Τι κινδύνους κρύβουν τα χαμηλά επιτόκια

Τo «τυρί» των επιδοτήσεων και η… φάκα της υψηλής τιμής

2' 23" χρόνος ανάγνωσης

Διανύουμε την περίοδο που μας δίνεται η δυνατότητα να εξασφαλίσουμε ένα επιδοτούμενο, χαμηλότοκο ή ακόμα και άτοκο δάνειο με σκοπό είτε την αγορά κύριας κατοικίας είτε την ενεργειακή αναβάθμιση μιας ήδη υπάρχουσας περιουσίας. Αναμφίβολα, η εξασφάλιση «φθηνού» ή και «δωρεάν» χρήματος συνιστά μια πρώτης τάξεως ευκαιρία. Αρκεί όμως να την αξιοποιήσουμε σωστά. Διότι, πολύ απλά, αν αγοράσουμε κάτι ακριβά, με «φθηνό χρήμα», δεν έχουμε καταφέρει τίποτα απολύτως. Όλο το όφελος από τη μείωση της δαπάνης για τόκους εξανεμίζεται από τη ζημιά που προκαλεί το αυξημένο τίμημα.

Όταν, λοιπόν, δεκάδες χιλιάδες υποψήφιοι αγοραστές βγαίνουν ταυτόχρονα στην αγορά για να βρουν το σπίτι των ονείρων τους, αυτό που κάνουν –σε οικονομικούς όρους– είναι να εκτοξεύουν τη ζήτηση. Κι όταν αυτό συμβαίνει, η λογική συνέπεια με βάση τον θεμελιώδη νόμο της οικονομίας είναι να ανεβαίνουν οι τιμές. Και τι πρέπει να κάνει σε αυτή την περίπτωση ο υποψήφιος αγοραστής; Σωστή καταγραφή των αναγκών, έρευνα αγοράς και υπομονή, διότι σε μια οικονομική συναλλαγή το πάνω χέρι έχει πάντοτε αυτός που μπορεί να περιμένει.

Ακολουθεί ένα απλό παράδειγμα, για να φανεί πώς μπορεί να «εκμηδενιστεί» το όφελος από την επιδότηση του επιτοκίου, αν ο υποψήφιος αγοραστής υποχωρήσει καταβάλλοντας υψηλότερο τίμημα. Σενάριο πρώτο: Σε ανύποπτο χρόνο, ο ενδιαφερόμενος βρίσκει ένα ακίνητο το οποίο πωλείται προς 170.000 ευρώ. Αξιοποιεί τα 20.000 ευρώ που έχει στην άκρη, δανείζεται τα υπόλοιπα 150.000 ευρώ με 30ετές δάνειο και αναλαμβάνει την υποχρέωση καταβολής μιας δόσης της τάξεως των 726 ευρώ τον μήνα, καθώς το επιτόκιο διαμορφώνεται στο 4%. Σενάριο δεύτερο: Ο υποψήφιος αγοραστής εντάσσεται στο πρόγραμμα επιδότησης του επιτοκίου και μπορεί να δανειστεί με επιτόκιο 2% αντί για 4%. Όμως, λόγω της πολύ μεγάλης ζήτησης, δεν βρίσκει σπίτι με 170.000 ευρώ και συμβιβάζεται να καταβάλει 210.000 ευρώ. Δανείζεται τα 190.000 ευρώ και η δόση του διαμορφώνεται στα 713 ευρώ τον μήνα, παρά την εξασφάλιση σημαντικά χαμηλότερου επιτοκίου.

Η διαφορά πλέον γίνεται ανεπαίσθητη. Και δεν είναι μόνο αυτό. Μεγαλύτερο τίμημα σημαίνει και περισσότερα έξοδα μεταβίβασης, μεσιτικές αμοιβές, κ.λπ. Συμπέρασμα: Η αγορά ακινήτου είναι μια απόφαση που προϋποθέτει σωστή μελέτη όλων των παραμέτρων και όχι μόνο του κόστους δανεισμού. Ποιο είναι το τίμημα που ζητάει ο πωλητής; Είναι λογικό με βάση τα δεδομένα και τις συνθήκες της αγοράς; Σε ποια κατάσταση βρίσκεται το προσφερόμενο ακίνητο; Θα χρειαστεί επισκευές, ποιας έκτασης και ποιο είναι το οικονομικό κόστος που προκύπτει; Πόσα χρήματα θα πρέπει να καταβληθούν εφάπαξ είτε για τις επισκευές είτε για τα έξοδα μεταβίβασης καθώς και το τμήμα της αξίας του ακινήτου που δεν μπορεί να καλυφθεί με τραπεζικό δανεισμό; (συνήθως τουλάχιστον το 10%). Μόνο, λοιπόν, με την εξέταση όλων αυτών των παραμέτρων, μπορεί να προκύψει το πιο συμφέρον αποτέλεσμα.

Η ίδια λογική ισχύει και για τα δάνεια αναβάθμισης. Είναι μεγάλο το πλεονέκτημα του να διασφαλίσει κάποιος άτοκο δανεισμό. Αρκεί όμως οι παρεμβάσεις που θα σχεδιάσει και θα υλοποιήσει στο ακίνητό του να είναι αποδοτικές, εξασφαλίζοντας μείωση του ενεργειακού κόστους.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT