«Αντελήφθην το παιδί μου, το οποίον είχον εις την πλάτη μου, να παγώνη […] Άρχισα να φωνάζω βοήθεια μήπως και το σώσω. Από της στιγμής αυτής έχασα τις αισθήσεις και επερίμενα και εγώ το τέλος», διαβάζουμε στην κατάθεση της Κυριακής Χιωτάκη. Τα όσα λέει μας μεταφέρουν στο τελευταίο ταξίδι του ατμόπλοιου «Ε/Γ Χειμάρρα», που βυθίστηκε στα ανοιχτά της Ραφήνας στις 19 Ιανουαρίου του 1947, παίρνοντας μαζί του, σύμφωνα με τις Αρχές της εποχής, 383 ανθρώπους.

Πρόκειται για ένα νέο εύρημα, που ανακαλύφθηκε πρόσφατα από τον δύτη-ερευνητή Κώστα Θωκταρίδη και δημοσιεύεται για πρώτη φορά. Η ναυαγός, όπως μαθαίνουμε, σώθηκε από το πρώτο πλεούμενο που κατέφτασε στο σημείο της τραγωδίας. Το όνομα του καϊκιού εμπεριέχει την τραγική ειρωνεία της μοίρας. Το έλεγαν «Κ’ ΕΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ».

Πίσω στον χρόνο
«Ο βασικός λόγος που χάθηκαν τόσες ζωές δεν ήταν ο πνιγμός, αφού οι επιβάτες είχαν σωσίβια, ήταν η υποθερμία», σημειώνει ο κ. Θωκταρίδης, ο οποίος, από το 2000 έως σήμερα, αναζητά στοιχεία για την υπόθεση. Το πλοίο έπλεε από τη Θεσσαλονίκη προς τον Πειραιά, όταν στις 4:10 τα ξημερώματα ακούστηκε ένας κρότος και τα φώτα έσβησαν· είχε προσκρούσει στη βραχονησίδα Λευκασιά, στη μέση του Νότιου Ευβοϊκού Κόλπου. Ο ασύρματος δεν δούλευε και το πηδάλιο είχε αποκολληθεί. Το νερό εισήλθε στο πλοίο, το έκανε να γείρει και, τελικά, το βύθισε. Οι επιβάτες πήδηξαν στη θάλασσα για να σωθούν.

Η Χιωτάκη ήταν μία από τους 616 επιβαίνοντες (συνυπολογίζοντας και το πλήρωμα), ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν παιδιά, γυναίκες καθώς και πολιτικοί κρατούμενοι που οδηγούνταν στην εξορία. «Η κατάθεση αυτή είναι ένα από τα πάρα πολλά πρωτογενή στοιχεία της έρευνας που ήρθαν να φωτίσουν τη σκοτεινή εκείνη νύχτα», εξηγεί ο κ. Θωκταρίδης. Οι συνθήκες, όπως τονίζει, ήταν παρόμοιες με αυτές που επικρατούσαν στο πιο διάσημο ναυάγιο του 20ού αιώνα. Μοιραία, η τραγωδία του «Χειμάρρα» έμεινε γνωστή ως «ο ελληνικός Τιτανικός».

Το τοπίο ξεκαθαρίζει
Τα σενάρια για τις αιτίες πίσω από την τραγωδία ήταν πολλά και πυροδοτούνταν από το τεταμένο πολιτικό κλίμα· η χώρα βρισκόταν σε Εμφύλιο Πόλεμο. Το πλήρωμα ισχυρίστηκε ότι το πλοίο προσέκρουσε σε νάρκη, κάτι που όμως καταρρίφθηκε από την επίσημη ανακριτική επιτροπή. Όπως αναφέρει ο κ. Θωκταρίδης, ο Τύπος της εποχής άφηνε να εννοηθεί πως είχε γίνει σαμποτάζ με βόμβα από κομμουνιστές. Επίσης, υπάρχουν πηγές που κάνουν λόγο για αλυσοδεμένους πολιτικούς κρατούμενους στα αμπάρια του πλοίου. Όλα αυτά, όμως, φαίνεται ότι δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από διαδόσεις.

