ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Είχα στα χέρια μου μία από τις δέκα φωτογραφικές διαπιστεύσεις του πλανήτη, τη μοναδική για τη χώρα μας, και ετοιμαζόμουν να δω από κοντά τον σημαντικότερο εν ζωή μουσικό στον κόσμο, στην αρένα Ο2 του Λονδίνου. Έπειτα από 42 συναπτά έτη στο φωτορεπορτάζ, εκ των οποίων τα 36 ως εξειδικευμένος φωτοειδησεογράφος συναυλιών σε έντυπα της Ελλάδας και ενίοτε της Ευρώπης, και με ένα αρχείο έξι χιλιάδων ονομάτων, την παρουσία μου σε αυτόν τον σταθμό της περιοδείας του Πολ Μακάρτνεϊ την ένιωθα σαν ένα «ταβάνι», ειδικά από τη στιγμή που φημολογείται ότι ίσως είναι η τελευταία. Αναμενόμενη λοιπόν η ακαριαία εξάντληση των εισιτηρίων για κάθε στάση της περιοδείας, με το που έγιναν διαθέσιμα στις απαρχές της περσινής χρονιάς, μέσα σε λίγες ώρες!
Ήθελα να ζήσω και να φωτογραφίσω ολόκληρη την ιεροτελεστία αυτής της μοναδικής εμπειρίας, κι έτσι κατέφθασα νωρίς το μεσημέρι στον σταθμό του Βόρειου Γκρίνουιτς, ώστε να παρατηρήσω τους αμετανόητους «πρώτους πρωινούς» να φωτογραφίζονται μεταξύ τους και να περιτριγυρίζουν στα λογιών λογιών παρεχόμενα στέκια εστίασης και ψυχαγωγίας που κατακλύζουν τον εσωτερικό χώρο του τεράστιου γηπέδου. Διεθνείς κουζίνες και κλασικές βρετανικές παμπ με δεκάδες βρυσάκια ντόπιων ζύθων ήταν έτοιμες να εκμηδενίσουν το συνάλλαγμά μας, μα και αμέτρητα καταστήματα ρουχισμού, μεταξύ των οποίων και το πολυπόθητο μαγαζί με τα αυθεντικά (και πανάκριβα) αναμνηστικά μπλουζάκια και ενθύμια. Η είδηση βέβαια για τους φανατικούς των «Σκαθαριών» ήταν η κυκλοφορία του συλλεκτικού box-set The Beatles: 1964 U.S. Albums In Mono σε μορφή βινυλίου από τις αρχικές μονοφωνικές ταινίες.

Beatles και μόνο Beatles
Με επίσημη ώρα έναρξης τις οκτώμισι το βράδυ, χρειάστηκαν τουλάχιστον τρεις ώρες ώστε να εισχωρήσει ολοκληρωτικά η πολυεθνική/πολυπολιτισμική σύναξη τριάντα χιλιάδων ανθρώπων από όλη την υφήλιο. Τα χαμόγελα όμως βρίσκονταν παντού και η συντριπτική πλειονότητά των θεατών φορούσε κάτι που τιμά τους «Τέσσερις Φανταστικούς». Από τα υπαίθρια ηχεία ακούγονταν Beatles και μόνο Beatles, εξήντα χρόνια πίσω. Η αρένα –σκεφτείτε μιάμιση φορά το ΣΕΦ– είχε καλυφθεί με καρέκλες, που πάντως δεν χρειάστηκαν σε κανέναν, αφού μείναμε όλοι όρθιοι από την ώρα που έσβησαν τα φώτα μέχρι που άναψαν ξανά.
Ο Μακάρτνεϊ δημιούργησε ένα χορταστικότατο υπερθέαμα 36 διαχρονικών τραγουδιών και 165 λεπτών, που ξεκίνησε με το οικουμενικό Can’t Buy Me Love.
