόδας Τζορτζίνα Τσάπμαν, και τα δύο της παιδιά από τον προηγούμενο γάμο της με τον Χάρβεϊ Γουαϊνστάιν. Το σπίτι τους θυμίζει μεσαιωνικό κάστρο και είναι ένα πολύ προσωπικό πρότζεκτ του ηθοποιού, αφού το ανακαίνισε με τα ίδια του τα χέρια. Υπάρχει ακόμα και ντοκιμαντέρ (Stone Barn Castle) για τον αγώνα του Μπρόντι να «αναστήσει» το εν λόγω κτίσμα, το οποίο φανερώνει μια επιμονή που φέρνει στον νου τον χαρακτήρα του The Brutalist. Μάλιστα, σε κεντρική σάλα του κτιρίου υπάρχει ένας εντυπωσιακός δράκος ζωγραφισμένος από τα χέρια του. Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι οι εκκεντρικές συνήθειες ενός ζάπλουτου ηθοποιού. Στην περίπτωση του Μπρόντι, όμως, μοιάζουν να είναι περισσότερο κομμάτια μιας συνεχούς και τρομακτικά ανήσυχης αναζήτησης· μικρές πινελιές σε έναν πολύ δικό του πίνακα.