«Το τοπίο σήμερα έχει ξεκαθαρίσει οριστικά», λέει ο δύτης-ερευνητής, τονίζοντας πως οι κρατούμενοι ήταν συγκεντρωμένοι στο επάνω κατάστρωμα, γύρω από το φουγάρο, όπου υπήρχε λίγη ζεστασιά. «Προς τιμήν του, ο πλοίαρχος ζήτησε να λυθούν οι χειροπέδες με το που μπήκαν στο πλοίο. Ήταν συνολικά 34 άνθρωποι, αλλά σώθηκαν μόνο οι δέκα. Ένας από τους λόγους για τη μεγάλη θνησιμότητα ήταν οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες στις οποίες ήταν εκτεθειμένοι, καθώς ταξίδευαν στο κατάστρωμα. Όταν βρέθηκαν στο νερό, δεν άντεξαν μέχρι να γίνει η περισυλλογή».

Τα ντοκουμέντα της ιστορικής έρευνας, προερχόμενα από την ανακριτική επιτροπή του τότε ελέγχου ναυτικών ατυχημάτων, δείχνουν ξεκάθαρα ότι το λάθος ήταν ανθρώπινο. Οι 14.000 νάρκες που υπήρχαν στον βυθό των ελληνικών θαλασσών από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανάγκαζαν τα πλοία να κινούνται σε συγκεκριμένες διαδρομές που είχε χαράξει το ελληνικό και βρετανικό ναυαρχείο. Το πλοίο είχε πάρει λάθος πορεία. Όταν ο ύπαρχος είδε τη βραχονησίδα, έστριψε, αλλά ήταν πια πολύ αργά. Η πρόσκρουση ήταν αναπόφευκτη.

Στα στρεβλωμένα πτερύγια από τις προπέλες, οι έρευνες της εποχής βρήκαν σφηνωμένα κομμάτια βράχων προερχόμενα από την εν λόγω βραχονησίδα. Επίσης, τα ρήγματα και οι αποκολλήσεις των καρφιών από τις λαμαρίνες του πλοίου επιβεβαίωναν την πρόσκρουση. Ακόμη, μια τεχνική βλάβη βόρεια της Σκιάθου είχε αναγκάσει το πλοίο να μείνει επί μία ώρα ακυβέρνητο. Όλα αυτά είναι στοιχεία που είχαν χαθεί μέσα στα χρόνια, ήρθαν όμως ξανά στο φως από την έρευνα του Κώστα Θωκταρίδη.

Ο αριθμός των θυμάτων
«Πολλοί από τους αγνοούμενους δεν είχαν κόψει εισιτήριο ή είχαν χαθεί μέσα στις λίστες των επιβατών, που τότε δεν ήταν απόλυτα ακριβείς», εξηγεί ο δύτης-ερευνητής. «Κάποιοι μπήκαν παράνομα, κάποιους ξέχασαν να τους γράψουν, ενώ υπήρχαν και μικρά παιδιά που δεν είναι στις λίστες». Σήμερα, η διασταύρωση των πληροφοριών μέσα από την ιστορική έρευνα οδηγεί στη διαπίστωση πως ο αριθμός των νεκρών είναι μεγαλύτερος των 383 ανθρώπων και πλησιάζει τους 400. Σύμφωνα με τον κ. Θωκταρίδη, η κυβέρνηση της εποχής, μην έχοντας τα απαραίτητα μέσα για να κάνει την περισυλλογή και την ταυτοποίηση, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αριθμός των θυμάτων ήταν τεράστιος για να τον διαχειριστεί επικοινωνιακά, ζήτησε να θάβονται επιτόπου οι σοροί που ξεβράζονταν στις ακτές. Ως αποτέλεσμα, πολλοί από τους αγνοούμενους θάφτηκαν σε παραλίες. Σε κάποιες περιπτώσεις, η αναγνώριση δεν ήταν εφικτή δίχως κάποια ταυτότητα ή κάποιο άλλο στοιχείο. Στο ναυάγιο, όπως διαπιστώθηκε, χάθηκε και ο Λάζαρος Ακερμανίδης, πολεμικός φωτορεπόρτερ και ανταποκριτής του αλβανικού μετώπου.