Το ερώτημα ήταν πώς θα μπορούσε να χωρέσει η κληρονομιά της ηλεκτροδοτούμενης μουσικής του 20ού αιώνα σε μία βραδιά. Η απάντηση ήταν ένα χορταστικότατο υπερθέαμα 36 διαχρονικών τραγουδιών και 165 λεπτών, που ξεκίνησε με το οικουμενικό Can’t Buy Me Love. Ακολούθησαν διάφορες εκπλήξεις, από αυτές που αρέσκεται να προσφέρει τούτος ο αιώνιος έφηβος των 83 ετών, όπως για παράδειγμα η εκτέλεση του Being for the Benefit of Mr. Kite! από το μνημειώδες άλμπουμ Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band. Ή το Let Me Roll It με την παρεμβολή του Foxy Lady ως αφορμή για να μιλήσει για Τζίμι Χέντριξ: «Όποτε εμφανιζόταν στο Λονδίνο τη δεκαετία του ’60 πήγαινα και τον απολάμβανα, ήταν φανταστικός, καταπληκτικός άνθρωπος, βαθιά ταπεινός, μα και εξαίρετος τεχνίτης…». Και μετά το My Valentine που αφιέρωσε στη νυν γυναίκα του, Νάνσι, με το γνωστό βίντεο νοηματικής γλώσσας από τον Τζόνι Ντέπ και τη Νάταλι Πόρτμαν να παίζει στη γιγαντοοθόνη.

«εκεί που τέσσερα παιδιά ονειρεύτηκαν…»
«Και τώρα θα πάμε πολύ πίσω στον χρόνο, στη Βόρεια Αγγλία, σε έναν μικρό τόπο που ονομάζεται Λίβερπουλ. Εκεί που τέσσερα παιδιά ονειρεύτηκαν να ηχογραφήσουν έναν δίσκο. Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο τραγούδι που ηχογραφήσαμε ποτέ», είπε από μικροφώνου, προλογίζοντας το In Spite of All the Danger των πρώιμων Quarrymen του Τζον Λένον.
«…Όμως λίγο αργότερα κατεβήκαμε στο Λονδίνο και στα στούντιο της Άμπεϊ Ρόουντ για να δουλέψουμε δίπλα στον αείμνηστο Τζορτζ Μάρτιν. Και να ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι που ηχογραφήσαμε με αυτόν…» πρόσθεσε παρουσιάζοντας το πρωτόλειο Love Me Do.
Εκεί που προσωπικά ένιωσα δέος ήταν η στιγμή που προσφώνησε αφ’ υψηλού (το μπροστινό μέρος της σκηνής ανέβηκε δέκα μέτρα) το λατρεμένο Blackbird, αποκαλύπτοντας παράλληλα τα εξής: «Στη δεκαετία του ’60 λαμβάναμε πολλά μηνύματα από την Αμερική για τα πολιτικά δικαιώματα και τις φυλετικές διακρίσεις. Μα έπρεπε να πάμε εκεί για να βιώσουμε το μέγεθος του προβλήματος… Μια μέρα λοιπόν είχαμε να εμφανιστούμε στο Τζάκσονβιλ και ο υπεύθυνος μας λέει πως έχουμε να παίξουμε μπροστά σε ένα χωρισμένο στα δύο κοινό, από τη μια πλευρά οι μαύροι και στην άλλη πλευρά οι λευκοί. “Σοβαρά τώρα; Όχι βέβαια!” του απαντήσαμε και αρνηθήκαμε να βγούμε στη σκηνή, γεγονός που τον ανάγκασε να επιτρέψει κατ’ εξαίρεση ένα ανάμεικτο κοινό. Και για δες που τις προάλλες έλαβα ένα γραπτό μήνυμα από μια μαύρη κοπέλα που ήταν εκεί εκείνο το βράδυ και μου έγραφε “δεν θα το ξεχάσω ποτέ γιατί ήταν η πρώτη βραδιά που κάθισα δίπλα σε λευκούς”. Δεν είναι πανέμορφο αυτό; Από μια γυναίκα που σήμερα διδάσκει στο Πίτσμπουργκ».