Εντυπωσιακά ευρήματα
Όταν το 2000 ο Θωκταρίδης με την ομάδα του βούτηξε στα 33 μέτρα βάθος, οι προσδοκίες ήταν χαμηλές. «Πιστεύαμε ότι δεν υπήρχε τίποτα», λέει. Όπως αναφέρει, το «Ε/Γ Χειμάρρα» είχε ανελκυστεί το 1968, με τη σχετική άδεια να δίνεται «κάτω από μέχρι τώρα αδιευκρίνιστες συνθήκες». Ο σκελετός του πλοίου, πλούσιος σε μπρούντζο και χαλκό, ανελκύστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ το κατωκάραβο, που δεν ήταν ιδιαίτερης αξίας, αφέθηκε στον πυθμένα. Ανάμεσα στα 178 αντικείμενα που διασώθηκαν, ύστερα από άδεια του Υπουργείου Πολιτισμού, βρέθηκαν αλληλογραφία της εποχής, εφημερίδες, γραμματόσημα, αντικείμενα που είχαν στην κατοχή τους οι επιβάτες καθώς και μπρούντζινα γράμματα από την επιγραφή με το όνομα του πλοίου.

«Πολλοί από τους αγνοούμενους δεν είχαν κόψει εισιτήριο ή είχαν χαθεί μέσα στις λίστες των επιβατών». ―Κώστας Θωκταρίδης, δυτης-ερευνητής
Ζητώντας τη βοήθεια ειδικών στη συντήρηση χαρτιού (ενός υλικού που διαλύεται εύκολα στο νερό), έσπευσαν να διασώσουν τον ιστορικό «θησαυρό» που είχαν βρει στο ναυάγιο του «Χειμάρρα», στα αμπάρια του οποίου υπήρχαν 400 σάκοι του ελληνικού ταχυδρομείου. «Τα συναισθήματα ήταν “βαριά”», λέει ο δύτης-ερευνητής καθώς θυμάται τη στιγμή της πρώτης κατάδυσης. «Αυτό που με επηρέασε περισσότερο ήταν τα παιδικά παπούτσια. Το να τα βλέπεις εκεί κάτω είναι κάτι που αγγίζει τις βαθύτερες χορδές σου».

Διασώζοντας την ιστορική μνήμη
Πριν από 78 χρόνια, η Ραφήνα έπαιξε κομβικό ρόλο στη διάσωση των ναυαγών, καθώς εκεί είχε στηθεί το κέντρο επιχειρήσεων. Φέτος, στις 19 Ιανουαρίου, ο Δήμος Ραφήνας-Πικερμίου πραγματοποίησε για πρώτη φορά μνημόσυνο και εκδηλώσεις μνήμης για τους νεκρούς του ελληνικού «Τιτανικού». Τα αντικείμενα που ανασύρθηκαν από το κουφάρι του πλοίου εκτίθενται πλέον ως μόνιμη συλλογή στο παλιό κτίριο του ΟΤΕ, το οποίο στεγάζει το Τμήμα Πολιτισμού του δήμου. Είναι ένα μικρό κειμήλιο μνήμης για μια μεγάλη τραγωδία, για την οποία ακόμα και σήμερα νέα στοιχεία έρχονται στο φως.

Μάλιστα, τα όσα είχε αφηγηθεί στον Κώστα Θωκταρίδη παλιότερα η Αθηνά Λιάσκου, επιζήσασα του ναυαγίου, μοιάζουν να διασταυρώνονται με τα νέα δεδομένα που έφερε στο φως η κατάθεση της Κυριακής Χιωτάκη. Ανάμεσα στα ρούχα, τις σανίδες, τα βαρέλια και τις σορούς που θυμάται να επιπλέουν, είναι χαρακτηριστικό πως ξεχώριζε η εικόνα μιας γυναίκας. «Θυμάμαι μια μητέρα με ένα παιδί στην αγκαλιά της σαν να είναι τώρα. Δεν είχε ακόμη ξεψυχήσει, ήταν σφιχτά αγκαλιασμένο πάνω της», είχε πει η Λιάσκου στον δύτη-ερευνητή.