«Στη δεκαετία του ’60 λαμβάναμε πολλά μηνύματα από την Αμερική για τα πολιτικά δικαιώματα και τις φυλετικές διακρίσεις. Μα έπρεπε να πάμε εκεί για να βιώσουμε το μέγεθος του προβλήματος…» είπε ο Μακάρτνεϊ προλογίζοντας το Blackbird.
Από τις πιο δυνατές στιγμές της βραδιάς ήταν και η προσθήκη του Here Today, με τον Μακάρτνεϊ να λέει το εξής: «Το αφιερώνω στον Τζον [Λένον] που τόσο αγάπησα και αγαπώ. Κι ας ήταν απαγορευμένη λέξη το “αγαπώ” ανάμεσα σε άντρες στο Λίβερπουλ εκείνης της εποχής». Έπειτα συνέχισε αυτή τη σύμπραξη με το «ψηφιακό του ντουέτο» του Now and Then, το τελευταίο (έστω και ψηφιακά φτιαγμένο) κύημα των Beatles. Λίγο αργότερα ήρθε και το Something του Τζορτζ Χάρισον, αρχικά σε ακουστική εκδοχή, μέχρι που ηλεκτρίστηκε και αυτό, από κάθε άποψη, με τον Μακάρτνεϊ να λέει: «Αυτό το γιουκαλίλι ήταν του Τζορτζ Χάρισον, ο οποίος ήταν κορυφαίος σε αυτό το όργανο και ήταν αυτός που μου έμαθε να παίζω ακόρντα πάνω του. Τον ευχαριστώ που έγραψε ένα τόσο όμορφο τραγούδι».
Όσον αφορά το πιο θεαματικό στιγμιότυπο, προσωπικά θα διάλεγα την εκρηκτική εκτέλεση του Live and Let Die των Wings, που έως σήμερα παραμένει το πιο «σκληρό» τραγούδι που «έντυσε» ταινία του Τζέιμς Μποντ, μέχρι που το επαναπροσδιόρισαν εξίσου θεαματικά οι Guns ’n’ Roses το 1991.


και στο τέλος…
Ήταν έως και σίγουρο πως το κυρίως πιάτο της ιστορικής βραδιάς θα έκλεινε με το ανθεμικό Hey Jude, όπως και έγινε. Και, για πολλοστή φορά, τριάντα χιλιάδες στόματα έγιναν ένα. Στο encore ξεκίνησε με το απαράμιλλο Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band (Reprise), πυροδοτώντας ιαχές θριάμβου, και ακολούθησε το Helter Skelter, το πρώτιστο «βαρυμεταλλικό» άσμα της δισκοθήκης μας. Και τι θα μπορούσε, αλήθεια, να αποτελέσει επίλογο αντάξιο σε κάτι τόσο αξιωματικά τρανό, όσο το κλείσιμο της αυλαίας μιας θεόρατης κληρονομιάς σαν του Μακάρτνεϊ; Να που και εδώ επέλεξε το ίδιο (μα αυτή τη φορά συνειδητό) κλείσιμο μ’ εκείνο που έμελλε να σφραγίσει ακούσια, αλλά μια για πάντα, την εποποιία των Beatles, ως τελευταίο κομμάτι του Abbey Road. Το πανανθρώπινο μήνυμα του The End, του τραγουδιού που καταδεικνύει γλαφυρά και με δύο απλές κουβέντες όλο το νόημα της ζωής: «Στην τελική η αγάπη που λαμβάνεις είναι ίση με την αγάπη που προκάλεσες». Τι κι αν στην έξοδο οι ουρές στα λεωφορεία και στα τρένα ήταν έως και απελπιστικές;


